Στρατής Ψάλτου: H διαλεκτική Ελευθερίας και Αιχμαλωσίας

O Στρατής Ψάλτου γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1970. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Στρατής Ψάλτου: H διαλεκτική Ελευθερίας και Αιχμαλωσίας

(απομαγνητοφώνηση: Κωνσταντίνος Σύρμος)

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία ενιαία κατανόηση της ελευθερίας μέσα στην ιστορία και μέσα στις διαφορές μορφές κουλτούρας. Ωστόσο, μπορούμε να μιλήσουμε για μία κυρίαρχη κατανόηση η οποία όπως διαμορφώνεται μέσα στο σύγχρονο πολιτισμικό πλαίσιο έχει τα χαρακτηριστικά της δυνατότητας επιλογής. Με άλλα λόγια: «η θέληση για δύναμη», θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας όρος, μία έκφραση, που αποτυπώνει και εκφράζει αυτό το νόημα της ελευθερίας. Η θέληση για δύναμη, είναι μία έκφραση η οποία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φιλόσοφο Φρίντριχ Νίτσε, στο έργο του: «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», το οποίο το εξέδωσε το 1883 και έκτοτε τη χρησιμοποίησε αρκετές φορές προκειμένου να αποτυπώσει ακριβώς αυτό: «Το νόημα της ελευθερίας η οποία επιδιώκει τη δύναμη». Με αυτό το νόημα, η ελευθερία αποτυπώνεται μέσα στον αστικό λόγο ο οποίος ανάγει την καταγωγή του στις πόλεις του 11ου αιώνα της Δυτικής Ευρώπης και χρησιμοποιήθηκε ως ένα όπλο των αστικών κοινωνιών που άρχισαν να διαμορφώνονται εναντίον παλαιών μορφών, θα λέγαμε, ανελευθερίας και αιχμαλωσίας, προ-προ νεωτερικών μορφών ανελευθερίας και αιχμαλωσίας. Προκειμένου να διαλύσει αυτές τις μορφές και να δημιουργήσει νέους θεσμούς, νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης στην οποία να πάρουν μέρος και οι οικονομικά ισχυροί πια αστοί και όχι μόνο οι ισχυροί ιδιοκτήτες γης.

Όπως την κατανοούμε σήμερα την ελευθερία, σε μεγάλο βαθμό έχει διαμορφωθεί μέσα στην αστική κουλτούρα και στον αστικό τρόπο κατανόησης των πραγμάτων και με αυτή την έννοια κατόρθωσε, για παράδειγμα, η έννοια της ελευθερίας, να αποτελέσει ένα όπλο, έναν μοχλό χειραφέτησης ανθρώπων οι οποίοι ήταν οικονομικά ισχυροί, έναντι ανθρώπων οι οποίοι είχαν δύναμη με παλαιότερες μορφές πολιτικής οργάνωσης. Ωστόσο, στο βαθμό που η ελευθερία συνέχισε να έχει αυτό το νόημα της θέλησης για δύναμη, δημιούργησε νέες μορφές και ανισότητας και εκμετάλλευσης, οι οποίες έγιναν κατανοητές ως οι μορφές της αιχμαλωσίας μέσα στα πλαίσια του αστικού ή του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης και δημιούργησαν ένα αίσθημα δυσφορίας και αιχμαλωσίας σε μεγάλος πληθυσμούς, σε πολλά κοινωνικά στρώματα τα οποία έψαξαν να βρουν έναν λόγο προκειμένου να εκφραστεί αυτή η δυσφορία μιας αιχμαλωσίας μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας του αστικού πολιτισμού. Αυτή η δυσφορία, από τον 19ο αιώνα και ύστερα αλλά και στις αρχές του 20ού αιώνα, βρήκε την έκφρασή της μέσα σε δύο βασικές μορφές πολιτικού λόγου, πολιτικής ρητορικής. Η μία είναι ο μαρξιστικός λόγος και ο άλλος είναι ο λόγος του εθνικοσοσιαλισμού ο οποίος είχε μία έντονη απήχηση ιστορική σε κοινωνίες όπως της Γερμανίας ή της Ιταλίας τα χρόνια του μεσοπολέμου. Το ζήτημα είναι ότι ακόμη και αυτές οι μορφές λόγου ενώ διέλυσαν κατά κάποιο τρόπο, στο βαθμό που κυριάρχησαν, τις παλιές μορφές πολιτικής οργάνωσης, είναι πια αναμφίβολο ότι δημιούργησαν νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι ένιωσαν ξανά αυτό το αίσθημα και αιχμαλωσίας και δυσφορίας, διότι από τη στιγμή που η ουσία της ελευθερίας παρέμεινε η βούληση για δύναμη ήταν αναπόφευκτο να αποτελέσει μία μήτρα νέων μορφών και ανισότητας και καταπίεσης και βίας και, σε αρκετές περιπτώσεις και καταστροφής μέσα στην ιστορία.


Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

Η χρήση της έννοιας της βούλησης για δύναμη στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται προκειμένου να καταλάβουμε την ουσία που έχει η ελευθερία μέσα στην νεωτερική αστική κατανόησή της. Αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δεν είναι το μοναδικό νόημα ή το πραγματικό νόημα που μπορεί να έχει η ελευθερία. Όπως δεν είναι και το πραγματικό νόημα το οποίο μπορεί να έχει η βούληση για δύναμη, γιατί ο ίδιος ο Νίτσε μίλησε για τη δυνατότητα να έχουμε μία πολλαπλότητα εκφράσεων της βούλησης για δύναμη αλλά θεώρησε ως ύψιστη μορφή της βούλησης για δύναμη, εκείνη την οποία αποσυνδέεται από τη θέληση για κυριαρχία και βγαίνει από αυτή τη φαντασίωση και γίνεται ένα είδος συμφιλίωσης με το, θα λέγαμε, πεπρωμένο. Η έκφραση χαρακτηριστικά που χρησιμοποιεί είναι το «amor fati», δηλαδή, το πραγματικό νόημα της ελευθερίας είναι αυτή η αγάπη του πεπρωμένου. Με αυτό το νόημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελευθερία, όπως κατανοείται μέσα στα πλαίσια του νεωτερικού πολιτισμού, δεν έχει κάποια σχέση από τη στιγμή πού στο βαθμό που η ελευθερία κατανοείται ως δυνατότητα επιλογών, είναι μία έκφραση της βούλησης για δύναμη με το νόημα της βούλησης για κυριαρχία και όχι μιας συμφιλίωσης με τον εαυτό μας και με την αγάπη του πεπρωμένου μας.

Αναμφίβολα η έννοια της λέξης «καταπίεση» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με έναν σχεδόν συνώνυμο τρόπο αντικαθιστώντας αυτές τις έννοιες που χρησιμοποίησα μιλώντας για δυσφορία η αιχμαλωσία. Είναι φανερό ότι μέσα στις μορφές πολιτικής οργάνωσης του αστικού πολιτισμού, έχουμε μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι αισθάνονται καταπιεσμένοι, αισθάνονται δυσφορία, αισθάνονται ότι έχουν αλυσίδες και για αυτό οι μορφές πολιτικού λόγου που τους εκφράζουν, είναι οι μορφές πολιτικού λόγου που μιλούν για το σπάσιμο αυτών των αλυσίδων, προκειμένου να βρουν ξανά μία άλλη δυνατότητα έκφρασης ελευθερίας. Αλλά ας μου επιτραπεί να πω ότι και αυτή η νέα έκφραση ελευθερίας παραμένει μέσα στο πλαίσιο της βούλησης για δύναμη με την έννοια της κυριαρχίας και για αυτό και γεννά νέες μορφές ανελευθερίας. Δεν καταφέρνει να βγει από αυτήν την φαντασίωση και να προσεγγίσει την ελευθερία με το νόημα αυτό που είπα προηγουμένως, μιας αγάπης του ανθρώπου για το πεπρωμένο του. Μιας «amor fati».

ΝΑΖΙΣΜΟΣ

Είναι αλήθεια ότι ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, το 1933, κατά κάποιο τρόπο αιχμαλωτίστηκε και αυτός από τη φαντασίωση να γίνει ο φιλοσοφικός εκφραστής αυτού του φαινομένου, το οποίο κυριάρχησε στην Γερμανία, του ναζισμού, του εθνικοσοσιαλισμού, προκειμένου όπως είπε μεταγενέστερα ο ίδιος, να το στρέψει προς την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό που θεωρούσε ότι όλο αυτό το φαινόμενο μπορεί να έχει ένα είδος ανταπόκρισης σε ένα ιστορικό καθήκον. Πολύ γρήγορα, λέει, ότι τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, του 1933, κατάλαβε ότι αυτή η ανανέωση που είχε στο μυαλό του ήταν αδύνατο να συμβεί για αυτό και παραιτήθηκε από την πρυτανεία του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ πριν καν ολοκληρώσει έναν χρόνο θητείας. Ωστόσο, υπάρχουν πάρα πολλοί στοχαστές οι οποίοι προέρχονται είτε από τον χώρο της φιλελεύθερης φιλοσοφίας όπως ο Ρίτσαρντ Ροθ είτε από το χώρο της μαρξιστικής και της νεομαρξιστικής σκέψης, όπως ο Θίοντορ Αντόρνο, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτή η συμπόρευση δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα ατυχές γεγονός αλλά ήταν η εσωτερική κατάληξη και η εσωτερική συνέπεια της φιλοσοφίας του, η οποία ήδη είχε εκφραστεί λίγα χρόνια αργότερα με τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο στο κλασικό έργο του: «Είναι και Χρόνος», το οποίο εκδόθηκε το 1927. Οπότε, μπαίνει εδώ ένα ζήτημα να σταθούμε λίγο, να καταλάβουμε τον πυρήνα σκέψης του Χάιντεγκερ σε σχέση και με το ζήτημα της ελευθερίας, για να απαντήσουμε τελικά και σε αυτό το ερώτημα, αν αυτή η συμπόρευση ήταν ένα τυχαίο γεγονός που τον οδήγησε  μία προσωρινή φαντασίωση ή αν ήταν μία κατά κάποιο τρόπο εσωτερική συνέπεια του ίδιου του πυρήνα της σκέψης του. Για να δώσουμε μία κάπως βάσιμη και ασφαλή απάντηση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να επιστρέψουμε στην αρχή των παραδόσεων του Χάιντεγκερ στο Φράιμπουργκ, η οποία έγινε το 1920 όταν διαδέχθηκε τον Χούσσερλ, στην έδρα της φιλοσοφίας και να σταθούμε στο περιεχόμενο των πρώτων αυτών παραδόσεών του, οι οποίες δημοσιεύθηκαν χρόνια αργότερα και είχαν τον τίτλο: «Φαινομενολογία της Θρησκευτικής Ζωής». Προκειμένου να κατανοήσει την εμπειρία της θρησκευτικής ζωής, ο Χάιντεγκερ σε αυτές τις παραδόσεις πλησιάζει το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου και μάλιστα προσπαθεί να καταλάβει το νόημα που έχει για τον Απόστολο Παύλο η μεσσιανική εμπειρία. Συγκεκριμένα στρέφει το ενδιαφέρον του σε μία φράση του Αποστόλου Παύλου η οποία λέει το εξής: «Ο καιρός είναι λίγος και εκείνοι που νομίζουν ότι κατέχουν, στην πραγματικότητα δεν κατέχουν». Με αυτόν τον τρόπο ο Χάιντεγκερ σε αυτές τις παραδόσεις στρέφεται σε ένα νόημα της δύναμης όχι με την έννοια της κυριαρχίας που περιγράψαμε, αλλά και της ελευθερίας, όχι με το νόημα μιας δύναμης της θέλησης ως κυριαρχίας αλλά εξέρχεται από αυτήν την φαντασίωση πλησιάζοντας την εμπειρία του Αποστόλου Παύλου, λέγοντας ότι το πραγματικό νόημα τόσο της δύναμης όσο και της ελευθερίας είναι αυτό που επίσης γράφει ο Απόστολος Παύλος, όταν λέει ότι βρίσκει την ολοκληρωμένη έκφρασή της όταν βγαίνει από τη φαντασίωση της κυριαρχίας και μπορεί να συμφιλιωθεί με την ίδια την ασθένεια, με την ίδια την αδυναμία, με το ίδιο το πεπερασμένο του ανθρώπινου χαρακτήρα. Με βάση αυτό το νόημα με το όποιο κατανοεί την έννοια της δύναμης ο Χάιντεγκερ, θα λέγαμε ότι επιστρέφει στο νόημα της υψίστης έκφρασης της θέλησης για δύναμη του Νίτσε, όταν λέει ότι αυτό το ύψιστο νόημα είναι όταν η θέληση για δύναμη εξέρχεται από τη φαντασίωση της κυριαρχίας. Μπορούμε να πούμε ότι ο Χάιντεγκερ, δεν αποτελεί μόνο, στη φιλοσοφία του, μία κριτική μόνο της αστικής έννοιας της ελευθερίας αλλά και της ελευθερίας και της δύναμης με τον τρόπο που βρήκε έκφραση και μέσα στον σοσιαλισμό αλλά και μέσα και στον εθνικοσοσιαλισμό, καθώς και οι δύο αυτές ιδεολογίες δεν βγήκαν από το πλαίσιο της έννοιας της ελευθερίας ως βούλησης για δύναμη και για κυριαρχία.

Νομίζω ότι και ο ίδιος από την δεκαετία του '30 και ύστερα ήταν φανερό ότι επεδίωξε στη φιλοσοφία του να δείξει το πολιτικό νόημα που υπάρχει και το οποίο ενσαρκώνεται σε μία μορφή πολιτικής οργάνωσης, η οποία βρίσκεται στους αντίποδες και του αστικού τρόπου οργάνωσης και του σοσιαλιστικού τρόπου οργάνωσης αλλά και του εθνοσοσιαλιστικού τρόπου οργάνωσης. Μέσα στο ίδιο είναι και ο χρόνος, μιλάει για τον Νταζάιν, όπου είναι αυτό το νόημα της ελευθερίας με την έννοια της ύπαρξης, που σημαίνει ότι συμφιλιώνεται με τον πεπερασμένο χαρακτήρα της και λέει ότι: «αυτού του είδους το δείγμα δεν είναι ένα βίωμα μιας απομονωμένης ύπαρξης αλλά ένα βίωμα το οποίο μας φέρνει σε μία πραγματική συμφιλίωση και συναλληλία», άρα ένα βίωμα το οποίο έχει πολιτικό περιεχόμενο. Βεβαίως, στο μεταγενέστερο έργο του, θεωρεί ότι αυτό το βίωμα είναι αδύνατο να προκαλέσει μία μεταμόρφωση μέσα στην κατάσταση η οποία καθίσταται πια κυρίαρχη όλο και περισσότερο αλλά ταυτόχρονα δεν αποκλείει τη δυνατότητα, η σκέψη να κρατάει συνέχεια ανοιχτό και να δείχνει το μονοπάτι προς αυτό το ξέφωτο.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Όσον αφορά την κατανόηση των σύγχρονων πια πολιτικών θεμάτων, μπορούμε να πιάσουμε το νήμα από το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν πια έχουμε την κατάρρευση και των καθεστώτων ανατολικής Ευρώπης και έχουμε δημοσίευση έργων, για παράδειγμα, όπως του Φράνσις Φουκουγιάμα, το 1992, «Το τέλος της ιστορίας» και «Ο τελευταίος άνθρωπος». Δηλαδή, με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι τελικά η πολιτική πορεία του 20ου αιώνα μέσα από όλες αυτές τις περιπέτειες, ήταν ένα είδος νίκης και διάλυσης μορφών ολοκληρωτισμού οι οποίες εκφράστηκαν είτε με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού είτε με την ιδεολογία του σοσιαλισμού και ταυτόχρονα υπήρξε ένα αίσθημα θριάμβου της αστικής έννοιας της ελευθερίας, η οποία συνδυάστηκε και με μία ελπίδα ότι αυτή η κυριαρχία θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμη με ένα τέλος της ιστορίας. Πράγμα το οποίο διαψεύστηκε, διότι μέσα στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, είναι φανερό πια ότι συνεχίζουμε να έχουμε ανθρώπους ή ολόκληρες κοινωνικές ομάδες οι οποίες συνεχίζουν να ζουν το αίσθημα της καταπίεσης και της δυσφορίας, το οποίο περιγράψαμε ότι ήταν παρών και σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους, που θεωρήθηκε ότι ο αστικός πολιτισμός αποτελούσε την κυρίαρχη μορφή της ελευθερίας. Τώρα, αν θέλαμε να δούμε σήμερα τι μορφές παίρνουνε αυτές οι εκφράσεις δυσφορίας ή καταπίεσης, θα μπορούσαμε και πάλι να στραφούμε προς δύο κατευθύνσεις. Βέβαια, η σύγχρονη πολιτική θεωρία χρησιμοποιεί και άλλους όρους∙ λέγοντας για παράδειγμα ότι η μορφή του λόγου η οποία προσπαθεί να εκφράσει το αίσθημα δυσφορίας τον ασθενέστερα οικονομικά κοινωνικών ομάδων, δηλώνεται με το όνομα αυτού που λέμε «αριστερού λαϊκισμού». Η οποία έκφραση δεν είναι απαραιτήτως αρνητική, με την έννοια ότι πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε και θετικά για να δείξει την έννοια μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας η οποία νιώθει ότι καταπιέζεται και διεκδικεί έναν άλλον καταμερισμό της απόλαυσης. Ταυτόχρονα έχουμε και τις μορφές του λεγόμενου δεξιού λαϊκισμού, οι οποίες δεν εστιάζουν το ενδιαφέρον τους τόσο πολύ στα ζητήματα της προστασίας των οικονομικά ασθενών, όσο στα ζητήματα προστασίας ταυτοτήτων ή και συνόρων. Οπότε, έχουμε μία δεύτερη έκφραση πάλι μιας, θα λέγαμε, δυσφορίας. Αυτή τη στιγμή που κάνουμε τη συζήτηση, είναι σε εξέλιξη ένα φαινόμενο στην Ανατολική Ευρώπη που αποτελεί επιβεβαίωση αυτού ακριβώς που λέμε. Πώς μέσα σε μία καινούργια κατάσταση η οποία διαμορφώνεται, είναι δυνατόν να υπάρχουν ολόκληρα έθνη τα οποία αισθάνονται ότι πρέπει να αναμετρηθούν με τον πολιτισμό, ο οποίος αισθάνονται ότι πάει να τους επιβάλει μία άδικη κατάσταση πραγμάτων.


Τι θέλω να πω, αυτός ο Θρίαμβος ο οποίος υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας του '90 για το τέλος της ιστορίας, τελικά έχει διαψευσθεί με πολλαπλούς τρόπους. Και με τρόπους που έχουν να κάνουν με το αίσθημα ξανά καταπίεσης και αιχμαλωσίας ασθενών οικονομικά κοινωνικών στρωμάτων, όσο και με το αίσθημα αιχμαλωσίας ή δυσφορίας πολιτισμικών ή εθνικών ομάδων. Άρα, τίποτα δεν έχει τελειώσει όσον αφορά το ζήτημα της ιστορίας αλλά ούτε και όσον αφορά το ζήτημα της ελευθερίας. Όσον αφορά αυτή τη δεύτερη μορφή δυσφορίας, μπορούμε να τη συνδέσουμε για παράδειγμα και με το Θρησκευτικό φαινόμενο. Δηλαδή, έχουμε ολόκληρες θρησκευτικές παραδόσεις οι οποίες μέσα σε αυτόν τον υποτιθέμενο θρίαμβο της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού αισθάνονται ότι απειλούνται και για αυτό έχουμε, για παράδειγμα, αναζωπύρωση του Ισλάμ. Μία αναζωπύρωση, για παράδειγμα, του χριστιανισμού στην Ανατολική Ευρώπη ως στοιχείο μιας πολιτιστικής ταυτότητας. Μία αναζωπύρωση του Πεντηκονστιανισισμού. Ταυτόχρονα έχουμε, θα λέγαμε, αναζωπύρωση εθνικών ταυτοτήτων ή ταυτοτήτων ολόκληρων χωρών, όπως είναι για παράδειγμα η Ρωσία ή η Κίνα, απέναντι σε αυτό που θεωρούν ότι εκπροσωπούν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Και νομίζω ότι όλα αυτά που ζούμε στις μέρες μας αποτελούν εκφράσεις αυτής της συγκρουσιακής - άλλοτε έντονα και άλλοτε λιγότερο έντονα - κατάστασης. Η οποία συνεχίζει να υπάρχει εξαιτίας όλων αυτών των φαινομένων, τα οποία κάθε άλλο παρά αμβλύνθηκαν ή ομογενοποιήθηκαν. Συνεχίζουν να υπάρχουν και να αναζωπυρώνονται και να δημιουργούν συνέχεια ένα έντονα συγκρουσιακό πεδίο, το οποίο επικαλείται την έννοια της ελευθερίας και από τη μία μεριά και από την άλλη.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ

Για να κατανοήσουμε το παρόν των Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών σε σχέση με την ελευθερία, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να κατανοήσουμε κατά κάποιο τρόπο το επιστημολογικό παράδειγμα πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο οι πολιτικές όσο και οι κοινωνικές επιστήμες, κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν έκφραση εξελικτικού μοντέλου, όπου στην κορυφή είχαν το νόημα της αστικής ελευθερίας, το οποίο κατά κάποιο τρόπο υπηρετούσαν και θεωρούσαν ότι στην ανάλυσή τους έπρεπε να τοποθετήσουν άλλες μορφές πολιτικής ή κοινωνικής οργάνωσης σε χαμηλότερες βαθμίδες. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό της ανάλυσης των Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών μέχρι πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό το εξελικτικό μοντέλο κατά κάποιο τρόπο έχει διαλυθεί – αυτό το επιστημολογικό παράδειγμα – που θα 'λεγε ο Τόμας Κουν, και έχει δώσει την θέση του σε αυτό που λέμε: «μεταμοντέρνο παράδειγμα». Δηλαδή, τόσο οι Πολιτικές όσο και οι Κοινωνικές Επιστήμες, προσπαθούν να αναδείξουν τις επιμέρους κουλτούρες όχι ως μορφές που μπορούν να τοποθετηθούν πάνω σε μία εξελικτική κλίμακα αλλά ως επιμέρους γλωσσικά παιχνίδια, που η σύγχρονη πραγματικότητα οφείλει, κατά κάποιο τρόπο, να βρει έναν τρόπο διαλόγου ανάμεσά τους. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως ένα βαθμό, εκ μέρους των Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, υπηρετεί ένα είδος συμφιλίωσης στον βαθμό που επιχειρεί και στοχεύει στον σεβασμό πολιτισμικών ετεροτήτων, στον σεβασμό των δικαιωμάτων, στη διάλυση μορφών μισαλλοδοξίας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η μορφή αυτή του λόγου, του μεταμοντέρνου λόγου, που κυριαρχεί τόσο στο πεδίο των Πολιτικών Επιστημών όσο και στο πεδίο των Κοινωνικών Επιστημών, δεν μπορεί να χτυπήσει τον πυρήνα του προβλήματος σε σχέση με την ελευθερία, όπως είπα και στην αρχή, είναι το ζήτημα της θέλησης για δύναμη. Τι θέλω να πω με αυτό, ότι ο λόγος ο οποίος έχει ως βασικό περιεχόμενό του τον σεβασμό των ετεροτήτων, μπορεί να υπηρετεί ένα είδος συμφιλίωσης αλλά κατά κάποιο τρόπο, δεν μπορεί να αμβλύνει την πηγή ενός βαθύτερου ανταγωνισμού και μιας βαθύτερης συγκρουσιακής κατάστασης, η οποία ελλοχεύει και ανά πάσα στιγμή αναζωπυρώνεται και δίνει τα φαινόμενα τα οποία παρατηρούμε γύρω μας. Κατά τη γνώμη μου, μία κριτική της ελευθερίας, η οποία θα μπορούσε να λάβει υπόψιν της φιλοσοφικές εκφράσεις όπως αυτές που προείπα, του Χάιντεγκερ ή του Νίτσε, θα είχε μία πιο μεγάλη συνεισφορά προς την κατεύθυνση αυτή. Γιατί, οι φιλοσοφίες αυτές δεν μιλούν απλά για ένα νόημα της ελευθερίας που πρέπει να περιορίζεται στα όρια που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, αλλά μιλούν για ένα είδος ελευθερίας βαθύτερης μεταμόρφωσης, τόσο ατομικής όσο και συλλογικής, η οποία αμβλύνει την ίδια την σύγκρουση που κουβαλούν οι άνθρωποι μέσα τους και κατά κάποιο τρόπο τους συμφιλιώνει με τον εαυτό τους και τους συμφιλιώνει με τους άλλους. Όσο δεν γίνεται κατανοητό αυτό το μονοπάτι προς μία βαθύτερη και πραγματική κατανόηση της ελευθερίας, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μορφές ελευθερίας που επιτυγχάνουν ως έναν βαθμό μία συμφιλίωση αλλά επειδή αυτή δεν έχει έναν βαθύτερο χαρακτήρα, είναι καταδικασμένη κάθε φορά να υπονομεύεται από το βαθύτερο συγκρουσιακό πεδίο, το οποίο διαιωνίζεται και βρίσκει έκφραση είτε σε κοινωνικές μορφές συγκρούσεων είτε σε μορφές συγκρούσεων θρησκευτικού ή εθνικού ή εθνικιστικού χαρακτήρα.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Εκφράζω, κατά κάποιο τρόπο, ένα είδος επιφύλαξης πίσω από την χρήση κάθε φορά της έννοιας της ελευθερίας. Μιας επιφύλαξης που μας κάνει να αναρωτηθούμε τι πραγματικά κρύβεται. Για μία ακόμα φορά θεωρώ ότι η λέξη κλειδί, που θα μπορούσε να μας βοηθήσει όσον αφορά το νόημα της ελευθερίας, είναι ο ορός και η έννοια της θέλησης για δύναμη. Και να πω το εξής, ότι όσο η ελευθερία συνδέεται με τη δύναμη, με το νόημα της κυριαρχίας, είμαστε καταδικασμένοι να έχουμε συνέχεια μεταμορφώσεις αιχμαλωσίας, η οποία αποδομείται και συγκροτείται ξανά σε νέες μορφές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μέσα σε αυτές τις διαδοχικές μεταμορφώσεις της αιχμαλωσίας, δεν έχει νόημα να κρατιέται ανοιχτό το μονοπάτι μιας κατανόησης της ελευθερίας, πέρα από αυτή τη φαντασίωση της βούλησης για δύναμη ως κυριαρχίας, που μπορεί μεν να μην έχει πια το νόημα ενός ιστορικού καθήκοντος που θα αλλάξει τον κόσμο αλλά έχει το νόημα μιας μικρής ζύμης, που ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να αποτελέσει το θήραμα για να δημιουργηθούν καταστάσεις που είναι πιο κοντά στο νόημα της ελευθερίας.

___________________________
Παραγωγή: Αντίφωνο
Συνέντευξη: Δημήτρης Αρκάδας

Προτάσεις