Νόαμ Τσόμσκι: Το γενικό κοινό των Άξεστων και Ηλίθιων

Ο Νόαμ Τσόμσκι, γενν. 7 Δεκεμβρίου 1928, είναι Αμερικανός καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (MIT). Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων και άρθρων, ενώ έχει δώσει και εκτενείς διαλέξεις επάνω σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων τα οποία περιλαμβάνουν τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία και την ιστορία της διανόησης. Επίσης, ο Τσόμσκι έχει πλούσιο ιστορικό πολιτικού ακτιβισμού από τη δεκαετία του '60 κι έπειτα, με πληθώρα βιβλίων τα οποία επικρίνουν κυρίως την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ με δήλωσή του τοποθέτησε ιδεολογικά τον εαυτό του στον αναρχικό χώρο, αν και κατά καιρούς έχουν σχολιαστεί οι φιλελεύθερες καταβολές της πολιτικής του σκέψης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, απ' όπου αποφοίτησε με πτυχίο φιλοσοφίας το 1949 και με μεταπτυχιακό στη γλωσσολογία το 1951. Η συνεργασία του εκεί με τον διάσημο γλωσσολόγο Zellig Harris έθεσε τις βάσεις για τις μετέπειτα θεωρίες του στη γλωσσολογία και την πολιτική του σκέψη.

 Νόαμ Τσόμσκι: Το γενικό κοινό των Άξεστων και Ηλίθιων

[κλικ στα ακουστικά 🎧 για να ακούσεις το άρθρο]

(απομαγνητοφώνηση: Κωνσταντίνος Σύρμος)


Αν κάποιος δουλεύει κατά παραγγελία ή κάτω από πίεση, μπορεί να θαυμάζουμε αυτό που κάνει αλλά απεχθανόμαστε αυτό που είναι. Γιατί είναι μηχανή κι εμείς θέλουμε ανθρώπινους ανθρώπους. Το ίδιο λέει κι ο Άνταμ Σμιθ, που κατέκρινε έντονα τον καταμερισμό εργασίας. Στην αρχή του «Πλούτου των Εθνών» τον εξυμνούσε αλλά προς το τέλος κατέκρινε τον καταμερισμό της εργασίας, γιατί, λέει, πως αν τον αφήσουμε να συνεχιστεί οι άνθρωποι θα γίνουν εντελώς ηλίθιοι κι άξεστοι. Γιατί θα έχουν μόνο μηχανικές λειτουργίες κατ’ εντολή και σ’ ένα πολύ περιορισμένο χώρο. Κι αυτό που είσαι: η ευφυΐα σου, τ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά σου, προέρχεται από τις επιλογές που σου προσφέρονται στο να εκτελείς παραγωγικές, δημιουργικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, σ’ ελεύθερη συνεργασία με άλλους. Αφού είμαστε κοινωνικά όντα αλλά όχι κάτω από μία εξωτερική πίεση. Κάθε πολιτισμένη κοινωνία πρέπει να το εμποδίσει αυτό.

Η Ελευθερία της Ανθρώπινης Βούλησης

Τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Διαφωτισμού και της επαναστατικής θεωρίας της ελεύθερης βούλησης, ο Γ. Φον Χούμπολντ κι ο Ρουσσώ, ασχολήθηκαν μ’ αυτά τα θέματα. Κατανοούσαν και προσπαθούσαν να εκφράσουν με τρόπο κατανοητό για την εποχή τους την ιδέα πως, ουσιαστικά, η γλώσσα είναι απεριόριστη, πως είναι η έκφραση της ανθρώπινης δημιουργικότητας − που είναι και κύρια Καρτεσιανή ιδέα και πέρασε σ’ αυτούς απ’ το ρασιοναλισμό και το ρομαντισμό. Ενδιαφέρονται κι οι δυο τους για την ανθρώπινη απελευθέρωση και προσπαθούν να τα συνδέσουν αυτά λέγοντας πως: στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, αυτό που αντανακλάται στη νοητική της πλευρά, είναι η ικανότητα να παράγει, να κατανοεί και να εκφράζει νέες σκέψεις χωρίς περιορισμό και χωρίς έλεγχο, όπως η γλώσσα. Άρα, το σημαντικό είναι πως η χρήση της γλώσσας δεν καθορίζεται από την κοινωνική μας κατάσταση αλλά βγαίνει σαν πράξη καθαρής βούλησης, πάντα πρωτότυπη. Το να εκφράζουμε σκέψεις νέες για μας και για τους άλλους, αλλά καταληπτές και συνεπείς, αυτό είναι το θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Για τους Καρτεσιανούς μάλιστα, ήταν το μέτρο του νου, εκεί ακριβώς που το ανθρώπινο μυαλό διέφερε από μια μηχανή. Στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης υπάρχει κι αυτό που ο Μπακούνιν ονόμασε ένστικτο για ελευθερία. Δηλαδή η ανάγκη για συμμετοχή σ’ ελεύθερη, δημιουργική δουλειά. Για τον Χούμπολντ, η δουλειά μας είναι στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Θέλουμε μια τίμια, δημιουργική εργασία σε συνεργασία, αλλά εθελοντική συνεργασία με άλλους που να μην υπόκειται σε εξωτερικό έλεγχο. Αυτά τα θέματα έχουν ως επί το πλείστον ξεχαστεί. Τα συστήματα της αγοράς που εξελίχτηκαν τον 19ο αιώνα τα απέρριψαν όλα αυτά. Αυτά τα συστήματα θα προκαλούσαν φρίκη στον Άνταμ Σμιθ, γιατί για ορισμένους σαν τον Μάλθους ή τον Ρικάρντο. Η αντίληψη του ανθρώπου σαν ελεύθερου δημιουργικού ατόμου με εγγενή δικαιώματα απ’ τη φύση του, έχει εξαφανιστεί κι οι άνθρωποι δεν έχουν πια καμιά άλλη αξία παρά την αξία που έχει η εργασία τους στην αγορά. Αν η εργασία σου δεν έχει αξία στην αγορά τότε δεν έχεις το δικαίωμα να ζεις! Έτσι το τοποθετούσαν. Ένα άτομο δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από την πώληση της εργατικής του δύναμης μέσα στο σύστημα της αγοράς.

Οι δομές που εξελίχτηκαν είναι ολοκληρωτικές, συντεχνιακές. Άρα, οι μοντέρνες προεκτάσεις του κλασικού φιλελευθερισμού είναι αντίθετες προς τη θεωρία της ελεύθερης βούλησης. Οι ιδεολογίες όμως αλλάζουν κι αλλάζουν κι οι διανοούμενοι. Αυτή η παράδοση αν δεν έχει εκλείψει, έχει περιθωριοποιηθεί. Πάντως εξακολουθεί να υπάρχει και μπορεί να αναβιώσει. Παρέμεινε ζωντανή στην αναρχική παράδοση και σε τμήματα της ανεξάρτητης αριστεράς. Στην Αμερική βρίσκουμε ίχνη της ως την εποχή του Τζον Ντιούι, που πιθανόν να μην ήξερε τίποτα γι’ αυτά τα θέματα, αλλά ξεκινώντας από αλλού έφτασε στα ίδια συμπεράσματα. Στη σύλληψη της ιδέας της δημοκρατίας σαν μια αξία, που δίνει την ευκαιρία στους ανθρώπους ν’ απελευθερωθούν και πρέπει να το κάνουν, αφού είναι στον πυρήνα της ύπαρξης. Δυστυχώς, στο σύγχρονο κόσμο δεν θ’ ακούσετε πια τέτοιες απόψεις. Αλλά πιστεύω πως είναι σημαντικές και πρέπει ν’ αναβιώσουν.

Μαρξ

Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν μια πολύπλοκη προσωπικότητα. Αν διαβάσετε τα φιλοσοφικά χειρόγραφα του νεαρού Μαρξ, πηγάζουν από τον Γαλλικό και Γερμανικό ρομαντισμό. Επομένως, το είδος των ιδεών που βρίσκετε στον Χούμπολντ και στην φιλελεύθερη πλευρά του Ρουσσώ −γιατί κι αυτός ήταν διχασμένος – το «Περί της προέλευσης της ανισότητας» και τα γραπτά του Χούμπολντ, μ’ αυτά μεγάλωσε ο Μαρξ. Τα πρώτα φιλοσοφικά του χειρόγραφα είναι βουτηγμένα σ’ αυτά. Κι η θεωρία του για την αποξένωση βγαίνει απ’ αυτά. Η καταπιεστική εργασία είναι αποξενωτική κι ενάντια στη φύση για τους ίδιους λόγους που αναφέρει κι ο Χούμπολντ. Στα μεταγενέστερα γραπτά του Μαρξ, αναρωτιέται κανείς αν άλλαξε γνώμη ή αν μιλάει μόνο για άλλα θέματα. Το γεγονός είναι πάντως πως δεν αναφέρεται πια σ’ αυτά κι οι ιδέες του Μαρξ γίνονται καταστρεπτικές γι’ αυτά. Υπάρχει η ιδέα στον Μαρξ αλλά δεν μπορεί να την πίστευε, ότι η ανθρώπινη φύση είναι απλά ένα ιστορικό προϊόν κι οι άνθρωποι, είναι αυτό που τους έχει φτιάξει ο πολιτισμός. Αυτό λένε ακόμα κι άνθρωποι σαν τον Γκράμσι, που ήταν απ’ τους πιο φιλελεύθερους Μαρξιστές.

Η ιδέα πως ο άνθρωπος διαμορφώνεται μόνο απ’ το περιβάλλον κι είναι παθητικός πηλός στα χέρια αυτών που τον πλάθουν. Είναι μια ιδέα που ελκύει τους ριζοσπαστικούς διανοούμενος, γιατί πιστεύουν φυσικά πως αυτοί θα είναι οι πλάστες. Οδηγεί αυτή η ιδέα κατευθείαν στη Λενινιστική εκδοχή του Μαρξισμού, που παίρνει τη μορφή ενός είδους ορθοδοξίας. Οι προγενέστερες απόψεις ξεχνιούνται ή περιθωριοπούνται, παρόλο που υπήρχαν στο Μαρξ και στις παλαιότερες παραδόσεις. Οι Μαρξιστές κι οι συμπεριφοριστές έχουν την ίδια θέση, τουλάχιστον αυτό το είδος των Μαρξιστών. Πιστεύω πως είναι καταστροφή και τραγωδία που η αριστερά έχει δεχτεί την ιδέα των ανθρώπων σαν ιστορικά προϊόντα, σαν απλούς αντικατοπτρισμούς του περιβάλλοντός τους. Έτσι δεν υπάρχει ηθικός περιορισμός για το πως τους πλάθεις. Αν οι άνθρωποι δεν έχουν εγγενή την ανάγκη για ελευθερία, αν δεν είναι θεμελιώδες στη φύση τους να έχουν ελεύθερη παραγωγική εργασία κάτω από το δικό τους έλεγχο, τότε δεν υπάρχει ηθικός λόγος να τους παρέχεις αυτό το χώρο. Μπορείς να τους πλάσεις έτσι όπως θέλεις εσύ. Κι «εσύ» μπορεί να είσαι η Κεντρική Επιτροπή, οι διευθυντές της εταιρίας ή οι ηγέτες ενός φασιστικού κράτους.

Όλοι οι μοντέρνοι διανοούμενοι πήραν τη μία ή την άλλη θέση. Κι αυτό είχε προβλεφθεί από τη μόνη ίσως πρόβλεψη που έκανε η κοινωνική επιστήμη και βγήκε τόσο δραματικά σωστή. Στη συζήτηση του Μπακούνιν πάνω στο θέμα στα τέλη του 19
ου αιώνα, διαφώνησε με τον Μαρξ – κι αυτό πολύ πριν τον Λενινισμό – και προέβλεψε με μεγάλη διορατικότητα πως η ανερχόμενη τάξη των διανοούμενων, που μόλις τότε άρχιζε να αναγνωρίζεται σαν τάξη στη μοντέρνα βιομηχανική κοινωνία, θα πάρει μια απ’ τις δύο κατευθύνσεις. Μερικοί θα πίστευαν πως οι αγώνες της εργατικής τάξης θα τους πρόσφεραν την ευκαιρία να πάρουν την κρατική εξουσία κι αυτοί, είπε, θ’ αποτελέσουν την κόκκινη γραφειοκρατία, που θα είναι η χειρότερη τυραννία στην ιστορία της ανθρωπότητας, φυσικά πάντα για το «συμφέρον» των εργατών. Αυτή είναι η μία κατεύθυνση. Οι άλλοι θ’ αναγνωρίσουν πως δε θα πάρουν έτσι την εξουσία κι ο δρόμος της εξουσίας είναι να συνεταιριστούν, μ’ αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κρατικό καπιταλισμό». Να γίνουν οι υπηρέτες της δικής τους άρχουσας τάξης και μετά διευθυντές κι ιδεολόγοι του κρατικού καπιταλισμού. «Αυτοί θα χτυπάνε τους ανθρώπους με το ραβδί των  ανθρώπων», έλεγε. Μ’ άλλα λόγια, θα μιλάνε για δημοκρατία, αλλά στην ουσία θα χτυπάνε τους ανθρώπους με το ραβδί της δημοκρατίας, που θα το έχουν μεταβάλλει σε μηχανισμό καταπίεσης. Επομένως, άλλοι πιστεύουν πως θ’ αποκτήσουν εξουσία εκμεταλλευόμενοι τα λαϊκά κινήματα κι άλλοι πως αποκτάς εξουσία μόνο αν συνεταιριστείς μ’ ανθρώπους που ήδη έχουν οικονομική ισχύ. Έτσι επικρατείς. Κι ήταν μια πολύ σωστή περιγραφή του αιώνα που ακολούθησε: 1) Λέχθηκαν 50 χρόνια πριν την Επανάσταση των Μπολσεβίκων, αλλά περιγράφουν πολύ σωστά τη μορφή και την ιδεολογία της. 2) Περιγράφει πολύ σωστά αυτά που συμβαίνουν τώρα στις βιομηχανικές κοινωνίες του κρατικού καπιταλισμού.

Βλέποντας το μέσα απ’ την ανασκόπηση των 100 χρόνων, νομίζω ότι αυτή η εξέλιξη φαίνεται πολύ καθαρά. Κι εξηγεί επίσης ένα παράξενο φαινόμενο των διανοούμενων του 20
ου αιώνα. Το πόσο εύκολα σήμερα ορισμένα άτομα αλλάζουν παρατάξεις. Το ίδιο άτομο που πριν ένα χρόνο ήταν Σταλινιστής, την επόμενη χρονιά γίνεται ο τέλειος Αμερικανός πατριώτης. Υποστηρίζει κάθε φρικαλεότητα, δουλεύει στο ινστιτούτο Χούβερ και συσχετίζεται με τους πιο αντιδραστικούς θεσμούς. Αυτή η  μετατόπιση, που την ονομάζουμε: «Ο Θεός που έσφαλε», στην αρχή είχε κάτι το αυθεντικό. Όπως στην περίπτωση του Σιμονέ και μερικών άλλων. Τώρα όμως έχει γίνει ανέκδοτο. Το βλέπουμε και στη Ρωσία αυτή τη στιγμή. Οι χειρότεροι κομισάριοι είναι αυτοί που πολεμάνε παθιασμένα για ελεύθερη αγορά, επενδύσεις, τρόπους να πλουτίσεις, κ.τ.λ. Κάνανε αυτή τη μετατόπιση από πιο παλιά με μεγάλη ευκολία. Κι ο λόγος είναι πως δεν υπάρχει μετατόπιση, είναι απλώς διαφορετική αντίληψη για τη θέση της εξουσίας. Η ιδεολογία είναι η ίδια: «Χτύπα τον κόσμο με το ραβδί του κόσμου» κι αυτό θα κάνουμε!

Αλλά κι η μοντέρνα δημοκρατική θεωρία στη Δύση μοιάζει πολύ κι έχει έναν χαρακτήρα εκπληκτικά Λενινιστικό. Οι κύριες τάσεις της μοντέρνας θεωρίας στη Δύση, στον ακαδημαϊκό κόσμο, οι θεωρίες των πολιτικών επιστημών, που αναπτύχθηκαν από ανθρώπους σαν τον Χάρολντ Λάσουελ – έναν απ’ τους ιδρυτές των σύγχρονων πολιτικών επιστημών – και σε γενικότερους τομείς, οι Ουιλσονιανοί διανοούμενοι, οι επονομαζόμενοι: προοδευτικοί διανοούμενοι, απ’ τους οποίους ο πιο χαρακτηριστικός είναι ο Ουώλτερ Λιπμαν στις Η.Π.Α., στη δεκαετία του 1920. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ανέπτυξαν ενδιαφέρουσες θεωρίες για τη δημοκρατία που έχουν έντονο Λενινιστικό χαρακτήρα. Λένε πως σε μια δημοκρατία υπάρχουν δύο τάξεις πολιτών: το γενικό κοινό, που ο Λίπμαν αποκαλεί «άξεστοι παρείσακτοι» κι ο Λάσουελ λέει: «είναι ηλίθιοι, δεν πρέπει να μας επιβάλλονται δογματισμοί για το κοινό γιατί είναι πολύ ηλίθιο για να μπορέσει να κάνει οτιδήποτε». Αυτή είναι η κλασσική τους άποψη. Έχουμε λοιπόν απ’ τη μία τους «άξεστους και παρείσακτους» που αποτελούν το 90% του πληθυσμού, κι έχουμε και την τάξη των υπεύθυνων ανθρώπων, των σοφών, των έξυπνων, των ακέραιων, των έντιμων, την αριστοκρατία του πνεύματος κι αυτή είναι που κυβερνάει. Αυτοί αποφασίζουν, σκέφτονται κ.ο.κ. Ο ρόλος της μάζας είναι να εμφανίζεται κάθε δυο χρόνια, ν’ αποφασίζει ποιος απ’ τους έξυπνους θα είναι αρχηγός της και μετά να γυρίζει σπίτι, δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει. Κι αυτό είναι δημοκρατία. Υπάρχουν και παραλλαγές. Ο Λίπμαν έλεγε: «το πλατύ κοινό είναι θεατές αλλά δε συμμετέχουν». Δίνουν μόνο το βάρος τους σε κάποιον της άρχουσας τάξης και μετά πάνε σπίτια τους. Αυτές είναι οι εκλογές. Αυτό είναι το φιλελεύθερο άκρο του φάσματος που ισχύει ως και στο πιο αντιδραστικό του άκρο. Στους υποστηρικτές του Ρήγκαν, που λένε πως είναι συντηρητικοί ενώ θα προκαλούσαν φρίκη σ’ έναν αυθεντικό συντηρητικό, στην ουσία αντιπροσωπεύουν έναν αντιδραστικό συγκεντρωτισμό κι οι απόψεις τους πάνω στο θέμα είναι εντυπωσιακές, γιατί υποστηρίζουν πως το κοινό δεν πρέπει καν να είναι θεατές. Δεν έχουν καμιά δουλεία να ξέρουν τι κάνει το κράτος.

Όταν η δεξιά ήρθε στην εξουσία, π.χ. στα χρόνια του Ρήγκαν, προσπάθησαν να κρύψουν εντελώς τον κρατικό μηχανισμό. Εφάρμοσαν μια λογοκρισία χωρίς προηγούμενο και διεκπεραίωναν μυστικές αποστολές τις οποίες λάτρευαν γιατί δεν ήταν μυστικές για κανέναν άλλον εκτός απ’ τον κόσμο της ίδιας τους της χώρας. Π.χ. ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’40, δεν ήταν μυστικό για τους ‘Έλληνες. Αυτοί ξέρανε τι συμβαίνει. Στην Αμερική όμως ήταν άγνωστο, γιατί ήταν μυστικό. Ήταν μυστικό πως η Αμερική έπαιρνε μέρος σε φρικαλεότητες. Το ίδιο συνέβη και στη δεκαετία του ’80. Η ιδέα λοιπόν πως το κράτος πρέπει να είναι τόσο μυστικό ώστε οι «άξεστοι και παρείσακτοι» να μη βλέπουν τι συμβαίνει, περνάει στο μοντέρνο κόσμο με πολύ δραματικό τρόπο. Έτσι, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι η απομάκρυνση της πραγματικής εξουσίας απ’ τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, μια μετατόπιση προς ένα διακρατικό σύστημα ιδιωτικής εξουσίας. Διακρατικές εταιρείες με τους δικούς τους θεσμούς, όπως: το Διεθνές Νομισματικό ταμείο, το
GATT, η Οργάνωση για το Διεθνές Εμπόριο, η Λέσχη των Επτά, είναι ένας τρόπος για να παίρνονται αποφάσεις χωρίς το λαό. Ο λαός δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει σ’ ένα συμβούλιο του GATT. Αμφιβάλλω αν υπάρχει ένας Αμερικανός στο εκατομμύριο, που να ξέρει τι αποφάσισαν στην τελευταία συμφωνία του GATT. Μόνο ένας ειδικός θα μπορεί να βρει τα ειδικευμένα έγγραφα και πολλά απ’ αυτά είναι όντως εντελώς μυστικά. Έτσι λοιπόν, οι διακρατικές εταιρείες αυτές αποτελούν αφάνταστο πλήγμα για τη δημοκρατία. Θα προκαλούσαν φρίκη στον Άνταμ Σμιθ ή  στον Τόμας Τζέφερσον, γιατί είναι ολοκληρωτικοί, απολυταρχικοί θεσμοί απόλυτα ανεξέλεγκτοι, ο λαός δεν έχει τίποτα να πει γι’ αυτά. Εσωτερικά είναι εντελώς ιεραρχικοί, κάτι σαν το οικονομικό αντίστοιχο του σούπερ-φασισμού και συχνά υπονομεύουν το ελεύθερο εμπόριο. Μιλάνε για εμπόριο αλλά πρόκειται γι’ ανέκδοτο!

Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου πάει προς αυτή την κατεύθυνση κι
  η δημοκρατία δέχεται μια μεγάλη επίθεση. Το ίδιο ισχύει και με τη χρήση της τρομοκρατίας. Για παράδειγμα, το Ελ Σαλβαδόρ που μόλις είχε εκλογές. Είναι ενδιαφέρον να δούμε το παρασκήνιο των εκλογών τους. Στη δεκαετία του ’70 έγινε μια αρχή δημοκρατίας στη Κεντρική Αμερική. Λαϊκές οργανώσεις είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται, που ξεκινούσαν απ’ την εκκλησία μ’ οργανώσεις χωρικών κι εξελίχτηκαν σε ανεξάρτητα σώματα, σωματεία, κ.τ.λ. Αυτή είναι η βάση στην προσπάθεια να ελέγχεις τη ζωή σου. Που οδήγησαν όλα αυτά; Σε μια δεκαετία απίστευτης τρομοκρατίας με  βασανιστήρια, σφαγές, πείνα κι οικονομική εξαθλίωση. Μια τρομερά βίαιη αντίδραση για να τρομοκρατηθεί ο κόσμος. Και  τώρα τους επιτρέπουν να κάνουν εκλογές, κι έκαναν. Γιατί τους δώσανε να καταλάβουν πως αν ξεφύγουν απ’ τη γραμμή, θα έχουν πολύ σοβαρά προβλήματα. Εδώ (Αμερική) ο κόσμος κάνει πως δεν το βλέπει. Στο Ελ Σαλβαδόρ όμως το βλέπουν καλά. Πριν τις εκλογές οι Ιησουίτες του Ελ Σαλβαδόρ έκαναν σύσκεψη για να ανακεφαλαιώσουν την κατάσταση στην Κεντρική Αμερική. Κι είπαν πως υπάρχουν δύο όψεις της τρομοκρατίας: Η μία είναι το χαμηλό επίπεδο τρομοκρατίας που υπάρχει πάντα. Π.χ. μια πολιτική δολοφονία που και που, για να δηλώνει: «Μην ξεχνάτε πως είμαστε εδώ κι ας μη φαινόμαστε πολύ». Αυτή είναι η στενή όψη της τρομοκρατίας. Μετά, είπαν, υπάρχει η βαθύτερη της όψη που καλλιεργείται για καιρό κι εξημερώνει τους ανθρώπους. Τους κάνει να εσωτερικεύουν τη γνώση ότι υπάρχουν στενά όρια σ’ αυτά που επιτρέπεται να κάνουν, κι αν ξεπεράσουν τα όρια θα έχουν πολύ σοβαρά προβλήματα, θα σκοτωθούν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους θα βιαστούν κι οι ίδιοι θα εκτελεστούν. Όταν αυτή η γνώση μπει μέσα στον ψυχισμό των ανθρώπων, τότε, όπως λένε, έχουν εξημερωθεί κι οι ισχυροί μπορούν να κάνουν εκλογές χωρίς καμιά ανησυχία. Γιατί ο κόσμος έχει καταλάβει πως δεν έχει καμιά επιλογή. Κι αυτό συμβαίνει σ’ ένα μεγάλο μέρος του Τρίτου Κόσμου. Στις εύπορες χώρες συμβαίνουν άλλα παράλληλά πράγματα. Κι όλα είναι εναντίον στις παραδόσεις της ελεύθερης βούλησης, που ξεκίνησαν απ’ τον 18ο αιώνα.

Τα  Μονοπώλια των Μ.Μ.Ε

Το φάσμα της κατανοητής συζήτησης όσο πάει και μικραίνει, όσο ο έλεγχος γίνεται και πιο κεντρικός. Κι η ιδιωτικοποίηση το αυξάνει, γιατί βάζει την εξουσία στα χέρια εντελώς ανεξέλεγκτων συνεταιριστικών δομών. Η δημόσια τηλεόραση π.χ. είναι τόσο δημοκρατική όσο κι η κοινωνία. Οι πιο πολλές κοινωνίες δεν είναι δημοκρατικές, αλλά το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση έχουν μια σχέση με το κοινό. Στο ιδιωτικό ραδιόφωνο και την τηλεόραση η σχέση είναι μηδενική. Έχεις τόση σχέση μαζί τους όσο και με την Τζένεραλ Μότορς. Κάνουν ό,τι θέλουν κι έχουν το δικαίωμα να το κάνουν. Στις κοινωνίες μ’ επιχειρηματικό προσανατολισμό αυτό γίνεται. Π.χ. στις Η.Π.Α. που είναι μια πολύ ελεύθερη χώρα, αφού το κράτος δεν καταπιέζει τους ανθρώπους όπως αλλού, ωστόσο είναι μια κοινωνία βασισμένη στις επιχειρήσεις με μία μόνο τάξη, κι η μάχη των τάξεων είναι μονομερής. Είναι απλά μια ενσυνείδητη επιχειρηματική κοινωνία. Όταν ήρθε η τηλεόραση δε συζητήθηκε καν το θέμα, ιδιωτικοποιήθηκε αμέσως. Πολύ αργότερα εμφανίστηκε κάτι που το λέμε δημόσια τηλεόραση, αλλά παραμένει περιθωριακή κι είναι βασικά κι αυτή ιδιωτική. Τώρα αυτός ο νέος «αυτοκινητόδρομος της πληροφόρησης», η νέα τεχνολογία των υπολογιστών με τις αλληλεπιδράσεις, έχει προκαλέσει διαφωνίες, αλλά όλοι ξέρουμε που θα καταλήξουν. Η ιδιωτική ισχύ είναι ανατρεπτική για το δημόσιο οπότε θα ιδιωτικοποιηθούν κι αυτά. Και θα είναι μια ακόμη τεχνική εξαναγκασμού για να πουλάνε άχρηστα πράγματα και να ελέγχουν τον κόσμο.

Η νέα τεχνολογία είναι το επόμενο βήμα μετά την τηλεόραση κι οι συζητήσεις που γίνονται είναι πολύ διαφωτιστικές. Λένε πόσο θα δημοκρατικοποιηθούν όλα και τα παραδείγματα που δίνουν αφορούν τις αγορές κατ’ οίκον. Δηλαδή θα κάθεσαι στην
T.V. και θα βλέπεις διάφορα προϊόντα που θα διαφημίζει μια όμορφη κοπέλα, εσύ θα πατάς το κουμπί και θα στα φέρνουν σπίτι σου. Κι αυτό ονομάζεται αλληλεπίδραση! Συμμετέχεις αληθινά στον έλεγχο της ζωής σου! Το μόνο άλλο πράγμα που είδα να αναφέρουν, είναι οι ποδοσφαιρικοί αγώνες, στο πρωτάθλημα που όλοι είναι κολλημένοι στις οθόνες τους, γιατί δεν πρέπει να σκέφτονται τίποτα σοβαρό ή σημαντικό αλλά να είναι παθητικοί θεατές! Οπότε, σ’ όλη τη χώρα, οι άντρες τουλάχιστον, βλέπουν τον αγώνα. Μ’ αυτά τα συστήματα λοιπόν που συνδέονται μεταξύ τους, θα μπορείς να στέλνεις την δική σου άποψη για την απόφαση του διαιτητή. Αυτός βέβαια δε θα σ’ ακούει, ούτε θα έχεις επιρροή πάνω του, απλώς θα λες τη γνώμη σου. Κι αφού ο διαιτητής αποφασίσει, θα μετράνε και θα λένε: «Ορίστε τι πρότεινε το 90% των τηλεθεατών μας». Αυτό είναι το είδος αλληλεπίδρασης που προτείνουν. Θέλουν οι άνθρωποι να νιώσουν πως συμμετέχουν. Είναι πολύ αποκαλυπτικό! Ίσως να μπορείς να πεις και τη γνώμη σου αν σε ρωτήσουν: «Θες ιατρική περίθαλψη ή όχι;» κι εσύ θα λες «ναι, θέλω». Αλλά δε θα συμμετέχεις ενεργά στις αποφάσεις που παίρνονται ή να κάνεις σχέδια ή να οργανώνεις κάτι μαζί με άλλους. Αυτές είναι τεχνολογίες ατομικοποίησης. Είσαι μόνος, δε μιλάς με κανέναν κι εκφράζεις την άποψή σου σε μια ανεξέλεγκτη δύναμη, τόσο στη συνεταιριστική όσο και στην κρατική εξουσία. Κι αυτό θεωρείται δημοκρατία!

Το μονοπώλιο των μίντια και του τύπου είναι το ίδιο πράγμα. Οι εκδόσεις έχουν στενέψει πολύ από πολλές απόψεις. Βασικά εξαιτίας των πιέσεων της αγοράς. Π.χ. στις πόλεις των Η.Π.Α. τώρα, δύσκολα βρίσκετε βιβλιοπωλεία. Κάποτε υπήρχαν παντού βιβλιοπωλεία. Όλες οι Πανεπιστημιουπόλεις ήταν γεμάτες βιβλιοπωλεία. Τώρα δεν υπάρχουν πάρα μόνο λίγα γύρω απ’ τα Πανεπιστήμια. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα, αλλά στο Χάρβαρντ κι αλλού υπάρχουν. Καμιά σχέση μ’ αυτά που υπήρχαν πριν 30 ή 40 χρόνια. Όταν ήρθα εγώ στη δεκαετία του ’40, είχε ένα σε κάθε γωνιά. Τώρα υπάρχουν αλυσίδες που πουλάνε βασικά «μπεστ-σέλερς»». Θέλουν μαζική παραγωγή, γιατί έτσι πουλάνε πιο φτηνά. Γι’ αυτούς δεν αξίζει οικονομικά να έχουν βιβλία που ενδιαφέρουν μόνο λίγους. Δεν είναι εμπορικό. Είναι σαν να έχεις μια μάρκα παπουτσιών που λίγοι αγοράζουν. Οι αλυσίδες που είναι σ’ όλη τη χώρα ρίχνουν τα βιβλιοπωλεία που πουλάνε διανοούμενα βιβλία ή επικεντρώνονται σ’ ένα θέμα γιατί πουλάνε φθηνότερα τα «μπεστ-σέλερς» τους. Ρίχνουν τη δουλειά των άλλων, όπως και στα σούπερ μάρκετ. Οι ίδιοι ενδιαφέρονται μόνο για προϊόντα που παράγονται μαζικά κι αυτό έχει μεγάλη επίδραση στη φιλολογική παραγωγή. Π.χ., είναι πολύ δύσκολο σήμερα να γράψεις το πρώτο σου βιβλίο. Δε βρίσκεις βιβλιοπωλεία που να πουλάνε περιορισμένο αριθμό για να προωθήσουν κάποιον να γίνει γνωστός. Αυτό που θέλουν είναι να πουλήσουν ένα εκατομμύριο αντίτυπα κι αν σε μερικές βδομάδες δούνε πως ένα βιβλίο δεν πουλάει καλά, τότε καλύτερα να το στείλουν να γίνει πολτός. Στα αεροδρόμια πουλάνε μόνο φτηνά «μπεστ-σέλερς». Απ’ ό,τι είδα το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη. Περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία, υποβιβάζουν το επίπεδό τους, βασικά, εξαιτίας των πιέσεων της αγοράς. Αυτό έχει μια γενική επίδραση στενέματος της σκέψης. Είναι σαν την εξημέρωση μέσα απ’ την τρομοκρατία. Στενεύει τους ορίζοντες κι απ’ αυτή την άποψη είναι λειτουργικό. Οδηγεί τον πληθυσμό στο να είναι το πολύ θεατές ή τους βγάζει εντελώς απ’ το σύστημα όσο η εξουσία απομακρύνεται από θεσμούς σαν τα κοινοβούλια. Αυτή είναι η μοντέρνα τάση κι όσο πάει κι επιταχύνεται.

Πως μπορούμε να αντισταθούμε

Με τον ίδιο τρόπο όπως πάντα! Προσπαθώντας να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει και βοηθώντας τους άλλους να καταλάβουν. Η κατανόηση είναι συλλογική δραστηριότητα. Οι άνθρωποι δεν την ασκούν μόνοι αλλά σε ομάδες, είτε μέσω των πολιτικών επιστημών είτε του πολιτικού βίου, οι άνθρωποι δουλεύουν μαζί κι έτσι κατανοούν και μαθαίνουν. Η αρχή λοιπόν είναι η κατανόηση, μετά έρχεται η οργάνωση και μετά κάθε είδους δράση. Ακόμα κι οι πιο αντιδραστικοί πάντα παραδέχονταν πως ο γενικός πληθυσμός έχει όλη τη δύναμη. Κι ο Ντέιβιντ Χιούμ, που ήταν πολύ συντηρητικός, πίστευε πως οι αρχές του κράτους ξεκινάν από ένα «παράδοξο»: Γιατί οι πολλοί να δέχονται να τους κυβερνάνε οι λίγοι; Δεν είναι υποχρεωμένοι, μπορούν να πάρουν την εξουσία. Λέει πως ακόμα και στα πιο απολυταρχικά καθεστώτα ο λαός μπορεί να πάρει την εξουσία, αρκεί να το θελήσει. Πώς λοιπόν υποτάσσονται; Η απάντησή του είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε προπαγάνδα. Οι ηγεμόνες πρέπει να ελέγχουν την κοινή γνώμη, αλλιώς ο λαός ξεσηκώνεται και παίρνει την εξουσία. Νομίζω πως ο Χιουμ υποτίμησε τη χρήση βίας. Πάντως, αυτό που λέει είναι αλήθεια, στις δικές μας, τις πιο ελεύθερες κοινωνίες, ισχύει ο έλεγχος της κοινής γνώμης πιο πολύ απ’ τη βία. Έτσι ελέγχεται ο λαός και για να βγούμε πρέπει να ξεφύγουμε απ’ τις δομές που εμποδίζουν τους ανθρώπους να δουν τα πράγματα όπως είναι. Μετά δίνονται οι ευκαιρίες να οργανωθεί αποτελεσματικά η δράση.

Αντί να μιλάμε μόνο για την αρνητική πλευρά των πραγμάτων, μπορούμε να μιλήσουμε και για την αντίθετη πλευρά της. Εδώ αναφέρομαι στις Η.Π.Α, αλλά το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξε μια τεράστια πολιτιστική αλλαγή, ο πολιτισμός μας έγινε πιο ελεύθερος, πιο ανοιχτός, πολύ πιο σύμφωνος με την θεωρία της ανθρώπινης βούλησης. Κύρια θέματα που δεν υπήρχαν πριν 30 χρόνια, τώρα είναι κοινά. Όπως τα δικαιώματα της γυναίκας, του πολίτη, τον σεβασμό προς άλλους πολιτισμούς, τα περιβαλλοντικά θέματα, η συμπαράσταση στους φτωχούς του Τρίτου Κόσμου. Όλα αυτά είναι σε πολύ ψηλότερο επίπεδο
  από ποτέ άλλοτε. Ένα άλλο στοιχείο είναι η  εκπολιτιστική επίδραση των λαϊκών κινημάτων κι έχει αντίκτυπο και στην πολιτική. Δεν έχει φτάσει ακόμα στους κεντρικούς θεσμούς της εξουσίας, αλλά όλο και πιο πολλά άτομα ασχολούνται με αυτά. Ακόμη και τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει αλλαγές. Για παράδειγμα, για πρώτη φορά στην Αμερικάνικη ιστορία, το Αμερικάνικο εργατικό κίνημα δεσμεύεται σε διεθνή αλληλεγγύη. Για πρώτη φορά τα Σωματεία μας υποστηρίζουν Μεξικανούς εργάτες. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ! Αντίθετα, υποθάλπαν την καταπίεση των εργατών του Τρίτου Κόσμου. Τώρα αντιλήφθηκαν επιτέλους, πως δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Αν το κάνουν, θα καταλήξουν να καταστρέψουν και τους εαυτούς τους. Εξάλλου είναι και απάνθρωπο. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι ακριβώς κάνουν και πως οι άλλοι δεν είναι εγκληματίες επειδή βλέπουν αυτό που συμβαίνει και δεν τους αρέσει. Έχουμε τα πρώτα λοιπόν σημάδια, όπως την προστασία των Μεξικάνων ή Ασιατών εργατών, που οργανώνονται για να επιβιώσουν σε καταπιεστικά και βίαια καθεστώτα όπου επικρατούν Αμερικάνικες εταιρίες. Είναι ακόμα κάτι πολύ καινούριο και σε μικρή κλίμακα, για να επηρεάσει τη κεντρική εξουσία στις Βρυξέλες, στη Γενεύη, στη Ζυρίχη ή στη Νέα Υόρκη, αλλά είναι μια βασική αρχή προς κάτι καλύτερο και πρέπει να επεκταθεί, γιατί αλλιώς θα έχουμε προβλήματα.

Όσο οι οικονομίες γίνονται πιο καθολικές, το πρότυπο του Τρίτου Κόσμου γίνεται κι αυτό πιο καθολικό, γιατί υπάρχει ένα τριτοκοσμικό πρότυπο σε κάθε τέτοια χώρα. Ένα μικρό τμήμα, ίσως το 10% του πληθυσμού, έχει τεράστια πλούτη και προνόμια και μετά, είναι η άχρηστη μάζα του πληθυσμού, που ζει στη μιζέρια, στην πείνα κι ελέγχεται απ’ την τρομοκρατία. Κι αυτό εξαπλώνεται και στον Πρώτο Κόσμο. Το βλέπω, αν περπατήσετε στη Νέα Υόρκη ή στη Βοστώνη. Η Αγγλία κι οι Η.Π.Α. προηγούνται σε αυτό – και βασικά οφείλεται στη Θάτσερ και στον Ρήγκαν – αλλά κι η κεντρική Ευρώπη δεν απέχει πολύ. Κι όσο η οικονομία γίνεται πιο καθολική, είναι αναπόφευκτο. Τώρα, Γερμανικές εταιρείες μεταφέρουν την παραγωγή στις Η.Π.Α., γιατί βρίσκουν φθηνότερους και πιο καταπιεσμένους εργάτες στην πλουσιότερη χώρα του κόσμου! Τώρα οι μισθοί στις Η.Π.Α. είναι 60% πιο κάτω από τη Γερμανία και 20% πιο κάτω απ’ την Ιταλία. Αυτά συμβαίνουν στις επιχειρηματικές κοινωνίες, κι η Αγγλία είναι σε παρόμοια κατάσταση. Όλα αυτά όμως, είναι όπλα κατά των δυτικοευρωπαίων εργατών. Το ίδιο συνέβη στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που γύρισε την ανατολική Ευρώπη εκεί που παραδοσιακά ανήκε: στον Τρίτο Κόσμο. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ήταν κι ο σκοπός του Ψυχρού Πολέμου, να σταματήσει κάθε τάση για ανεξαρτησία του Τρίτου Κόσμου που δε θα γινόταν ποτέ αποδεχτή. Κι ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα, στη δεκαετία του ’40, ήταν παραπλήσιος, όταν τον εξετάζουμε τώρα. Το ίδιο ισχύει και για την φασιστική περίοδο. Θέλανε να βεβαιωθούνε πως ο Τρίτος Κόσμος της εποχής – τότε θεωρούσαν και την Ελλάδα τριτοκοσμική – δε θα κινηθεί προς την ανεξαρτησία, αλλά θα αφομοιωθούν και θα υποταχθούν στις πλούσιες χώρες. Η ανατολική Ευρώπη έκανε μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η ανατολική Ευρώπη δεν είναι Γρανάδα, για να την υποτάξεις σε ένα διήμερο. Χρειάστηκαν μερικά χρόνια, αλλά ξαναγύρισαν στον Τρίτο Κόσμο. Όχι απολύτως, αλλά ένα μεγάλο μέρος της. Τουλάχιστον η υποδομή τους είναι τριτοκοσμική, γιατί προσφέρουν πλουτοπαραγωγικές πηγές, φτηνό εργατικό δυναμικό, ευκαιρίες επένδυσης κι αγορές, γιατί όπως παντού στον Τρίτο Κόσμο υπάρχει ένα πλούσιο τμήμα που αποτελείται από το παλιό κομμουνιστικό κόμμα, που αναγνώρισε πως ήταν καλύτερα να αλλάξουν στρατόπεδο, αλλά εξακολουθούν να κρατάνε την εξουσία. Αυτό είναι το όπλο ενάντια στον δυτικοευρωπαίο εργάτη.

Η Μπενς, η Βολκσβάγκεν, η Τζένεραλ Μότορς, μπορούν να μεταφέρουν την παραγωγή τους στην ανατολική Ευρώπη όπου θα πληρώνουν ελάχιστο ημερομίσθιο, χωρίς κανένα προνόμιο για τους εργάτες ή προστασία. Επιμένουν στον προστατευτισμό γιατί δεν πιστεύουν στο ελεύθερο εμπόριο. Οπότε, όταν μεταφέρονται στην ανατολική Ευρώπη ζητάνε υψηλή δασμολογική προστασία κι άλλες κρατικές επεμβάσεις για το δικό τους συμφέρον. Είναι το όπλο τους ενάντια στη δική τους εργατική τάξη κι είναι απόλυτα ενσυνείδητοι. Ο επιχειρηματικός τύπος το λέει εντελώς ανοιχτά, οι 
Financial Times του Λονδίνου, το Business Week, μιλάνε για το πόσο υπέροχο είναι αυτό που συμβαίνει γιατί τώρα μπορούν να υποβαθμίσουν τη ζωή του κακομαθημένου εργάτη. Όλοι αυτοί που πίστευαν πως έχουν δικαίωμα στη δουλειά, δικαίωμα μιας βδομάδας διακοπών κ.λπ, θα καταλάβουν πως δεν έχουν κανένα δικαίωμα και θα ξαναγίνουν όργανα παραγωγής, όπως το 1820, που η εργασία πουλιόταν στην αγορά χωρίς πολλές διεκδικήσεις. Αυτό έχει μια επίδραση πόλωσης σε όλο τον κόσμο. Κάθε εμπορική συμφωνία θα είναι έτσι, για παράδειγμα: η πρόθεση και το αποτέλεσμα της GATT θα είναι η πόλωση. Πράγμα που ακριβώς οδηγεί σε ένα τριτοκοσμικό πρότυπο. Έχουμε λοιπόν την επικέντρωση της εξουσίας και την επίθεση κατά της δημοκρατίας, αλλά έχουμε και τη ζύμωση μέσα στο γενικό πληθυσμό. Πολλά συμβαίνουν ταυτόχρονα και δεν ξέρουμε τι θα επικρατήσει.

Ο πόλεμος των ναρκωτικών χρησιμοποιείται γι’ αυτό το σκοπό. Ο κύριος λόγος που ποινικοποιούνται τα ναρκωτικά είναι για να υπάρχει ένα όπλο ενάντια στις φτωχές τάξεις. Για να μπορείς να επιτεθείς όποτε θέλεις, όπως ο φασισμός, που βάζει μια αυστηρή νομοθεσία ώστε όλοι να την παραβιάζουν. Οπότε, άμα σε θέλουν, σε συλλαμβάνουν. Έτσι λειτουργεί ένα αποτελεσματικό απολυταρχικό καθεστώς. Εδώ δεν έχουμε φασισμό αλλά πάμε προς αυτή την κατεύθυνση. Το ένα τέταρτο του πληθυσμού των φυλακών είναι άνθρωποι που συνελήφθησαν μ’ ένα τσιγάρο μαριχουάνας, δεν έκαναν τίποτα. Απλά είναι ένας τρόπος να ελέγχεις τους ανθρώπους. Εξάλλου η ποινικοποίηση των ναρκωτικών δημιουργεί συμμορίες, που κι αυτές ελέγχουν τους ανθρώπους. Γιατί οι συμμορίες κυκλοφορούν στους δρόμους του γκέτο, τρομάζουν τους πάντες και τους κρατάνε υπό έλεγχο. Όλες αυτές είναι τεχνικές ελέγχου και θυμίζουν αυτά που συμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο. Στο Ελ Σαλβαδόρ στέλνουν εκτελεστικά αποσπάσματα. Εδώ λειτουργούν διαφορετικά, μα οι δομικές επιπτώσεις μοιάζουν. Μας θυμίζει την πρώιμη Βιομηχανική Επανάσταση και νομίζω πως θα μας οδηγήσει στην ίδια κατεύθυνση, προς μια λαϊκή οργάνωση, κι είτε σε κάποιο συμβιβασμό είτε σε κάποια αληθινή αλλαγή της δομής της εξουσίας. Αυτά όμως είναι απρόβλεπτα. Βλέπουμε τις τάσεις, δεν ξέρουμε όμως πως θα ισορροπήσουν.

______________________
Στα Μονοπάτια της Σκέψης: Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky)
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς

Προτάσεις