Οι άνθρωποι του παρασκηνίου, Κεντρική Τράπεζα - Zeitgeist

Κεντρική Τράπεζα Αμερικής, Zeitgeist

Οι άνθρωποι του παρασκηνίου - Zeitgeist

Απομαγνητοφώνηση/Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος


«Αυτό που βρίσκετε πίσω από τον θρόνο είναι σημαντικότερο κι από τον ίδιο τον βασιλιά»
-Sir William Pitt, House of Lords - 1770

Το 1775, ξεκινάει ο αμερικανικός επαναστατικός αγώνας, αφού οι αμερικανικές αποικίες στόχευαν να αποσχιστούν από την Αγγλία και την καταπιεστική της μοναρχία. Αν και πολλά είναι τα αίτια της επανάστασης, ένα ξεχωρίζει ως βασικό. Το γεγονός ότι ο Γεώργιος ο 3ος της Αγγλίας, κήρυξε παράνομο το άτοκο, ανεξάρτητο συνάλλαγμα, που εξέδιδαν και χρησιμοποιούσαν οι ίδιες οι αποικίες. Με αυτή του την ενέργεια, ανάγκασε τις αποκίες να δανειστούν χρήματα από την Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας με τόκο, καθιστώντας τες άμεσα χρεωμένες. Κι όπως αργότερα έγραψε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος: «Η άρνηση του βασιλέα Γεωργίου να επιτρέψει στις αποικίες να διατηρούν ένα τίμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που απελευθέρωνε τον συνηθισμένο άνθρωπο από τα νύχια των αδίστακτων πιστωτών, ήταν κατά πάση πιθανότητα ο κύριος λόγος της επανάστασης». Το 1793, η Αμερική κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Αγγλία. Παρόλα αυτά, η μάχη ενάντια στο καθεστώς της Κεντρικής Τράπεζας και τους διεφθαρμένους, άπληστους ανθρώπους, που σχετίζονταν με αυτήν είχε μόλις ξεκινήσει.

Τι είναι μία Κεντρική Τράπεζα

Η Κεντρική Τράπεζα είναι ένα ίδρυμα που παράγει το νόμισμα ενός ολόκληρου έθνους. Βάσει ιστορικού προηγουμένου δύο είναι οι βασικές λειτουργίες της: Ο έλεγχος του επιτοκίου κι ο έλεγχος της νομισματικής κυκλοφορίας ή αλλιώς του πληθωρισμού. Η Κεντρική Τράπεζα δεν παρέχει απλά χρήματα στην οικονομία μιας κυβερνήσεως, αλλά τα δανείζει με τόκο. Έπειτα, μέσω της διαδικασίας αύξησης και μείωσης της νομισματικής κυκλοφορίας, η Κεντρική Τράπεζα ρυθμίζει την αξία του χρήματος που χρησιμοποιείται. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ολόκληρη η δομή αυτού του συστήματος, μακροπρόθεσμα δημιουργεί μονάχα ένα πράγμα: Χρέος.

Κάθε δολάριο που τυπώνεται από την Κεντρική Τράπεζα, δανείζεται με τόκο. Αυτό σημαίνει ότι, κάθε δολάριο που τυπώνεται, είναι στην ουσία ένα δολάριο συν ένα καθορισμένο ποσοστό χρέους σε αυτό το δολάριο. Εφόσον η Κεντρική Τράπεζα έχει το μονοπώλιο στην παραγωγή του συναλλάγματος για ολόκληρη τη χώρα και δανείζει το κάθε δολάριο με κάποιο χρέος εξ αρχής σε αυτό, πού βρίσκουν τα λεφτά οι δανειζόμενοι για να πληρώσουν το χρέος; Πουθενά αλλού πέρα από την Κεντρική Τράπεζα. Που σημαίνει, ότι πρέπει να αυξάνει συνεχώς την κυκλοφορία χρήματος για να καλύψει τα τρέχοντα χρέη, που με την σειρά τους –μιας και τα νέα χρήματα δανείζονται επίσης με τόκο- δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερο χρέος. Το τελικό αποτέλεσμα αυτού του συστήματος είναι αναπόφευκτα η δουλεία. Καθότι είναι αδύνατο για την κυβέρνηση και κατά συνέπεια για το κοινό, να γλυτώσουν από το αναγεννώμενο χρέος. Οι Εθνοπατέρες μας το ήξεραν καλά αυτό.

«Πιστεύω ότι τα τραπεζικά συστήματα είναι πιο επικίνδυνα κι από στρατούς… Αν ο αμερικανικός λαός επιτρέψει ποτέ σε ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν την νομισματική κυκλοφορία… Οι τράπεζες κι οι οργανισμοί που θα αναπτυχθούν κοντά σε αυτές, θα κλέψουν την ιδιοκτησία των ανθρώπων, μέχρι τα παιδιά τους να ξυπνήσουν άστεγα στον τόπο που κατέκτησαν οι γονείς τους».
Τόμας Τζέφερσον, 1743-1826

Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι Η.Π.Α., είχαν ήδη εφαρμόσει και απορρίψει μερικά τραπεζικά συστήματα, που εφάρμοζαν ως πηγή κέρδους αβάσταχτα επιτόκια. Εκείνη την εποχή, οι κυρίαρχες οικογένειες στον κόσμο της τραπεζικής και των επιχειρήσεων ήταν: οι Ροκφέλερς, οι Μόργκανς, οι Γουόρμπεργκς, οι Ρόθτσαϊλντς. Και στις αρχές του 1900, κατάφεραν να περάσουν άλλον έναν νόμο για να δημιουργήσουν άλλη μία Κεντρική Τράπεζα. Παρόλα αυτά, ήξεραν ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και το κοινό ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Έπρεπε να δημιουργήσουν ένα περιστατικό για να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού. Έτσι ο Τζ. Π. Μόργκαν, που θεωρούνταν ευρέως εκείνη την εποχή ως αυθεντία των οικονομικών, εκμεταλλεύτηκε την μεγάλη του επιρροή, διαδίδοντας φήμες πως μια εξέχουσα τράπεζα της Νέας Υόρκης, δεν ήταν πλέον φερέγγυα και θα πτώχευε. Ο Μόργκαν ήξερε ότι αυτό θα προκαλούσε μαζική υστερία και θα επηρέαζε και τις άλλες τράπεζες. Κι έτσι έγινε. Το κοινό από φόβο μην χάσει τα χρήματά του άρχισε μαζικές αναλήψεις. Συνέπεια των αναλήψεων ήταν να αρχίσουν οι τράπεζες να ανακαλούν τα δάνειά τους, αναγκάζοντας τους δανειζόμενους να πουλήσουν τις ιδιοκτησίες τους. Έτσι ξεκίνησε μια σειρά πτωχεύσεων, κατασχέσεων και αναταραχών.

Μερικά χρόνια μετά, ενώνοντας τα κομμάτια ο Φρέντρικ Αλεν, απ’ το περιοδικό Λάιφ, έγραψε: «Τα επιτόκια Μόργκαν εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να επισπεύσουν τον πανικό (του 1907), κατευθύνοντας τον πανέξυπνα καθώς εξελισσόταν». Λόγω άγνοιας της απάτης, ο πανικός του 1907 οδήγησε σε έρευνες από το Κογκρέσο με επικεφαλής τον Γερουσιαστή Νέλσον Άλντριχ, που είχε φιλικούς δεσμούς με τα τραπεζικά καρτέλ και που έπειτα έγινε μέλος της οικογένειας Ροκφέλερ με γάμο. Η επιτροπή υπό την ηγεσία του Άλντριχ, πρότεινε την δημιουργία μιας Κεντρικής Τράπεζας ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον παρόμοια κρίση με του 1907. Ήταν η σπίθα που χρειάζονταν οι τραπεζίτες για να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Το 1910 μια μυστική συνάντηση έλαβε χώρα στην ιδιοκτησία του Τζ. Π. Μόργκαν, στο νησί Τζέκυλ στις ακτές της Τζόρτζια. Εκεί γράφτηκε ο νόμος για την Κεντρική Τράπεζα, γνωστός και ως: σύστημα Ομοσπονδιακών Τραπεζών. Αυτός ο νόμος γράφτηκε από τραπεζίτες κι όχι από νομοθέτες. Ήταν τόσο μυστική αυτή η συνάντηση, τόσο κρυφή από την κυβέρνηση κι από το κοινό, που οι δέκα που παρίσταντο δήλωναν άλλο όνομα μέχρι να φτάσουν εκεί. Αφού συντέθηκε το νομοσχέδιο, παρεδόθη στον πολιτικό τους εκπρόσωπο, τον γερουσιαστή Νέλσον Άλντριχ, για να το περάσει από το Κογκρέσο. Και το 1913, με μεγάλη χρηματοδότηση από τους τραπεζίτες, ο Γούντροου Γουίλσον έγινε πρόεδρος, έχοντας δεχτεί το νομοσχέδιο για την Κεντρική Τράπεζα με αντάλλαγμα την χρηματοδότηση του προεκλογικού του αγώνα. Δύο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ενώ τα περισσότερα μέλη του Κογκρέσου ήταν σπίτια τους με τις οικογένειές τους, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για την Κεντρική Τράπεζα κι ο Γουίλσον το έκανε νόμο. Μετά από χρόνια, ο Γ. Γουίλσον έγραψε μετανιωμένος: Το τραπεζικό μας σύστημα είναι στα χέρια λίγων. Η ανάπτυξη του έθνους, συνεπώς και καθενός ανθρώπου ανεξάρτητα, είναι στα χέρια λίγων ανθρώπων, οι οποίοι εσκεμμένα καθυστερούν, σταματούν και καταστρέφουν την γνήσια οικονομική ελευθερία. Έχουμε καταντήσει ένα από τα χειρότερα διαχειριζόμενα, ένα από τα πιο ελεγχόμενα κράτη του σύγχρονου κόσμου. Δεν είμαστε πλέον κράτος ελεύθερης γνώμης, πεποιθήσεων και εκλογής από την πλειοψηφία, αλλά ένα κράτος ελεγχόμενο από τις απόψεις και την επιβολή μιας μικρής ομάδας ισχυρών ατόμων. Ο Λουίς Μακ Φάντεν, έγραψε την αλήθεια μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου: «Φτιάξανε ένα παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Μια υπερπολιτεία ελεγχόμενη από τραπεζίτες, που όλοι μαζί ενεργούν για την υποδούλωση του κόσμου, για την δική τους ευχαρίστησή. Η Κεντρική Τράπεζα υποσκέλισε την κυβέρνηση». Στο κοινό, είπαν ότι το σύστημα Ομοσπονδιακών Τραπεζών ήταν ένας οικονομικός σταθεροποιητής κι ότι ο πληθωρισμός κι οι οικονομικές κρίσεις, θα ανήκαν στο παρελθόν.

Από το 1914 ως το 1919, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε την κυκλοφορία χρήματος σχεδόν 100%, γεγονός που οδήγησε σε εκτεταμένο δανεισμό των μικρών τραπεζών και του κοινού. Το 1920 η Κεντρική Τράπεζα ανακάλεσε μεγάλο ποσοστό του κυκλοφορούντος χρήματος. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες άρχισαν να ανακαλούν τεράστιο αριθμό δανείων κι ακριβώς όπως το 1907, σημειώθηκαν μαζικές αναλήψεις, χρεοκοπίες κι υποτιμήσεις. Περισσότερες από 540 ανταγωνιστικές τράπεζες έξω από το σύστημα Ομοσπονδιακών Τραπεζών κατέρρευσαν, εδραιώνοντας περισσότερο το μονοπώλιο της ομάδας διεθνών τραπεζιτών. Γνωρίζοντας αυτό το έγκλημα, ο Λίντμπερθ, μέλος του Κογκρέσου, είπε το 1921: «Με τον νόμο για την Κεντρική Τράπεζα, δημιουργούνται πανικοί με επιστημονικό τρόπο. Ο τωρινός πανικός είναι ο πρώτος επιστημονικά δημιουργημένος, υπολογισμένος όπως ακριβώς λύνουμε μια μαθηματική εξίσωση».

Ο πανικός του 1920 ήταν απλά η «προθέρμανση». Από το 1921 μέχρι το 1929, η Κεντρική Τράπεζα αύξησε και πάλι την νομισματική κυκλοφορία, με αποτέλεσμα, για άλλη μια φορά, εκτεταμένα δάνεια σε κοινό και τράπεζες. Δημιουργήθηκε και ένας νέος τύπος δανείου στο χρηματιστήριο, το περιθωριακό δάνειο. Πολύ απλά, επέτρεπε στον επενδυτή να συνεισφέρει το 10% της τιμής της μετοχής και το άλλο 90% το αναλάμβανε ο χρηματιστής. Με άλλα λόγια, μπορούσε κάποιος να έχει 1000$ σε μετοχές, πληρώνοντας μόνο 100$. Αυτή η μέθοδος ήταν πολύ διαδεδομένη τη δεκαετία του 1920, αφού όλοι κέρδιζαν χρήματα από το χρηματιστήριο. Όμως, υπήρχε μια παγίδα σε αυτό το δάνειο. Μπορούσε να απαιτηθεί για εξόφληση οποτεδήποτε κι έπρεπε να πληρωθεί μέσα σε 24 ώρες. Αυτό ονομάστηκε «περιθωριακή αναγγελία» και το συχνότερο αποτέλεσμά της ήταν η πώληση των μετοχών που αγοράστηκαν με το δάνειο. Έτσι, μερικούς μήνες πριν τον Οκτώβριο του 1929, οι Τζ. Ντ. Ροκφέλερ, Μπέρναντ Μπάροχ και άλλοι κομπιναδόροι του χρηματιστηρίου, αθόρυβα αποχώρησαν από την αγορά. Στις 24 Οκτωβρίου 1929, οι κεφαλαιούχοι που είχαν προμηθεύσει τα περιθωριακά δάνεια, άρχισαν να ζητούν να πληρωθούν μαζικά. Αυτό οδήγησε σε ένα άμεσο ξεπούλημα από όσους έπρεπε να αποπληρώσουν τα περιθωριακά δάνεια. Προκάλεσε και μαζικές αναλήψεις, οδηγώντας σε κατάρρευση πάνω από 16.000 τράπεζες. Επιτρέποντας στους διεθνείς τραπεζίτες, όχι μόνο να αγοράσουν τις ανταγωνιστικές τράπεζες που χρεοκόπησαν, αλλά κι ολόκληρες επιχειρήσεις σε εξευτελιστικές τιμές. Ήταν η μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία της Αμερικής, αλλά δεν σταμάτησαν εκεί. Αντί να επανακυκλοφορήσουν τα χρήματα που είχαν μαζέψει πριν από αυτήν την οικονομική καταστροφή, η Κεντρική Τράπεζα διατήρησε σταθερή την νομισματική κυκλοφορία, τροφοδοτώντας μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές υφέσεις της ιστορίας.

Εξοργισμένος για άλλη μια φορά, ο Λούις Μακ Φάντεν, ένας σταθερός πολέμιος των τραπεζικών καρτέλ, άρχισε να συντάσσει κατηγορητήριο εναντίον της επιτροπής ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας. Λέγοντας για την κατάρρευση και την ύφεση: «Ήταν ένα πολύ προσεκτικά σχεδιασμένο περιστατικό. Οι διεθνείς τραπεζίτες στόχευαν να δημιουργήσουν μία κατάσταση απελπισίας, ώστε να αναδειχθούν κυρίαρχοι όλων μας». Όχι και τόσο απρόσμενα,  μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρας δολοφονίας ο Μακ Φάντεν δηλητηριάστηκε, προτού καταφέρει να προωθήσει το κατηγορητήριό του.

Έχοντας μειώσει τον αριθμό των αντιδρώντων, οι τραπεζίτες της Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισαν ότι έπρεπε να αρθεί και η μετατρεψιμότητα σε χρυσό. Για να το πετύχουν αυτό, έπρεπε να μαζέψουν τον εναπομείναντα χρυσό της οικονομίας. Έτσι, με το πρόσχημα της «αρωγής για έξοδο από την ύφεση» προχώρησαν το 1933, στην κατάσχεση του χρυσού. Υπό την απειλή της 10ετούς φυλάκισης, όλοι στην Αμερική υποχρεούνταν να παραδώσουν στο Θησαυροφυλάκιο, όσες χρυσές ράβδους διέθεταν. Κλέβοντας ουσιαστικά από το κοινό και τα τελευταία ίχνη του πλούτου του και μέχρι το τέλος του 1933, η μετατρεψιμότητα σε χρυσό είχε καταργηθεί. Αν δείτε ένα δολάριο πριν το 1933, γράφει ότι μπορεί να εξαγοραστεί με χρυσό. Αν δείτε ένα σημερινό δολάριο, γράφει ότι είναι νόμιμο μέσο αποζημίωσης, που σημαίνει ότι δεν βασίζεται σε απολύτως τίποτα. Είναι άχρηστο χαρτί. Το μόνο που δίνει αξία στα χρήματά μας, είναι ο αριθμός που βρίσκονται σε κυκλοφορία. Συνεπώς, η δυνατότητα ελέγχου της νομισματικής κυκλοφορίας, είναι επίσης κι η δυνατότητα ελέγχου της αξίας, που με τη σειρά της είναι η δυνατότητα να καταστρέφουν ολόκληρες κοινωνίες.

«Δώστε μου την δύναμη να ελέγχω την νομισματική κυκλοφορία ενός έθνους και δεν νοιάζει ποιος φτιάχνει τους νόμους του».
Μάγιερ Άμσελ Ρόθτσαϊλντ
Ιδρυτής της δυναστείας των Ρόθτσαϊλντ

Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι μία ιδιωτική επιχείρηση. Είναι τόσο «κρατική» όσο κι οι ιδιωτικές εταιρίες διανομής. Έχει την δικιά της πολιτική και δεν υπόκειται σε περιορισμούς από την κυβέρνηση των Η.Π.Α. Είναι μια ιδιωτική τράπεζα που δανείζει χρήματα με τόκο στο κράτος, εντελώς συνεπής στο δόλιο μοντέλο κεντρικών τραπεζών. Από το οποίο μοντέλο, η χώρα επιχείρησε να ξεφύγει όταν κήρυξε την ανεξαρτησία της στον Αμερικανικό επαναστατικό αγώνα.

Φορολογία του Εισοδήματος

Γυρνώντας στο 1913, το νομοσχέδιο για την Κεντρική Τράπεζα, δεν ήταν ο μόνος αντισυνταγματικός νόμος που πέρασε από το Κογκρέσο. Πέρασαν επίσης και τον φόρο για την φορολογία του εισοδήματος. Αξίζει να αναφέρουμε το πόσο η άγνοια του αμερικανικού λαού, απέναντι στον νόμο της φορολογίας του εισοδήματος, αποτελεί απόδειξη του πόσο αποβλακωμένος και ανυποψίαστος είναι ο λαός.
-    Πρώτον: ο νόμος της φορολογίας του εισοδήματος είναι εντελώς αντισυνταγματικός, αφού είναι ένας άμεσος, μη διανεμητικός φόρος. Οι άμεσοι φόροι πρέπει να είναι διανεμητικοί για να είναι νόμιμοι, βάση του Συντάγματος.
-    Δεύτερον: ο απαραίτητος αριθμός πολιτειών για να επικυρωθεί η τροποποίηση και να περάσει ο νόμος, δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Κι αυτό έχει επισημανθεί και με σύγχρονες δικαστικές αποφάσεις.
-    Τρίτον: σήμερα σχεδόν το 35% του μέσου μισθού ενός εργάτη αποσπάται με τη μορφή φόρου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δουλεύεις 4 μήνες κάθε χρόνο για να ανταποκριθείς στη φορολογική υποχρέωση. Και μαντέψτε, που πηγαίνουν αυτά τα χρήματα; Πηγαίνουν στην αποπληρωμή των τόκων από τα λεφτά που κυκλοφορεί η δολερή Κεντρική Τράπεζα.
Πηγαίνουν στις τσέπες των διεθνών τραπεζιτών, που κατέχουν την ιδιωτική Κεντρική Τράπεζα, ένα σύστημα που δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου.

Ο πόλεμος

Από την ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας το 1913, έχουν γίνει διάφοροι μεγάλοι και μικροί πόλεμοι. Με τους τρεις σημαντικότερους να είναι ο 1ος και ο 2ος Παγκόσμιος κι ο πόλεμος του Βιετνάμ.

1ος Παγκόσμιος Πόλεμος

1ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Το 1914, ξέσπασε ευρωπαϊκός πόλεμος ανάμεσα στην Αγγλία και την Γερμανία. Οι Αμερικάνοι δεν ήθελαν να αναμιχθούν στον πόλεμο. Ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον, με την σειρά του, κήρυξε ουδετερότητα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Η.Π.Α., έψαχναν δικαιολογία για να πάρουν μέρος στον πόλεμο. Σε μια παρατήρησή του ο Υπουργός Εξωτερικών, Γουίλιαμ Τζένινγκς έγραψε: «Τα μεγάλα τραπεζικά επιτόκια ενδιαφέρονταν άμεσα για τον πόλεμο λόγω των μεγάλων ευκαιριών για τεράστια κέρδη». Το πιο επικερδές πράγμα για τους τραπεζίτες είναι ο πόλεμος. Καθότι αναγκάζει την χώρα να δανειστεί ακόμα περισσότερα χρήματα, με τόκο, από την Κεντρική Τράπεζα. Μέντορας και συμβουλάτορας του Γουίλσον ήταν ο συνταγματάρχης Έντουαρντ Χάους, ένας άνθρωπος με πολύ φιλικές σχέσεις με τους διεθνείς τραπεζίτες, οι οποίοι ήθελαν να εισέλθουν στον πόλεμο. Σε μία καταγεγραμμένη συνομιλία του συνταγματάρχη Χάους και του Σερ Έντουαρντ Γκρέι, του Υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας, σχετικά με το πώς θα έμπαινε και η Αμερική στον πόλεμο.

Ο Γκρέι ρώτησε: «Τι θα κάνουν οι Αμερικάνοι, αν οι Γερμανοί βυθίσουν ένα υπερωκεάνιό τους γεμάτο κόσμο;»
Ο Χάους απάντησε: «Πιστεύω ότι ένα κύμα αγανάκτησης θα σάρωνε τις Η.Π.Α. και αυτό θα ήταν από μόνο του αρκετό να μας ωθήσει στον πόλεμο».

Έτσι στις 7 Μαΐου του 1915, με υπόδειξη του Σερ Έντουαρντ Γκρέι, το πλοίο Λουζιτανία στάλθηκε σκόπιμα σε γερμανικά χωρικά ύδατα, όπου ήταν γνωστό ότι υπήρχαν γερμανικά πολεμικά σκάφη. Όπως ήταν αναμενόμενο, γερμανικά υποβρύχια τορπίλισαν το πλοίο, ανατινάζοντας τις αποθήκες πυρομαχικών και σκοτώνοντας 1.260 ανθρώπους. Για να καταλάβουμε καλύτερα το πόσο προσχεδιασμένη ήταν αυτή η ενέργεια: Η γερμανική πρεσβεία έβαλε αναγγελίες στους New York Times, λέγοντας στους ανθρώπους ότι αν επιβιβάζονταν στο Λουζιτανία, θα το έκαναν με δική τους ευθύνη. Μιας και, ένα πλοίο που θα έπλεε από την Αμερική στην Αγγλία μέσω εμπόλεμης ζώνης, θα ήταν εκτεθειμένο στην καταστροφή. Με την σειρά του κι όπως είχε προβλεφθεί, η βύθιση του Λουζιτανία προκάλεσε κύμα εξαγρίωσης στον Αμερικανικό πληθυσμό. Και η Αμερική εισήλθε στον πόλεμο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο 1ος Παγκόσμιος πόλεμος, στοίχισε τη ζωή σε 323.000 Αμερικάνους. Ο Τζ. Ντ. Ροκφέλερ, έβγαλε 200 εκατομμύρια δολάρια από αυτόν. Ο πόλεμος κόστισε 30 δισεκατομμύρια δολάρια στην Αμερική. Τα περισσότερα από τα οποία τα είχε δανειστεί από την Κεντρική Τράπεζα με τόκο. Αυξάνοντας έτσι κι άλλο τα κέρδη των διεθνών τραπεζιτών.

2ος Παγκόσμιος Πόλεμος

2ος Παγκόσμιος Πόλεμος

Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Ιαπωνία επιτέθηκε στον αμερικανικό στόλο στο Περλ Χάρμπορ, προκαλώντας την είσοδό της Αμερικής στον πόλεμο. Ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ν. Ρούζβελτ δήλωσε ότι η επίθεση ήταν: «μια μέρα που θα μείνει στιγματισμένη για πάντα». Μια στιγματισμένη μέρα πράγματι, αλλά όχι λόγω της φερόμενης ως απρόσμενης επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ. Μετά από 60 χρόνια, που έβγαιναν στο φως πληροφορίες, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι, όχι μόνο η επικείμενη επίθεση στο Περλ Χάρμπορ ήταν γνωστή από βδομάδες, αλλά ήταν και επιθυμητή εξ αρχής και την επεδίωξαν. Ο Ρούζβελτ, του οποίου η οικογένεια ήταν τραπεζίτες στη Νέα Υόρκη από τον 18ο αιώνα, του οποίου ο θείος, ο Φρέντερικ, ήταν στην επιτροπή της Κεντρικής Τράπεζας. Έδειχνε μεγάλη συμπάθεια στα συμφέροντα των διεθνών τραπεζιτών και το συμφέρον τους ήταν η είσοδος στον πόλεμο. Σε μια αναφορά του Χένρι Στίμσον, Υπουργού Αμύνης του Ρούζβελτ, στις 25 Νοεμβρίου 1941, κατέγραψε μια συνομιλία που είχε με τον Ρούζβελτ: «Το θέμα ήταν πως θα τους καταφέρναμε να ρίξουν την πρώτη βολή… Ήταν επιθυμητό να είναι οι Ιάπωνες αυτοί, ώστε να μην μείνει καμιά αμφιβολία για το ποιοι προκάλεσαν πρώτοι».

Στους μήνες που προηγήθηκαν της επίθεσης του Περλ Χάρμπορ, ο Ρούζβελτ έκανε ό,τι μπορούσε για να εξαγριώσει τους Ιάπωνες, μαρτυρώντας την επικείμενη αντίδραση. Σταμάτησε τις εξαγωγές πετρελαίου από την Αμερική προς την Ιαπωνία, μποϊκοτάρισε όλα τα ιαπωνικά προϊόντα στις Η.Π.Α. Δανειοδότησε δημοσίως την απολυταρχική Κίνα και παρείχε στρατιωτική βοήθεια στους Βρετανούς, τους δύο εχθρούς της Ιαπωνίας στον πόλεμο. Κάτι που είναι εντελώς αντίθετο με τους διεθνείς πολεμικούς νόμους. Στις 4 Δεκεμβρίου, τρεις μέρες πριν την επίθεση, η αυστραλιανή υπηρεσία πληροφοριών είπε στον Ρούζβελτ, ότι μια μεγάλη ιαπωνική δύναμη κατευθυνόταν προς το Περλ Χάρμπορ. Ο Ρούζβελτ τους αγνόησε. Έτσι, όπως αναμενόταν, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ σκοτώνοντας 2.400 στρατιώτες. Πριν το Περλ Χάρμπορ, το 83% των Αμερικανών δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση με τον πόλεμο. Μετά το Περλ Χάρμπορ, 1 εκατομμύριο άντρες δήλωσαν εθελοντές για τον πόλεμο.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ναζί, χρηματοδοτούνταν από δύο βασικούς φορείς: Ο ένας ήταν η I. G. Farben. Αυτή παρήγαγε το 84% των γερμανικών εκρηκτικών αλλά ακόμα και το Ζικλόν Β, που χρησιμοποιήθηκε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως για να σκοτωθούν εκατομμύρια άνθρωπο. Ένας από τους αφανείς συνεργάτες της I. G. Farben, ήταν η Στάνταρντ Όιλ του Τζ. Ντ. Ροκφέλερ. Για την ακρίβεια, τα γερμανικά αεροσκάφη δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς ένα ειδικό πρόσθετο που κατασκεύαζε η Στάνταρντ Όιλ του Ροκφέλερ. Ο σοβαρός βομβαρδισμός του Λονδίνου από την ναζιστική Γερμανία, έγινε εφικτός χάρη στην πώληση καυσίμων αξίας 20 εκατομμυρίων δολαρίων στην I. G. Farben, από την Στάνταρντ Όιλ. Αυτό είναι ένα μικρό δείγμα για το πώς οι αμερικανικές εταιρίες χρηματοδότησαν και τις δύο πλευρές του πολέμου. Ένας άλλος οργανισμός που αξίζει να αναφερθεί, ήταν η Ένωση Τραπεζικών Συνεταιρισμών της Νέας Υόρκης. Όχι μόνο χρηματοδότησαν πολλές καμπάνιες για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και παρείχαν υλική στήριξη στον πόλεμο, αλλά ξέπλεναν επίσης χρήματα για τους Ναζί. Αυτό αποδείχτηκε από τα εκατομμύρια δολάρια των Ναζί, που βρέθηκαν στα χρηματοκιβώτιά της. Η Ένωση Τραπεζικών Συνεταιρισμών έπαψε εν τέλει να λειτουργεί για παραβιάσεις του νόμου περί δοσοληψίας με τον εχθρό. Μαντέψτε ποιος ήταν από τους πρωτεργάτες και υποδιευθυντής της Τραπεζικής Ένωσης; Ο Πρέσκοτ Μπους, ο παππούς του τωρινού και φυσικά πατέρας του τέως μας Προέδρου. Έχετε το στο μυαλό σας, όταν αναλογίζεστε τις ηθικές και πολιτικές τάσεις της οικογένειας Μπους.

Βιετνάμ

Βιετνάμ

Η κήρυξη του πολέμου από τις Η.Π.Α. στο Βιετνάμ, έγινε το 1964, μετά από ένα υποτιθέμενο περιστατικό επίθεσης σε δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά, από σκάφη του Βόρειου Βιετνάμ στον Κόλπο του Τόνκιν. Αυτό είναι γνωστό ως το περιστατικό του Κόλπου του Τόνκιν. Αυτό το μεμονωμένο γεγονός αποτέλεσε το πρόσχημα για τη μαζική αποστολή στρατιωτικής δύναμης και την κατά μέτωπο σύρραξη. Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα πρόβλημα. Η επίθεση στα αμερικανικά αντιτορπιλικά δεν συνέβη ποτέ. Ήταν ένα στημένο γεγονός, για να έχουν μια δικαιολογία να ξεκινήσουν τον πόλεμο. Ο πρώην Υπουργός Αμύνης, Ρόμπερτ Μακναμάρα, δήλωσε μετά από μερικά χρόνια ότι το περιστατικό του Κόλπου του Τόνκιν, ήταν ένα λάθος. Άλλοι γνώστες και αξιωματούχοι έχουν αποκαλύψει ότι ήταν μια σκηνοθετημένη φάρσα, ένα τεράστιο ψέμα. Αφού μπήκαν στον πόλεμο, έκαναν ως συνήθως την δουλειά τους. Τον Οκτώβριο του 1966, ο Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον, κατήργησε τους περιορισμούς με το Σοβιετικό μπλοκ, γνωρίζοντας καλά ότι οι Σοβιετικοί προμήθευαν το Βόρειο Βιετνάμ με πολεμοφόδια σε ποσοστό πάνω από 80%. Φυσική συνέπεια, ήταν η χρηματοδότηση από τους Ροκφέλερ, εταιριών στην Σοβιετική Ένωση, που χρησιμοποιούνταν από τους Σοβιετικούς για την κατασκευή πολεμικού εξοπλισμού και την αποστολή του στο Βόρειο Βιετνάμ. Η χρηματοδότηση όμως και των δύο πλευρών, ήταν μονάχα η μία όψη του νομίσματος.

Το 1985, άρθηκε το απόρρητο των στρατιωτικών κανόνων εμπλοκής για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι κανόνες περιέγραφαν με λεπτομέρεια τι επιτρεπόταν και τι όχι να κάνουν οι Αμερικάνοι στον πόλεμο. Περιελάμβαναν παραλογισμούς όπως: «Οι αντί-αεροπορικές πυραυλικές εγκαταστάσεις του Βόρειου Βιετνάμ, δεν επιτρεπόταν να βομβαρδιστούν πριν εξακριβωθεί ότι είναι σε λειτουργία», «Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να καταδιωχτεί αν πέρναγε τα σύνορα του Λάος ή της Καμπότζης». Και το πιο εντυπωσιακό από όλα – Οι πιο σημαντικοί, στρατηγικοί στόχοι, δεν επιτρεπόταν να δεχτούν επίθεση, παρά μόνον έπειτα από εντολή ανώτερων στρατιωτικών αξιωματούχων. Πέραν αυτών των παράλογων περιορισμών, το Βόρειο Βιετνάμ ήταν ενήμερο για αυτούς τους περιορισμούς και μπορούσε κατά συνέπεια, να καταστρώνει την στρατηγική του βάση αυτών των περιορισμών. Γι αυτό ο πόλεμος διήρκεσε τόσο πολύ. Και το τελικό συμπέρασμα είναι αυτό: Ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν έγινε για να κερδηθεί. Έπρεπε απλά να διατηρηθεί. Αυτός ο πόλεμος για το κέρδος, στοίχισε τη ζωή σε 58.000 Αμερικανούς και 3.000.000 νεκρούς Βιετναμέζους.

____________
Πηγή:Zeitgeist

Προτάσεις