Κώστας Αξελός: Χωρίς γιατί Χωρίς επειδή

Κώστας Αξελός, Φιλοσοφία, Περιπλάνηση, Παιχνίδι του κόσμου, Κοσμολογία, Ανθρωπολογία. Λόγος, Λογική, Απομαγνητοφώνηση/Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος

Κώστας Αξελός: Χωρίς γιατί, χωρίς επειδή

[κλικ στα ακουστικά 🎧 για να ακούσεις το άρθρο]

(απομαγνητοφώνηση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)


Η πλανητική εποχή

Προτείνεται στα βιβλία μου μια νέα γλώσσα αλλά με τις ίδιες λέξεις. Δεν πρόκειται να φτιάξουμε τεχνητά μια νέα γλώσσα σε καμιά από τις υπάρχουσες γλώσσες, ή να δημιουργήσουμε μία καινούρια ακόμα, τεχνητή. Αλλά, με τις τετριμμένες λέξεις μιας γλώσσας, που έχει φθαρεί ως εκεί που δεν παίρνει, να ξαναδούμε τον παλμό των λέξεων, τον αρχικό παλμό που είχαν και να μιλήσουμε με αυτές. Με αυτές τις λέξεις είμαστε σε ένα διάλογο. Δεν είμαστε ούτε αυτοί που τις ορίζουμε, ούτε είναι αυτές που αυτοκαθορίζονται. Μέσα απ’ τον διάλογο ανθρώπου και λέξης, επιτελείται ένα ορισμένο στοχαστικό έργο. Η πλανητική σκέψη, για την οποία μιλάω ή η πλανητική εποχή, πρέπει να εννοηθεί όχι απλώς σφαιρικά: ότι αφορά όλον τον πλανήτη. Όχι μόνο επίπεδα: ότι επιπεδώνει τα πάντα, τα βάζει όλα στο ίδιο πλάνο. Όχι μόνο προγραμματικά: ότι βάζει επίσης πλάνα στην οικονομία και στην κοινωνία, αλλά, σαν κάτι που πλανάται. Στα αρχαία ελληνικά μιλάμε για τους πλάνητες-αστέρες. Είναι αστέρες που έχουνε μια τροχιά, αλλά περιπλανούνται στο χωροχρονικό διάστημα του όλου. Μ’ αυτή την έννοια λοιπόν μεταχειρίζομαι το πλανητικό, όχι τόσο με την καθιερωμένη έννοια, όσο με του πλάνητος αστέρα, που γίνηκε η γη μας.

Η μεταμόρφωση προς την πλανητική σκέψη ίσως ήδη έχει αρχίσει. Λέω: «ίσως ήδη», ίσως έχουν εμφανιστεί κρούσματα εδώ κι εκεί μιας ορισμένης μεταμόρφωσης. Η μεταμόρφωση δεν μπορεί να είναι ένα πρόγραμμα, μια θεληματική δήλωση που να λέει: ο άνθρωπος πρέπει να γίνει τούτο ή εκείνο. Αυτό που βλέπουμε, άμα το κοιτάμε στοχαστικά κι άμα κάνουμε την εμπειρία του έμπρακτα, είναι ότι ο παραδοσιακός άνθρωπος, θα έλεγα από την εποχή του Νεάντερταλ περίπου, ως τα μέσα του 20ου αιώνα, δεν είναι πια ο Άνθρωπος. Αλλά, μπαίνουμε σε μια εποχή, που ο άνθρωπος και συνθλίβεται και αποτελεί τμήμα του όλου. Αυτήν ακριβώς την εποχή, την ονομάζω πλανητική.

Η περιπλάνηση

Βλέπω την ιστορία της ανθρωπότητας, όχι σαν ιστορία της αποκαλυπτόμενης αλήθειας, όπως την έβλεπε ακόμα ο Χέγκελ, αλλά σαν μια ιστορία της περιπλάνησης. Από ένα σταθμό της περιπλάνησης, πάμε στον άλλο σταθμό της περιπλάνησης. Αλλά μέσα από την λέξη την ίδια: περιπλάνηση, πρέπει να δούμε πια, ότι η λέξη αλήθεια έχει μπει σε εισαγωγικά ή σε παρενθέσεις. Δεν βρισκόμαστε μπροστά στην πλάνη της αλήθειας, που θα σήμαινε ότι είμαστε τρελοί ή πως δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε. Αλλά, με μια αφάνταστη συνέπεια, μέσα απ’ όλες τις ασυνέπειες. Μια φράση που άρχισε από τον Ηράκλειτο με τον λόγο, και με το νοείν, του Παρμενίδη, που πέρασε μέσα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Αυγουστίνο και τον Θωμά τον Ακινάτη, τον Ντεκάρτ, τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Νίτσε. Εμφανίζεται όχι ως ιστορία της προϊούσας αλήθειας, ούτε καν ως η ιστορία της προϊούσας πλάνης, αλλά ως η ιστορία της περιπλάνησης. Ότι η περιπλάνηση είναι η μοίρα του ανθρώπου, μοίρα απ’ την οποία δεν είναι άμοιρος, όσο και της λεγόμενης παγκόσμιας ιστορίας.

Έχουμε την συνήθεια να υποτάσσουμε, ότι εμφανίζεται το σχετικά καινούριο, σε παλιές έννοιες. Ο Μαρξ ήδη παρατηρούσε ότι, οι επαναστάσεις βάζανε ρούχα παλαιότερων καιρών. Μια και επιμένει τόσο πολύ, τόσο στενόψυχα, τόσο βλακωδώς θα έλεγα, η ανθρωπότητα στην ανιούσα πορεία της. Στην έννοια μιας ανιούσας πορείας, αντιθέτω, όχι αρνητικά αλλά θετικά, μια περιπλάνηση, που είναι γόνιμη όσο κι αν γίνετε μέσα στην έρημη χώρα. Μας οδηγεί προς κάτι που δεν μπορούμε να ξέρουμε, παρόλα μας τα μηχανήματα, που προσπαθούν να βάλουν πλάνα.

Το παιχνίδι

Το παιχνίδι, δεν είναι απλώς το ανθρώπινο παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά, δεν είναι απλώς το φουτμπόλ ή το ερωτικό παιχνίδι. Δεν είναι καν το πολιτικό παιχνίδι, όσο και να ευθύνεται. Παιχνίδι σημαίνει: ότι ο κόσμος δεν έχει ένα νόημα που να του είναι εξωτερικό, δεν υπακούει σε κανόνες που του έχουνε θέσει, αλλά όλοι οι κανόνες, όλα τα νοήματα και όλες οι αφέλειες, λαβαίνουνε χώρα μέσα στον κόσμο. Ο οποίος κόσμος, δεν υπάρχει λόγω φύσης, θεού, ανθρώπου, ή κάτι άλλου, αλλά αυτοεξελίσσεται σαν παιχνίδι. Δεν έχουμε δηλαδή πια ύπατο αρμοστή. Και ζούμε, και μας μένει να σκεφτούμε τον κόσμο, όχι πια σαν νόημα, όχι πια σαν κάτι το ανόητο, όπως ήταν της μόδας στα μέσα του αιώνα, αλλά σαν παιχνίδι που ξεδιπλώνεται, χωρίς γιατί, χωρίς επειδή.

Εμείς οι μοντέρνοι, δηλαδή οι κουρασμένοι κάπως, χωρίσαμε την τύχη απ’ την αναγκαιότητα. Για τους αρχαίους Έλληνες, ας πάρουμε για παράδειγμα την τραγωδία, τύχη και ανάγκη πάνε μαζί. Η τύχη, είναι η στιγμιαία έκφραση της αναγκαιότητας κι η αναγκαιότητα ήδη, εκφράζεται σε συντυχίες. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, τις λέξεις κλειδιά σαν: πλανητική σκέψη, πλανητική εποχή, παιχνίδι του κόσμου. Δεν τις υποτάσσω ούτε στην τύχη, ούτε στην αναγκαιότητα. Γιατί η ερμηνεία των πραγμάτων και των ανθρώπων ως προϊόν της αναγκαιότητας, ή ως προϊόν της τύχης, είναι μια δευτερογενής, ή τριτογενής ερμηνεία, που δεν έχει και πολλή σημασία.

«Πρόσωπα και θέματα» 1993.  Συνέντευξη: Σωτήρης Ζήκος    Απομαγνητοφώνηση/Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος

Το Διαρκές Τέλος

Δεν αρνούμαι τις όλες έννοιες ή κατηγορίες της φιλοσοφίας στην λογική τους έννοια, αλλά τις εντάσσω σε ένα ανοιχτό πλαίσιο, όπου φαίνονται όλες διασπασμένες. Όπου εξασκούν ακόμα μια κυριαρχία, αλλά μια κυριαρχία σπασμένη. Η παγκόσμια ιστορία, από τότε που την σκέφτηκαν σαν τέτοια, ήτανε ιστορία του νοήματος. Ο άνθρωπος βάδιζε προς ένα σκοπό, καλό ή κακό. Η κοινωνία το ίδιο. Απέναντι σ’ αυτές τις αφελείς, όσο κι αν υπήρξαν κάποια στιγμή μεγαλοφυείς, αφελείς απαντήσεις, αντιτάσσω το τέλος των τελειοποιημένων εννοιών. Το τέλος του προγραμματισμένου ανθρώπου. Το τέλος της συστηματικής φιλοσοφίας, τέτοια όπως αναπτύχθηκε. Μόνο που, αυτό το τέλος, που το βλέπουμε πάντα με πανικό -το βλέπω σε μια αίθουσα όταν μιλάω, οι άνθρωποι συγχύζονται, τρομάζουν. Αυτό το τέλος θα κρατήσει χιλιετηρίδες ολόκληρες, ωσότου να εξαντλήσει όλα τα προηγούμενα μηνύματα. Ωσότου φτάσει σε μια κατάσταση όπου θα μπορεί να ξεπηδήσει μια σκέψη, την οποία προσπαθώ να προβλέψω και να επεξεργαστώ.

Ένα τέλος με την έννοια ότι δεν εμφανίζεται τίποτα, το ριζικά καινούριο. Ό,τι γεγονότα κι αν γίνουνε στη Ρωσία, ή όπως θα λέγαμε πριν λίγα χρόνια: στη Σοβιετική Ρωσία, στα χίλια επόμενα χρόνια, βρίσκονται ήδη καταγεγραμμένα στα καταστατικά της Γαλλικής Επανάστασης. Με αυτήν την έννοια εννοώ το τέλος της πολιτικής. Αναβιώνει παλαιά σχήματα, θα διαρκέσει χιλιετηρίδες με τη μικρή της πάλη, ανάμεσα στην αριστερά, τη δεξιά, το κέντρο, την άκρα δεξιά, την άκρα αριστερά. Δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει τίποτα το ριζικά καινούριο και υπογραμμίζω το ριζικά. Θα είναι απλώς μετατροπές της Γαλλικής Επανάστασης και του βασικού ζεύγους, που συγκροτεί όλη την Γαλλική Επανάσταση. Την επανάσταση δηλαδή, του Ροβεσπιέρου και την ανόρθωση του Ναπολέοντα.

Θα έλεγα ότι οι άνθρωποι θα ‘πρεπε να τρομάζουν ακόμα πιο πολύ. Προς το παρόν, ανάμεσα απ’ την εργασία και τους τρόπους διασκέδασης που λέμε, δεν το αντιμετωπίζουν. «Θα ‘πρεπε», από πού έρχεται αυτό το κέλευσμα του θα ‘πρεπε; Η πηγή του μένει ανοιχτή, και επιβάλλεται απλώς σε μερικούς στοχαστές και ποιητές. Θα ‘πρεπε λοιπόν οι άνθρωποι να συγκλονιστούν ως τα μύχια και να ζήσουν ως το τέλος, αυτό το τέλος τους. Για να μπορέσει, μετά από μια καμπή, ο κυρίαρχος αυτός δρόμος, που πάει από τους Αιγύπτιους ως τον μεσοπόλεμο, να πάρει μια στροφή. Το ποια θα είναι αυτή η στροφή, δεν μπορούμε παρά να την προβλέψουμε και να την προδούμε, πολύ αχνά όμως, και μη κολλώντας στις λέξεις με τα παλαιότερά τους νοήματα, αλλά βλέποντας τι νεώτερο περιέχουν.

Παλιά υπήρχανε κλειστά συστήματα, μερικές φορές και με ορισμένα ανοίγματα. Λέγανε στον άνθρωπο σχεδόν πως πρέπει να γεννιέται, να βαπτίζεται. Πως πρέπει να συνουσιάζεται, πως πρέπει να κάνει οικογένεια, πως πρέπει να πεθαίνει, πως θα είναι η μετέπειτα ζωή. Όλα αυτά τα θεωρώ παραμύθια για μικρά παιδιά που έπαιξαν όμως, έναν παγκόσμιο ρόλο. Τον παγκόσμιό τους ρόλο δεν τον αμφισβητώ. Βάζω όμως μπροστά σε όλες αυτές τις στιγμές ένα ερωτηματικό και προσπαθώ να μιλήσω μια γλώσσα που δεν κατονομάζει το πράγμα καθηλώνοντάς το. Δεν μπορεί να πει κανείς: είναι δικό μου το ποτήρι, δική μου η γυναίκα μου, δική μου η πατρίδα μου, ή –πιο κοντά μου- δική μου η σκέψη μου. Η σκέψη μου δεν είναι δική μου κι αυτό δεν είναι ούτε καν προφητεία. Ο Ρεμπώ, ήδη είχε γράψει, είχε πει: Το Εγώ, είναι ένας Άλλος. Είναι κάτι άλλο που μας διαπερνάει. Είναι το: Αυτό, που δεν υπακούει πια στους παλιούς προσδιορισμούς.

Το Εγώ και το Μου

Χρειάζεται να δείξουμε πιο πολλή απλότητα, αλλιώς ειπωμένο: να ξεπεράσουμε την θετικότητα και την ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος λέει: Εγώ θέλω. Δεν είναι το «εγώ» που θέλει, αλλά κάτι που διαπερνάει το εγώ και το κάνει να θέλει. Ο άνθρωπος λέει: Το τάδε πράγμα είναι δικό μου. Το τάδε πράγμα δεν είναι δικό μας, εμείς περισσότερο είμαστε υπόθεση του πράγματος. Χαμογελάω πάντα ειρωνικά άμα βλέπω να γράφονται σε εφημερίδες, σε περιοδικά, σε σοβαρότατα φιλοσοφικά συγγράμματα, ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχήσει της τεχνικής. Αυτό είναι μια καθαρή ανοησία. Η τεχνική δεν είναι ιδιοκτησία του ανθρώπου. Η τεχνική διαπερνάει τον άνθρωπο, τον οδηγεί κι αυτή προς ένα ορισμένο άνοιγμα και δεν είναι κτήμα του. Ότι, δηλαδή, το κτητικό που κυριάρχησε ως τα τώρα, και δηλώνεται με την σύντομη λέξη «μου», σπάει σε χίλια κομμάτια και μας κάνει να βρισκόμαστε μπροστά σε μία ολότητα, που είναι ολότητα-σύνολο αποσπασματικότητας και σύγχρονα το τίποτα και το μηδέν.

Ο κόσμος ο ίδιος -όταν λέω κόσμος, δεν εννοώ το εδώ, το σύνολο του φυσικού κόσμου και του ιστορικόκοινωνικού- δεν έχει γιατί, δεν έχει επειδή. Οι μεγάλοι στοχαστές, τουλάχιστον από τον Πλάτωνα και πέρα, του θέσανε θεμέλια. Είπαν: θεμέλιο του όντος είναι η ιδέα. Η ενέργεια, στον Αριστοτέλη. Ο Θεός, στους χριστιανούς. Το εγώ, στους μοντέρνους. Εγώ λέω ότι όλα αυτά δεν έχουν σκοπό, χωρίς αυτό πάλι να σημαίνει πως είναι άσχετα ή άσκοπα. Ξετυλίγονται χωρίς γιατί και χωρίς επειδή. Αυτό είναι ακριβώς ένα άνοιγμα, που μας επιτρέπει να σκεφτούμε και να δράσουμε με έναν τρόπο, που δεν τον εγκλωβίζει η παραδοσιακή μεταφυσική-λογική-ηθική.

Η σκέψη που κατά καιρούς με επισκέπτεται θα ‘λεγα ότι δεν θέτει αυτά τα όρια. Δημιουργεί άλλου τύπου φιλικές σχέσεις, άλλου τύπου ερωτικές σχέσεις. Επί χρόνια και χρόνια που δίδαξα φιλοσοφία στο Παρισινό Πανεπιστήμιο, δεν βαθμολογούσα εγώ τους φοιτητές μου, τους έβαζα να αυτό-βαθμολογούνται. Σε οποιαδήποτε ερωτική ή φιλική σχέση, δεν θα πω ποτέ: οι φίλοι Μου, η γυναίκα Μου. Αφήνω ίσα-ίσα, ν’ ανοιχτεί η σχέση προς αυτόν τον ανοιχτό χωροχρόνο, χωρίς γιατί και χωρίς επειδή. Θα μου πείτε για το τίποτα; Αν μου πείτε για το τίποτα, θα πω, για το όλον. Αν μου πείτε για το όλον,  θα πω για το τίποτα.

Είναι υπόθεση του κάθε ανθρώπου, το πώς να απαγκιστρωθεί από ό,τι έχει γίνει ασφυκτικό και πώς να ανοιχτεί στο άνοιγμα. Ο λεγόμενος στοχαστής -ο τίτλος ήδη είναι πομπώδης- δεν μπορεί να χαράξει τους δρόμους. Ανήκει στα έξι δισεκατομμύρια ανθρώπων. Να δουν οι ίδιοι αν θα ζήσουνε χιλιάδες χρόνια σε μια βασική αποβλάκωση ή αν θα αφήσουνε ανοιχτό ένα χωροχρόνο, που και που να εμφανίζονται ποιητικά και στοχαστικά μετέωρα ή να λαμβάνουν χώρο ποιητικές πράξεις.

____________
Από την ραδιοφωνική εκπομπή: «Πρόσωπα και θέματα» 1993.
Συνέντευξη: Σωτήρης Ζήκος

Προτάσεις