Έλλη Αλεξίου: Οι ασημαντόλογοι και περιττόλογοι άνθρωποι

Η Έλλη Αλεξίου ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος, και παιδαγωγός

Έλλη Αλεξίου: Οι ασημαντόλογοι και περιττόλογοι άνθρωποι

(απομαγνητοφώνηση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος) 

Τα μαύρα

Οι πρώτες μου εντυπώσεις στην παιδική μου ηλικία, είναι ένα σπίτι να κλαίει ντυμένο στα μαύρα. Έτσι ένιωσα τα μικρά-μικρά μου χρόνια. Είναι ακόμα λίγος ο καιρός από την τελευταία σφαγή του Ηρακλείου, που γίνεται το 1898. Και σ’ αυτήν την σφαγή κατά τραγική σύμπτωση, σφάζουν οι τούρκοι τον αδερφό της μητέρας μου, τον Κωστή, που ήταν γύρω στα είκοσι και είχε έρθει από την Αίγυπτο για να ξεκαλοκαιριάσει κοντά στις αδερφές του. Κι έτσι, εγώ κατ’ ουσίαν, μεγάλωσα μέσα σε μια πολύ βαριά ατμόσφαιρα πένθους. Ήθελα να κάνω για τις κούκλες μου κανένα ρουχαλάκι όπως κάνανε οι φίλες μου οι άλλες κι εγώ εις τα κουρέλια μας δεν έβρισκα παρά μόνο μαύρα αποκόμματα από υφάσματα, γιατί είχε γεμίσει το σπίτι με μαύρα.

Ο πατέρας μου εκείνα τα χρόνια, ήτανε στις μεγάλες του δημοσιογραφικές δραστηριότητες, γιατί κατά σειράν εξέδιδε και εξέδωσε, βοηθούμενος και συνεργαζόμενος άλλοτε με τον Βογιατζάκη, τον μετέπειτα δήμαρχο Ηρακλείου, άλλοτε με τον Κονδυλάκη, τον «Διαβάτη» του «Εμπρός». Όταν γεννήθηκα εγώ εξέδιδε το «Ηράκλειο». Δεν έμενε ποτέ έξω από τα μεγάλα ελληνικά προβλήματα κι εκείνο τον καιρό τα κρητικά. Το 1901, που ήρθε στο Ηράκλειο ο πρίγκιπας, θεωρήθηκε μεγάλο γεγονός γιατί ο πρίγκιπας ήτανε τότε ο αρραβώνας της Κρήτης για την ένωσή της με την Αθήνα, με την Ελλάδα. Και όταν ήρθε βέβαια ο πρίγκιπας, η μόνιμη κατοικία του ήταν τα Χανιά κι εγώ θυμούμαι που ήμουνα παιδί του δημοτικού σχολειού και πήγαμε να τον υποδεχτούμε έξω από τον Χανιών την πόρτα με τα πόδια, μικρά παιδιά. Οι γονείς μας όλοι κλαίγανε, κλαίγαμε όλοι με τον ερχομό του πρίγκιπα, που να ξέραμε ύστερα από λίγα χρόνια ότι θα ξεσπούσε το Θέρισσο, που ήτανε κατ’ ουσίαν μια επανάσταση αντί-πριγκιπική. Βέβαια, εν τω μεταξύ, είχαν δημιουργηθεί στο Ηράκλειο και σ’ όλη την Κρήτη τα κόμματα, οι βενιζελικοί και οι πριγκιπικοί. Κι άρχισαν τέτοιοι διωγμοί των βενιζελικών, που καταντούσαν τις οικογένειες των βενιζελικών να ζούνε μέσα σ’ ένα διαρκές ρεύμα διωγμών. Όταν δε, εξεδηλώθη η επανάσταση του Θερίσσου το 1905 κι ο πατέρας μου εδηλώθη φανατικός υπέρ του Θερίσσου, τότε βέβαια και τον πιάσανε. Και βέβαια, ήρθαν και κάνανε έρευνα εις το σπίτι μας. Εγώ τις έρευνες της αστυνομίας τις ξέρω από μικρό παιδί. Δεν μ’ ενοχλούν οι έρευνες, είναι σαν μια δυσάρεστη ποικιλία της ζωής.

Θυμούμαι, που ερχόμενη εγώ στην Αθήνα, έπεσα βέβαια σε ένα εντελώς άλλο περιβάλλον, όχι από πλευράς μόρφωσης, γιατί νομίζω ότι ο πατέρας μου δεν υστερούσε σε τίποτα από το περιβάλλον της Αθήνας που ήρθα και βρήκα. Κατοικούσε τότε η Γαλάτεια, συμβιούσε με τον Καζαντζάκη αλλά δεν είχανε ακόμα παντρευτεί επίσημα. Η Γαλάτεια, με το έτσι θέλω έμεινε κοντά στον Καζαντζάκη, προξενώντας εις τον πατέρα μου βαθύτατη θλίψη. Εμείναμε εκεί και ζήσαμε κοντά σε μόνιμη παρέα λογοτεχνών. Οι πρώτες μου γνωριμίες τότε εις τα Πατήσια, ήτανε στενά ο Ποργιώτης, ο Κονδυλάκης και ο Ζερβός και ελαφρότερα γνωστοί, που ερχόντανε όμως εις το σπίτι, ο Αυγέρης, ο Βάρναλης, αλλά μόνο σαν επισκέπτες. Έδωσα εξετάσεις, κατεβήκαμε στην Κρήτη, ακολούθησε η Γαλάτεια κι ο Νίκος μαζί μας και τότε, το καλοκαίρι εκείνο παντρεύτηκαν.

Η Δεξαμενή

Μετέπειτα, τα μετέπειτα μεταφέρονται πια απ’ τα Πατήσια εις την πλατεία της Δεξαμενής. Η Δεξαμενή δεν ήτανε τότε κέντρο Αθήνας, ήτανε περίχωρα Αθήνας κι επειδή τα νοίκια ήτανε πάρα πολύ φτωχικά, 20 δραχμές τον μήνα δίνανε και μένανε από δύο στο δωμάτιο, μαζεύτηκαν όλοι γύρω απ’ τη Δεξαμενή και οι Καζαντζάκηδες βέβαια και ο Αυγέρης και ο Βάρναλης και ο Ραφτόπουλος, όλοι οι λογοτέχνες της εποχής ήτανε θαμώνες της πλατείας Δεξαμενής. Εκεί έγραφαν. Εκεί ήταν ένα φτωχομαγέρικο που τρώγανε. Εκεί συζητούσαν ως τα μεσάνυχτα και δροσίζονταν κάτω από τα πεύκα, γιατί τότε η Δεξαμενή ήτανε γεμάτη από πεύκα και μετά τη Δεξαμενή άρχιζε το βουνό. Όλοι λένε, πως έγινε; Πως γινήκαμε όλοι άνθρωποι των γραμμάτων; Μα δεν γινήκαμε, εγεννηθήκαμε μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα. Εγώ δεν θυμάμαι ποτέ τον πατέρα μου να πει μία συζήτηση να έχει την απλοϊκότητα που έχουν σήμερα οι κουβέντες μέσα στα σπίτια. Εγώ θυμάμαι στο σπίτι μας να μη μιλάνε για τίποτε άλλο παρά μόνο για ποίηση, για αρχαίους, για μετάφραση, για γλώσσα, για εξέλιξη γλώσσας, πολύ-πολύ για μουσική, γιατί τ’ αδέρφια μου και τα δυο είχαν τελειοποιηθεί στο βιολί και στο πιάνο ο Λευτέρης. Ο ίδιος ο πατέρας μου έπαιζε πολύ ωραία κιθάρα. Κι έτσι, ήτανε μια ατμόσφαιρα ακαδημίας η οποία συνεχίστηκε ύστερα στην Αθήνα. Δηλαδή, μια ακαδημία όπου πληροφορείσαι τα μουσικά θέματα, πληροφορείσαι τα επιστημονικά θέματα. Ο μεγάλος μου αδελφός είχε σπουδάσει μηχανικός κι ο μικρός βέβαια φιλόλογος. Τα θέματα λογοτεχνίας, τα θέματα ποίησης, δηλαδή, ήτανε τα μόνιμα ζητήματα που εκουβεντιαζόντουσαν. Εγώ δεν άκουσα άλλες κουβέντες από παιδί, ούτε στο σπίτι, ούτε στην Αθήνα. Σκέφτομαι πολλές φορές, ότι αν τα παιδιά ανατρέφονταν έτσι, οι οικογένειες θα γινόντανε σαν ακαδημίες των επιστημών. Τα παιδιά τους θα μεγάλωναν μέσα στη γνώση των επιστημών, της τέχνης, της λογοτεχνίας, των καινούριων βιβλίων που εκδίδονται. Και γι’ αυτό ενοχλούμε σήμερα, που βλέπω τους ανθρώπους να ασημαντολογούν και να περιττολογούν όλη την ημέρα.

Δικτατορίες

Από πλευράς βιβλίων και τα δυο μου βιβλία εμένα τα πρώτα, το Σκληροί Αγώνες και το Παρθεναγωγείο, βγήκαν μεταξύ ’30 και ’34. Το ’30 βγήκε πρώτα το βιβλίο του αντρός μου «Οι Ξεριζωμένοι», που είναι αριστούργημα. Αυτά είναι τα γεγονότα, ώσπου ξημέρωσε η «ωραία» ημέρα των Μεταξάδων, η μαυρίλα. Πολλά κυνηγητά, πολλές φυλακίσεις, πολλά βασανιστήρια για να γίνουν οι περιώνυμες δηλώσεις μετανοίας, που νομίζω ότι κι αυτές με την μορφή που είχαν πάρει επί Μεταξά, να λέει: Αποκηρύττω μετά βδελυγμίας, είναι φρούτο της Μεταξικής δικτατορίας. Και η οποία δικτατορία του Μεταξά, συνεχίστηκε ύστερα με τη γερμανική εισβολή. Είναι τα μαύρα χρόνια, που ακολουθούσε το ένα το άλλο και υπήρχε μεταξύ τους μόνο άμυλα σε σκληρότητα, σε είδος βασανιστηρίων. Εφευρέθηκαν πολλοί τρόποι βασανισμών, να δένουνε το χέρι ψηλά έως ότου να υπάρχει κίνδυνος από τους πόνους να αρχίζει η γάγγραινα. Να βάνουνε τους ανθρώπους να τρώνε σκουλήκια. Έχουμε περιπτώσεις,  δυστυχώς, να βάνουνε άνθρωπο να φάει τα περιττώματά του. Αυτά τα ανήκουστα ανήκουνε όλα εις την εποχή του Μεταξά. Ε, τότε βέβαια, πήρανε και τη Γαλάτεια, την βασάνισαν, υπέφερε πάντοτε από νευρασθένεια, αρρώστησε. Της είπαν να κάνει δήλωση, τους είπε: κάνετε ό,τι θέλετε, έγραψαν ό,τι ήθελαν. Η Γαλάτεια μισότρελη, δεν κοιμόταν όλη νύχτα, τις μέρες που έκαμε στα κρατητήρια. Κι εμένα με πήραν τότε, κάναμε και μερικές ημέρες μαζί. Προσπαθούσα να την κάνω να συνέλθει, ήταν αδύνατον να την κάνω να συνέλθει. Πήγαινε απάνω κάτω, απάνω κάτω, όλη μέρα, όλη νύχτα κρατώντας ένα κανάτι και βρέχονταν στο κεφάλι. Της λέω μην υπογράψεις, όχι θα υπογράψω γιατί εδώ πεθαίνω από λεπτό σε λεπτό, μου λέει. Της φέραν ένα χαρτί, δεν το διάβασε, υπέγραψε. Μία δηλαδή, κτηνώδης κατάσταση, υπανθρώπων. Μία ζούγκλα από υπάνθρωπους ήτανε όλη αυτή η εποχή, ιδιαίτερα για τους αριστερούς.

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και συγγραφέας. Ήταν κόρη του λόγιου εκδότη Στυλιανού Αλεξίου. Το 1911 παντρεύτηκε τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη

Θυμάμαι στην κατοχή, γνωρίζαμε δύο φάσεις. Ενώ αρχίσαμε με θριάμβους και νίκες και δεν ξέραμε πως να χορτάσουμε τη χαρά μας. Γιατί ήταν βέβαια καταπληκτικό, η Ελλάδα η καημένη, η μικρή, η ολίγη, να νικάει και να κατατροπώνει τις ιταλικές φάλαγγες. Από αυτήν την τεράστια χαρά κι απύθμενη ικανοποίηση, περάσαμε σε μία άνευ προηγουμένου καταπίεση, στερήσεις, διωγμούς, πείνα και ανθρωποφαγία. Διότι, η ευκολία με την οποία οι Γερμανοί εκτελούσαν τους συλλαμβανόμενους δεν έχει άλλο προηγούμενο. Ίσως μόνο στα παμπάλαια χρόνια του Χαμουραμπι, 2000 π.χ, ίσως τότε να γίνονταν τέτοιες ανθρωποθυσίες. Όμως, από πλευράς πατριωτικής συναισθηματικής των Ελλήνων, εμείς νιώθαμε καλύτερα από του Μεταξά, γιατί στον Μεταξά, Έλληνες χτυπούσαν Έλληνες ενώ εδώ ήξερες, η κίνηση που κάνεις είναι σαφώς πατριωτική και σαφώς στρέφεται κατά ενός κατακτητή, που ήρθε σ’ ένα αθώο λαό, σ’ ένα πατριώτη λαό, που δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν και του γίνετε δυνάστης και εξοντωτής.

Η φοβερή πείνα, οι φοβερές στερήσεις. Παπούτσια δεν είχαμε, ξυλοπάπουτσα φοράγαμε. Τα χόρτα είχαν εξαφανιστεί ακόμα κι από τους δρόμους. Ράκοι ήσαν οι άνθρωποι. Αγνώριστοι ήσαν οι άνθρωποι. Εμείς στο σχολειό είχαμε πάψει πια να διδάσκομε. Είχαμε λάβει εντολές από το Υπουργείο της Παιδείας να μην κουράζομε καθόλου τα παιδιά και να μην τους δίνουμε καμία κατ’ οίκον εργασία. Και, να φερνόμαστε όσο το δυνατόν με ανθρωπιά και με κατανόηση με τα πάσχοντα αυτά μικρά παιδιά. Χάσαμε πολλά, τα βλέπαμε εξαντλημένα ως το τελευταίο στάδιο της εξάντλησης. Αυτές οι εμπειρίες της κατοχής της γερμανικής, καλύτερα να μένουνε μακριά από την ανθρώπινη εμπειρία. Μας ένωνε τους Έλληνες μεταξύ μας εις τον καιρό της γερμανικής κατοχής μια πιο μεγάλη δύναμη ενότητας. Και βέβαια, είμαι υπέρ των λογοτεχνών γιατί εγώ τότε βρέθηκα να είμαι οργανωμένη  με τους συγγραφείς, είχα φύγει απ’ την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση δεν είχε πια ανάγκη, είχε οργανωθεί με μεγάλο αριθμό συναδέλφων. Εβρέθηκα στους συγγραφείς και προς τιμήν τους, δεν είχαμε κανένα παράδειγμα συγγραφέα που επρόδωσε άλλον συγγραφέα.

Στον θάνατο του Παλαμά, θυμούμαι που προχωρήσανε σηκώνοντας το φέρετρο στα χέρια και φτάσανε εις τον ανοιγμένο τάφο. Θυμούμαι πολύ καλά ενώ ετοιμαζόντανε οι διαδικασίες αυτής της τραγικής σκηνής, ο Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδάει τον Εθνικό Ύμνο, εκεί πια η στιγμή είναι αλησμόνητη. Όλα τα μάτια δάκρυσαν, οι φωνές οι σπασμένες ολωνών μας από τη συγκίνηση, συνόδευαν το τραγούδι του Εθνικού Ύμνου. Και ήτανε μπροστά και οι εκπρόσωποι της γερμανικής πρεσβείας κι εγώ έλεγα μετά το τέλος του ύμνου πως θα έχουμε συλλήψεις. Έγινε αυτή η κηδεία κι έμεινε αλησμόνητη για όλα! Για όλα…

Το Ε.Α.Μ ήταν μια καταπληκτική οργάνωση. Ήρθε μια ωραία πρωία στο σπίτι μας ο Καρβούνης και μας είπε να μαζευτούμε στο σπίτι του Ρότα, να κουβεντιάσουμε. Δεν ξέραμε τι θα κουβεντιάζαμε. Πήγαμε, ήταν ο Καρβούνης, ο Αυγέρης, ο Ρότας κι εγώ, λέει: Ιδρύθηκε η τωρινή φιλική εταιρία και καλούμεθα να λάβουμε μέρος και ο καθένας εις τον κύκλο του, εις τους συγγραφείς που γνωρίζει να το αναγγείλει και να τους ρωτήσει αν θέλουν κι αυτοί να συμπεριληφθούν μέσα στην τωρινή φιλική εταιρία. Αυτό έγινε. Ε, τα παρακάτω νομίζω τα ξέρετε, όλοι οι συγγραφείς ανεξαιρέτως που αποταθήκαμε δεχθηκαν, πλην έναν ή δύο που δε δεχτήκανε να μπούνε. Άλλοι γιατί πεινάγανε, όπως ο Μυλωνογιάννης, μου λέει: «πεθαίνω κάθε μέρα απ’ την πείνα, τι αντίσταση θα κάνω;» Ε κάτι τέτοια. Ύστερα, για το αν η αντίσταση είχε και χαρές. Όχι. Χαρές τον καιρό που είχαμε τους Γερμανούς στο κεφάλι μας δεν είχε, είχε μόνο αγωνία, τρεξίματα, φόβους, αλλαγές σπιτιών, κρυψίματα χαρτιών, αλληλογραφίας, δεν είχαμε χαρές. Αλλά, όμως, μπορούμε να πούμε, ότι αυτό το γεγονός της αντίστασης και των Γερμανών, σε ‘μένα τουλάχιστον έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής μου. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί μπορώ να πω ότι 53 ημέρες βρισκόμουνα σε μία κατάσταση παραφροσύνης. 53 ημέρες γιορτάζαμε σε μια κατάσταση έξαλλη, απερίγραπτη, να έχεις αρρωστήσει από ευτυχία. Χάρη στους Γερμανούς εγνώρισα τη συνεχιζόμενη ευτυχία 50 ημερών.

Ύστερα ήρθαν οι Άγγλοι κι ύστερα ο τελευταίος δικτάτοράς μας. Ξέραμε τι είναι δικτατορία στην Ελλάδα γιατί είχαμε γνωρίσει του Μεταξά. Είναι μια βαριά υπόθεση, φοβερή για το λαό, φοβερή για τους δημοκρατικούς, φοβερή για τους προοδευτικούς ανθρώπους. Αλλά η μια δικτατορία με την άλλη είχε τεράστια διαφορά. Ο Μεταξάς ήταν πιο έξυπνος από τον Παπαδόπουλο. Ο Παπαδόπουλος ο δυστυχής, ήτανε και αγράμματος και δεν το ήξερε ότι ήτανε αγράμματος. Και με την αγραμματοσύνη του, αγνοώντας τι θα πει γραμματισμένος, πίστευε κι αυτός, επειδή όλος ο κόσμος βγάζει λόγο θα βγάλει κι αυτός. Δίνει γραμμή πορείας ο κόσμος, δίνει κι αυτός. Ήτανε ένα γλέντι. Εμείς, όταν έβγαζε λόγο ο Παπαδόπουλος μαζευόμασταν για να γλεντήσουμε την υπόθεση. Του άρεσε η γραμμή πορείας, να υποδεικνύει καθήκοντα, να μιλάει για το παρελθόν, να μιλάει για το μέλλον. Όταν έπεσε, μου φέρανε διάφορα δώρα για να μου θυμίζουνε τον Παπαδόπουλο, βέβαια, εγώ καλύτερα είχα να μην τον θυμάμαι διότι δεν είχαμε πια τα γλέντια από τους λόγους του αλλά είχαμε τ’ αποτελέσματα από τα εγκλήματά του. Την στιγμή που ήξερα εγώ την ύπαρξη ενός Μουστακλή, πως θα μπορούσα να γυρίσω πίσω σ’ αυτή τη μορφή;

Ο Σπύρος Μουστακλής ήταν Έλληνας στρατιωτικός με σημαντική αντιδικτατορική δράση και εθελοντική συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση. Βασανίστηκε άγρια από την Χούντα των Συνταγματαρχών με αποτέλεσμα την παράλυσή του

Η συγγραφή

Το μυθιστόρημα, αλλά και το πιο μικρό διήγημα, δεν το ‘γραψα ποτέ κατά παραγγελία. Λένε καμιά φορά ότι οι στρατευμένοι γράφουνε κάτω από διαταγές, εγώ γράφω μόνο από διαταγές της συνείδησής μου. Βλέπω κάτι που με ενοχλεί,  μια αδικία, μια εγκληματική συμπεριφορά, μια ανισότητα και όταν αυτό το γεγονός με βασανίζει σε σημείο τέτοιο που δεν το αντέχω, το γράφω. Αυτό είναι το έργο μου, εάν αυτό θα πει συγγραφική εργασία, ή τι θα πει, δε μπορώ να τη χαρακτηρίσω. Ούτε μπορώ και να ξεχωρίσω προτιμήσεις γιατί δεν προτιμώ τη μια δυστυχία του ανθρώπου απ’ την άλλη, δεν προτιμώ τη μια ανισότητα απ’ την άλλη. Όλες οι αδικίες μ’ ενοχλούνε κι όταν δεν τις καταγράψω νομίζω ότι τις καλύπτω, νομίζω ότι γίνομαι συνένοχος του εγκληματία. Όλο μου το έργο τέτοιο είναι. Μου λένε όλοι, τι προτιμάς; Εγώ δεν προτιμάω τίποτα, γιατί εγώ δε γράφω σαν συγγραφέας, εγώ γράφω σαν ένα κοινωνικό άτομο που πάσχει από γεγονότα και τα καταγράφει για να μην τα αποκρύπτει. Άμα βγάλουμε τα στενά βιογραφικά, όλα τ’ άλλα είναι γραμμένα κάτω από μία έντονη συνειδησιακή πίεση, είναι για να μην συμπράττω, για να μην είμαι συνένοχος γράφω, όλα, όλα.

Ένα παιδί που αγαπά πολύ εμένα και ό,τι γράφω, κάθισε και μέτρησε τα διηγήματά μου και μου λέει: έχεις γράψει 121 διηγήματα. Ε λοιπόν και τα 121 διηγήματα, εάν με ρωτήσετε ποια πίεση, ποια ανάγκη εσωτερική μου με ανάγκασε να τα γράψω, θα σας πω μία-μία τις περιπτώσεις. Ακούω να λένε: θα πάω εις την εξοχή να γράψω κάμποσα διηγήματα και δεν έχουνε τίποτα ακόμα στο μυαλό τους. Εγώ πρέπει να έχω μία πίεση για να γράψω, μπορεί να κάνω έξι μήνες να μη γράψω τίποτε, ένα χρόνο να μη γράψω τίποτε. Και μια εβδομάδα να συμβούνε δύο γεγονότα, τρία και να τα γράφω με τέτοια ένταση και με τέτοια ταχύτητα, που ακόμα να γράφω και τη νύχτα για να προλάβω να τα γράψω. Αλλά, δεν είν’ αποτέλεσμα του λογικού, το λογικό έρχεται ύστερα. Είναι αποτέλεσμα της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου. Γράφω γιατί δεν θέλω να πάσχω από ένα γεγονός, θέλω να το πω, να το βγάλω από πάνω μου. Εάν αυτό βέβαια, είναι συγγραφική λειτουργία, δεν ξέρω. Μπορεί.
  
Το δασκαλικό

Η Έλλη Αλεξίου σε νεώτερη ηλικία
Για τίποτα δεν έχω την εντύπωση ότι αγωνίστηκα μέχρι εξάντλησης. Το επάγγελμά μου το δασκαλικό, ε, ήταν το επάγγελμά μου. Οι ευθύνες του σπιτιού ήταν τα καθήκοντα της νοικοκυράς. Οι ευθύνες απέναντι στ’ αδέρφια μου ήταν ευθύνες απέναντι στ’ αδέρφια, στον πατέρα, που ήμασταν ορφανοί. Δεν καταλαβαίνω δηλαδή καλά-καλά, όταν με ρωτάνε αν κουράστηκα, δεν έχω την εντύπωση ότι κουράστηκα. Μπορώ όμως να πω για το επάγγελμά το δασκαλικό, που κανένας δεν το ‘χει μελετήσει καταβάθος, γιατί το ξέρουν μόνο αυτοί που ασχολήθηκαν με συνείδηση και με αγάπη, ότι είναι το βαρύτερο επάγγελμα. Γιατί ο δάσκαλος από τις 8 που θα μπει στην τάξη (μιλάμε πάντα για τον καλό δάσκαλο) είναι όρθιος. Είναι όρθιος και παλεύει με τα μάτια του, με τ’ αυτιά του, με τα χέρια του, με τα τετράδια που θέλουνε διόρθωση, με το μαθητή που γράφει στον πίνακα και πρέπει να τον παρακολουθεί, με ολόκληρη την τάξη που γράφει και πρέπει να παρακολουθεί αν η λειτουργία αυτής της ομαδικής εργασίας γίνεται όπως πρέπει. Κι όταν πάει σπίτι του… εγώ συχνά γύριζα σπίτι κι ο καημένος ο πατέρας μου διψούσε για λίγη κουβέντα. Μου έλεγε: πες παιδί μου τίποτα νέο, τι φέρνεις από το σχολειό; Και δεν του απαντούσα, παρά μόνο έβαζα το δάχτυλο στο στόμα και του έλεγα με τα νοήματα: δεν μπορώ, δεν έχω δυνάμεις. Είμαι σωματικά, ψυχικά εξαντλημένη. Γι’ αυτό να μην παραπονιόμαστε ποτέ ότι για τα παιδιά φταίνε οι δασκάλοι. Αγάπησα τα παιδιά και μου πρόσφεραν αυτά την ευτυχία. Σ’ όλα τα ζητήματα της ζωής, νομίζω ότι το μυστικό για να επιτύχεις είναι η αγάπη. Αγάπησα τα παιδιά, μ’ αγάπησαν και μου χάρισαν μια δυνατή χαρά στη ζωή.

Η αισιοδοξία

Αντιπαθώ τους ανθρώπους που διαρκώς κλαίγονται. Αντιπαθώ τους ανθρώπους που διαρκώς παραπονιούνται, τους μίζερους, τους γκρινιάρηδες. Μέσα μου υπάρχει μία δύναμης χαράς ανεξάντλητης. Μία δύναμης αντιμετώπισης των πάντων με εύθυμο τρόπο, με κέφι, με γέλιο, με γλέντι. Να είναι του Κρητικού; Μπορεί. Νομίζω ότι οι Κρήτες έχομε αυτό το αγαθό. Πάντως, δεν δέχομαι ότι μία αντιξοότητα στη ζωή πρέπει να δημιουργεί στον άνθρωπο το αξεπέραστο, το απελπισμένο, το δύστυχο. Ζω μέσα σε ένα διαρκές κέφι. Τώρα είμαι 90 χρονώ, είμαι κατ’ ενθουσιασμένη. Γιατί να είμαι στεναχωρημένη; Κι αν πεθάνω, θα περάσω σ’ έναν ιδεώδη ύπνο. Κι αν πάλι ζω, ακόμα καλύτερα, υπάρχουνε πολλοί άνθρωποι που ζούνε 90 χρονώ; Λοιπόν, γιατί να κλαίγομαι; Έχω μία καταπληκτική αισιοδοξία σε όλη μου τη ζωή.

____________
Παραγωγή: Ε.Ρ.Τ  Α.Ε
Από την εκπομπή: «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ»

 

Προτάσεις