
Φραντς Κάφκα: «Η δίκη της μεταμόρφωσης στον πύργο»
«Κάποιος πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα ωραίο πρωινό συνελήφθη. Η μαγείρισσα της σπιτονοικοκυράς του, που πάντα του ‘φερνε πρωινό στις οχτώ, δεν εμφανίστηκε στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί.»
Πάνω από 100 γλώσσες – ακόμα κι η ιαπωνική – έχουν υιοθετήσει ως επίθετο τον όρο «καφκικός», για να χαρακτηρίσουν τη σκοτεινή του ατμόσφαιρα. Κι όμως, αυτός που «καθόρισε» τον εσωτερικό μας κόσμο, ήταν ένας αρρωστημένα ντροπαλός Εβραίος, που έζησε στην Πράγα κι όσο ζούσε, ελάχιστα αποσπάσματα έργων ή χειρόγραφών του επέτρεψε να εκδοθούν. Πέθανε νέος το 1924. Όταν πέθανε, 41 ετών, λίγοι γνώριζαν το έργο του – ελάχιστοι αναγνώστες στην Πράγα μόνο – όπου έζησε μάλλον απρόθυμα τη σύντομη ζωή του. «Η Πράγα δε σ’ αφήνει να της ξεφύγεις», έγραφε, «η μητερούλα μας έχει αρπακτικά νύχια. Δεν έχεις παρά να υποκύψεις». Ελάχιστα έργα του τον ικανοποιούσαν κι είναι γνωστό ότι ζήτησε να καούν όλα μετά το θάνατό του. Μολονότι δεν έχει συγκεκριμένες περιγραφές το τοπίο της Πράγας κυριαρχεί στο έργο του και μάλιστα το κάστρο της πόλης, ο Πύργος όπως και στο ομώνυμο έργο του δεσπόζει πάνω από τους δαιδαλώδης δρόμους της πόλης. Η Πράγα γι’ αυτόν ήταν ξένος τόπος. Οι δρόμοι και τα στενά της απηχούν γι’ αυτό το πνεύμα του αιώνα μας.
Πριν απ’ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Πράγα ήταν μια ευημερούσα επαρχιακή μάλλ0ν πόλη με μεγάλη συγκέντρωση εβραϊκού πληθυσμού. Σ’ αυτήν την εβραϊκή παραδοσιακή κοινότητα γεννήθηκε κι ο Κάφκα. Η Τσεχοσλοβακία τότε ήταν μέρος της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας ως επίσημη γλώσσα είχε τη γερμανική. Η οικογένεια του Κάφκα ήταν γερμανόφωνοι Εβραίοι, έμποροι της Παλιάς Πόλης – στην εβραϊκή συνοικία, ελάχιστα τον επηρέασαν ως προς την καταγωγή του. Ένιωθε ξένος ως Εβραίος σε εποχή ανερχόμενου αντισημιτισμού, αλλά και ως γερμανόφωνος σε τσεχικό έδαφος.
«Δυο μέρες τώρα παρατηρώ αυτήν την υποβόσκουσα ψύχραιμη αδιαφορία και χτες μάλιστα στον περίπατό μου, κάθε ήχος στο δρόμο, κάθε μάτι που με κοίταζε, ήταν πιο σημαντικό κι από τον εαυτό μου. Χρόνια πριν, αναλογιζόμουν τις επιθυμίες που ήθελα να εκπληρωθούν στη ζωή μου. Ανακάλυψα ότι η πιο σημαντική κι απολαυστική, ήταν να διαμορφώσω μιαν άποψη για τη ζωή και να τη μεταδώσω στους άλλους γράφοντας. Τη ζωή, που μ’ όλες τις εξαρτήσεις και μεταπτώσεις της, ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ως ένα τίποτα. Ένα όνειρο, ένα θολό τρεμούλιασμα, μια όμορφη επιθυμία ίσως… αν σωστά ευχόμουν την εκπλήρωση της».
-Ημερολόγια-
Τη μέρα, όπως κι ο ήρωας του ο Κ., ο Κάφκα δούλευε σε γραφείο στην Πράγα ως ασφαλιστής εργατικών ατυχημάτων. Διεκδικούσε αποζημιώσεις για βιομηχανικά ατυχήματα. Οι δαιδαλώδεις διάδρομοι, τα κλιμακοστάσια, σίγουρα ενέπνευσαν τις εφιαλτικές περιγραφές του. Δε δούλευε όμως για να βρίσκει υλικό έμπνευσης. Η δουλειά παρεμπόδιζε το πραγματικό του έργο που ήταν το νυχτερινό γράψιμο.
«Αυτό το πήγαινε-έλα, ολοένα χειρότερο γίνεται. Στο γραφείο εκτελώ τα εξωτερικά μου καθήκοντα αλλά όχι τα εσωτερικά μου. Κι αυτά, ανεκπλήρωτα, με βασανίζουν μόνιμα. Είν’ οι πλανεύτρες φωνές της νύχτας, οι Σειρήνες. Άδικα τις κατηγορούν ότι σκόπιμα πλανεύουν. Ήξεραν ότι είχαν νύχια γαμψά, στείρες μήτρες και θρηνούσαν γι’ αυτό δυνατά, τι φταίγαν αν ο θρήνος τους ήταν μαγευτικός;».
-Ημερολόγια-
Η μεγαλοφυία του Κάφκα, είναι ότι μας κάνει κοινωνούς, δηλαδή μας φανερώνει ρεαλιστικά, ελκυστικά, κρυφές, ιδιωτικές του στιγμές, αυστηρά προσωπικά του ζητήματα. Δεν εννοώ μόνο την αρρώστια του, που την «καλλιεργούσε» όποτε ήθελε να προστατέψει τη διάνοιά του, το γράψιμό του. Ούτε εννοώ τη φοβερή έλλειψη αυτοπεποίθησης που τον διέκρινε στη ζωή, μολονότι υπήρξε εξαιρετικά έντιμος, ικανός και ευσυνείδητος ασφαλιστής. Εννοώ πάνω απ’ όλα, τη μεγάλη σύγκρουση που καθόρισε το έργο του και την αυτοεκτίμησή του. Τη σύγκρουση με τον πατέρα του. Το πανίσχυρο, συντριπτικό, πατρικό πρότυπο τον τυραννάει, του υπενθυμίζει επίμονα ότι οι νεαροί Εβραίοι, παντρεύονται, κάνουν καριέρα, δε βυθίζονται στη μηδαμινότητα προδίδοντας τον Ιουδαϊσμό και την ανθρωπότητα ως δειλοί, ασήμαντοι εργένηδες, όπως αυτός, ο γιος του, κατάντησε. Η ψυχανάλυση βρίσκει πρόσφορο έδαφος εδώ, αλλά πιθανόν να μην επαρκεί. Αυτό που διακυβεύεται είναι ισχυρότερο, πολύ ευρύτερο απ’ το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Είν’ η σχέση με τον πατέρα, αλλά τον Πατέρα-Θεό, παντοκράτορα μιας πατερναλιστικής οικουμένης που συντρίβει και ευνουχίζει και όπου στην προαιώνια διαμάχη πατέρα-γιου, ο γιος είναι πάντα ο ένοχος.
«Ένα περιστατικό της παιδικής μου ηλικίας το θυμάμαι ακόμα. Ίσως το θυμάσαι κι εσύ. Μια νύχτα γκρίνιαζα κι έκλαιγα, ήθελα νερό. Μετά από διάφορες απειλές χωρίς αποτέλεσμα μ’ έβγαλες απ’ το κρεβάτι, μ’ έσυρες ως το μπαλκόνι και μ’ έκλεισες απ’ έξω με το νυχτικό μου μέσ’ τη νύχτα, έξω απ’ την κλειστή πόρτα. Υπήρξα μάλλον υπάκουος μετά απ’ αυτό, αλλά η βλάβη μέσα μου υπήρξε μόνιμη. Για χρόνια βασανίζομαι ακόμα απ’ αυτή την πελώρια φιγούρα του πατέρα, της ύστατης εξουσίας που μπορεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς λόγo, να με τραβάει απ’ το κρεβάτι μέσ’ τη νύχτα».
-Γράμματα στον πατέρα, 1918-
Το θλιβερότερο πρόβλημα της ζωής του, ήταν η ανικανότητά του να έχει ώριμες σχέσεις με γυναίκες. Συνδεόταν στενά με τη μητέρα του και τις αδερφές του, ιδίως τη μικρή, την Ότλα. Ποτέ δεν μπόρεσε να παντρευτεί. Αρραβωνιάστηκε δύο φορές και είχε πολλές σχέσεις. Η πιο σημαντική, με την Φελίτσια Μπάουερ, το 1912 και 8 χρόνια μετά, με τη Μιλένα Γεσένκα. Και με τις δύο είχε πυκνή αλληλογραφία, πάντα όμως διέκοπτε τις σχέσεις του όταν ο έρωτας τις απειλούσε. Όταν αναλύουμε φυσιογνωμίες σαν τον Κάφκα, τόσο ιδιόμορφη, φευγαλέα κι απροσδιόριστη, πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί, ν’ αποφύγουμε λάθη εκτίμησης ή εκχυδαϊσμούς. Στα περισσότερα έργα του, το ερωτικό στοιχείο είναι ισχυρό με σαδιστικές προεκτάσεις και κτηνώδη ζευγαρώματα. Ο υπόκοσμος της πορνείας – της υπηρέτριας που εκδίδεται στην Εξουσία – είναι παρών πάντα στα έργα του. Στις προσωπικές του σχέσεις με γυναίκες, βασανιζόταν από ενοχές και άγχη. Γράφει στην μνηστή του, Φελίτσια Μπάουερ: «Θέλω πολύ να σε παντρευτώ, αλλά μου είναι αδύνατο. Η επιθυμία μου, είν’ η απόδειξη της ενοχής μου και πόσο λάθος κάνω να επιθυμώ κάτι τέτοιο». Με τη Μιλένα Γεσένκα – εξαιρετικά προικισμένο άτομο, μοναδική ίσως φωτεινή παρουσία στη ζωή του – μόλις ο έρωτας πάει να τον αγγίξει, ο Κάφκα υποχωρεί τρομαγμένος, υποσυνείδητα διαισθανόμενος ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή που ζει. Μόνο προς το τέλος της ζωής του, βαριά άρρωστος από φυματίωση, που νιώθει όπως λέει ένα ζωύφιο να κατατρώγει το λαιμό του πόντο-πόντο κάθε μέρα, μόνον τότε στη νεαρή Ντόρα Ντύμαν που την γνώριζε από σιωνιστικές συγκεντρώσεις, ο Κάφκα επιτέλους μοιάζει να βρίσκει την αποδοχή και την γαλήνη. Κι αυτό, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σχεδόν και πέρα απ’ τον θάνατο.
«Φαίνεται τρομαχτικό να είσαι εργένης, να γερνάς παλεύοντας για την αξιοπρέπειά σου ενώ ικετεύεις για μια πρόσκληση, να ‘χεις παρέα. Ν’ ανεβαίνεις τις σκάλες χωρίς να συνοδεύεις σύζυγο. Όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τους ζωντανούς, τόσο λιγότερος χώρος σου χρειάζεται.»
«Αυτή την ιστορία την έγραψα σε μια νύχτα. Από τις δέκα το βράδι ως τις έξι το πρωί. Τα πόδια μου κάτω απ’ το τραπέζι είχαν πιαστεί απ’ την ακινησία. Συχνά μέσ’ τη νύχτα, λύγισα απ’ το βάρος μου στη ράχη. Πώς να τα πεις όλα; Πώς, από ένα καπρίτσιο, καταστρέφονται και αναγεννώνται μέσ’ τη φωτιά; Πώς έγιναν όλα γαλάζια έξω απ’ το παράθυρο;»
Η σκοτεινή ακτινοβολία του έργου του, η σχεδόν αδιαπέραστη αγνότητα της παρουσίας του, είναι αυτό που έμεινε από τον Κάφκα. Μετά απ’ αυτόν, κάθε γραφή ή λόγος έγιναν δυσκολότερα, για όλους μας. Τα γραπτά του, που διέταξε τον φίλο του Μαξ Μπροντ να τα καταστρέψει μέχρι ενός, μετά το θάνατό του, σήμερα κοσμούν την έμπνευση του πολιτισμού μας. Κάηκαν από τους ναζί το 1933. Οι αδελφές του κι η αγαπημένη του Μιλένα, πέθαναν στο Άουσβιτς. Τα έργα του όμως επέζησαν και τώρα βρίσκονται ολοζώντανα σε κάθε γωνιά της γης. Α ναι, εκτός από την Πράγα. Γι’ αυτούς, ο Κάφκα, είναι κάτι σαν ένα ενοχλητικό «πνεύμα». Δε θα τον εξέπλησσε κάτι τέτοιο, αυτό ουσιαστικά είν’ ο Κάφκα, ο άνθρωπος που δε βρίσκει το δίκιο του, αυτός που δεν έχει «που την κεφαλήν κλίναι».
_____________________________________
Παραγωγή: B.B.C, 1990
Απόδοση: Ιωάννα Χατζηαντωνίου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου