Φραντς Κάφκα: «Η δίκη της μεταμόρφωσης στον πύργο»

Ο Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Γερμανόφωνος και εβραϊκής καταγωγής, έζησε στη σημερινή Τσεχία και έγραψε όλα τα βιβλία του στη γερμανική γλώσσα. Τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατό του, εδραιώθηκε η θέση του στην παγκόσμια λογοτεχνία, χαρακτηρίστηκε ως ο σπουδαιότερος μοντερνιστής γερμανόφωνος πεζογράφος και το έργο του έχει αναλυθεί εκτενώς. Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η νουβέλα Η μεταμόρφωση (1915) και τα μυθιστορήματα Η δίκη (1925), Ο πύργος (1926) και Αμερική (1927).

Φραντς Κάφκα: «Η δίκη της μεταμόρφωσης στον πύργο»

[κλικ στα ακουστικά 🎧 για να ακούσεις το άρθρο]

(επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)

«Καρφώνω τη ματιά σε φανταστικές κλειδαρότρυπες, μη μου ξεφύγουν τα καλειδοσκόπια που φαντάζομαι. Καλώ γη και ουρανό να επικουρήσουν το έργο μου. Ποιο είναι αυτό; Μα να παρατηρώ τον εαυτό μου! Το αναπόφευκτο καθήκον της αυτοπαρατήρησης. Στο μεγαλύτερο μέρος της δεν είναι παρά ψέμα. Ρωτάμε συχνά: Ποιος λέει ψέματα για μας; Πως είναι δυνατό να μας συκοφαντούν έτσι;»

«Κάποιος πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα ωραίο πρωινό συνελήφθη. Η μαγείρισσα της σπιτονοικοκυράς του, που πάντα του ‘φερνε πρωινό στις οχτώ, δεν εμφανίστηκε στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί.»


Η αρχή της «Δίκης» του Κάφκα, πασίγνωστη, μοναδική. Το χτύπημα στην πόρτα, το προανάκρουσμα. Ο δαιδαλώδης, απειλητικός εφιάλτης αρχίζει και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Ίσως το χτύπημα στην πόρτα έρθει από τη μυστική αστυνομία της Ρωσίας, της Νότιας Αφρικής ή της Κεντρικής Αμερικής κι ίσως δεν είναι πάντα τόσο μελοδραματική. Συμβολίζει όμως την απειλή που ενεδρεύει, που αιφνιδιάζει την καθημερινή, ασήμαντη ζωή μας, όταν ξαφνικά βρεθούμε σ’ ένα νοσοκομείο, μπροστά στους λογαριασμούς της εφορίας ή σε προθάλαμο προξενείου για να βγάλουμε βίζα. Η γραφειοκρατία του τρόμου που χαρακτηρίζει την πεζή καθημερινότητα του 20ου αιώνα είναι το μήνυμα του Κάφκα. Ο μεγάλος ποιητής Ώντεν έλεγε, ότι αν ερωτηθεί ποιος συγγραφέας είν’ ο εκφραστής του 20ου αιώνα – όπως ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Γκαίτε, εκφράζουν τη δική τους εποχή – ο πρώτος που θα αναφέρει είναι ο Κάφκα.

Πάνω από 100 γλώσσες – ακόμα κι η ιαπωνική – έχουν υιοθετήσει ως επίθετο τον όρο «καφκικός», για να χαρακτηρίσουν τη σκοτεινή του ατμόσφαιρα. Κι όμως, αυτός που «καθόρισε» τον εσωτερικό μας κόσμο, ήταν ένας αρρωστημένα ντροπαλός Εβραίος, που έζησε στην Πράγα κι όσο ζούσε, ελάχιστα αποσπάσματα έργων ή χειρόγραφών του επέτρεψε να εκδοθούν. Πέθανε νέος το 1924. Όταν πέθανε, 41 ετών, λίγοι γνώριζαν το έργο του – ελάχιστοι αναγνώστες στην Πράγα μόνο – όπου έζησε μάλλον απρόθυμα τη σύντομη ζωή του. «Η Πράγα δε σ’ αφήνει να της ξεφύγεις», έγραφε, «η μητερούλα μας έχει αρπακτικά νύχια. Δεν έχεις παρά να υποκύψεις». Ελάχιστα έργα του τον ικανοποιούσαν κι είναι γνωστό ότι ζήτησε να καούν όλα μετά το θάνατό του. Μολονότι δεν έχει συγκεκριμένες περιγραφές το τοπίο της Πράγας κυριαρχεί στο έργο του και μάλιστα το κάστρο της πόλης, ο Πύργος όπως και στο ομώνυμο έργο του δεσπόζει πάνω από τους δαιδαλώδης δρόμους της πόλης. Η Πράγα γι’ αυτόν ήταν ξένος τόπος. Οι δρόμοι και τα στενά της απηχούν γι’ αυτό το πνεύμα του αιώνα μας.



Πριν απ’ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η Πράγα ήταν μια ευημερούσα επαρχιακή μάλλ0ν πόλη με μεγάλη συγκέντρωση εβραϊκού πληθυσμού. Σ’ αυτήν την εβραϊκή παραδοσιακή κοινότητα γεννήθηκε κι ο Κάφκα. Η Τσεχοσλοβακία τότε ήταν μέρος της  αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας ως επίσημη γλώσσα είχε τη γερμανική. Η οικογένεια του Κάφκα ήταν γερμανόφωνοι Εβραίοι, έμποροι της Παλιάς Πόλης – στην εβραϊκή συνοικία, ελάχιστα τον επηρέασαν ως προς την καταγωγή του. Ένιωθε ξένος ως Εβραίος σε εποχή ανερχόμενου αντισημιτισμού, αλλά και ως γερμανόφωνος σε τσεχικό έδαφος.

«Δυο μέρες τώρα παρατηρώ αυτήν την υποβόσκουσα ψύχραιμη αδιαφορία και χτες μάλιστα στον περίπατό μου, κάθε ήχος στο δρόμο, κάθε μάτι που με κοίταζε, ήταν πιο σημαντικό κι από τον εαυτό μου. Χρόνια πριν, αναλογιζόμουν τις επιθυμίες που ήθελα να εκπληρωθούν στη ζωή μου. Ανακάλυψα ότι η πιο σημαντική  κι απολαυστική, ήταν να διαμορφώσω μιαν άποψη για τη ζωή και να τη μεταδώσω στους άλλους γράφοντας. Τη ζωή, που μ’ όλες τις εξαρτήσεις και μεταπτώσεις της, ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ως ένα τίποτα. Ένα όνειρο, ένα θολό τρεμούλιασμα, μια όμορφη επιθυμία ίσως… αν σωστά ευχόμουν την εκπλήρωση της».

-Ημερολόγια-


Ο Κάφκα χαράζει τις προτάσεις του σαν τους τεχνίτες της Πράγας, που χαράζουν το γυαλί με διαμάντι. Γράφει μ’ έναν τρόπο που μας φαίνεται: ο δικός μας ονειρικός κόσμος. Αναρωτιόμαστε από που προέρχονται όλα αυτά και ξαφνικά αντιλαμβανόμαστε το ρεαλισμό του. Υπνοβατεί μέσ’ την τρομοκρατία της γραφειοκρατίας, που ο Κάφκα περιγράφει, απεικονίζει ρεαλιστικά, φωτογραφικά σχεδόν στην πτώση της  αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. Βουνά ολόκληρα το χαρτοβασίλειό της. Δικολάβοι, γραφειοκράτες, υπαλληλίσκοι, αλλά ταυτόχρονα είναι μια εφιαλτική εικόνα, μια διορατική, προφητική, μια αποκαλυπτική, θλιβερή ανταπόκριση, ένα ρεπορτάζ πριν τα γεγονότα.  Στη διάσημη ιστορία του «Η Μεταμόρφωση», ένας άνθρωπος μεταμορφώνεται σε φριχτό έντομο. Το όνομα που χρησιμοποιεί στα γερμανικά σημαίνει ακριβώς «ζωύφιο» κι είν’ αυτό που χρησιμοποίησαν οι ναζί 30 χρόνια μετά, γι’ αυτούς που έστελναν στα κρεματόρια. Ο Κάφκα μεταχειρίζεται τις λέξεις σαν να τις δανείζεται από τράπεζα με υψηλό τόκο και βιάζεται να τις επιστρέψει ανέπαφες προτού νυχτώσει.

Τη μέρα, όπως κι ο ήρωας του ο Κ., ο Κάφκα δούλευε σε γραφείο στην Πράγα ως ασφαλιστής εργατικών ατυχημάτων. Διεκδικούσε αποζημιώσεις για βιομηχανικά ατυχήματα. Οι δαιδαλώδεις διάδρομοι, τα κλιμακοστάσια, σίγουρα ενέπνευσαν τις εφιαλτικές περιγραφές του. Δε δούλευε όμως για να βρίσκει υλικό έμπνευσης. Η δουλειά παρεμπόδιζε το πραγματικό του έργο που ήταν το νυχτερινό γράψιμο.

«Αυτό το πήγαινε-έλα, ολοένα χειρότερο γίνεται. Στο γραφείο εκτελώ τα εξωτερικά μου καθήκοντα αλλά όχι τα εσωτερικά μου. Κι αυτά, ανεκπλήρωτα, με βασανίζουν μόνιμα. Είν’ οι πλανεύτρες φωνές της νύχτας, οι Σειρήνες. Άδικα τις κατηγορούν ότι σκόπιμα πλανεύουν. Ήξεραν ότι είχαν νύχια γαμψά, στείρες μήτρες και θρηνούσαν γι’ αυτό δυνατά, τι φταίγαν αν ο θρήνος τους ήταν μαγευτικός;».

-Ημερολόγια-


Η μεγαλοφυία του Κάφκα, είναι ότι μας κάνει κοινωνούς, δηλαδή μας φανερώνει ρεαλιστικά, ελκυστικά, κρυφές, ιδιωτικές του στιγμές, αυστηρά προσωπικά του ζητήματα. Δεν εννοώ μόνο την αρρώστια του, που την «καλλιεργούσε» όποτε ήθελε να προστατέψει τη διάνοιά του, το γράψιμό του. Ούτε εννοώ τη φοβερή έλλειψη αυτοπεποίθησης που τον διέκρινε στη ζωή, μολονότι υπήρξε εξαιρετικά έντιμος, ικανός και ευσυνείδητος ασφαλιστής. Εννοώ πάνω απ’ όλα, τη μεγάλη σύγκρουση που καθόρισε το έργο του και την αυτοεκτίμησή του. Τη σύγκρουση με τον πατέρα του. Το πανίσχυρο, συντριπτικό, πατρικό πρότυπο τον τυραννάει, του υπενθυμίζει επίμονα ότι οι νεαροί Εβραίοι, παντρεύονται, κάνουν καριέρα, δε βυθίζονται στη μηδαμινότητα προδίδοντας τον Ιουδαϊσμό και την ανθρωπότητα ως δειλοί, ασήμαντοι εργένηδες, όπως αυτός, ο γιος του, κατάντησε. Η ψυχανάλυση βρίσκει πρόσφορο έδαφος εδώ, αλλά πιθανόν να μην επαρκεί. Αυτό που διακυβεύεται είναι ισχυρότερο, πολύ ευρύτερο απ’ το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Είν’ η σχέση με τον πατέρα, αλλά τον Πατέρα-Θεό, παντοκράτορα μιας πατερναλιστικής οικουμένης που συντρίβει και ευνουχίζει και όπου στην προαιώνια διαμάχη πατέρα-γιου, ο γιος είναι πάντα ο ένοχος.


«Ένα περιστατικό της παιδικής μου ηλικίας το θυμάμαι ακόμα. Ίσως το θυμάσαι κι εσύ. Μια νύχτα γκρίνιαζα κι έκλαιγα, ήθελα νερό. Μετά από διάφορες απειλές χωρίς αποτέλεσμα μ’ έβγαλες απ’ το κρεβάτι, μ’ έσυρες ως το μπαλκόνι και μ’ έκλεισες απ’ έξω με το νυχτικό μου μέσ’ τη νύχτα, έξω απ’ την κλειστή πόρτα. Υπήρξα μάλλον υπάκουος μετά απ’ αυτό, αλλά η βλάβη μέσα μου υπήρξε μόνιμη. Για χρόνια βασανίζομαι ακόμα απ’ αυτή την πελώρια φιγούρα του πατέρα, της ύστατης εξουσίας που μπορεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς λόγo, να με τραβάει απ’ το κρεβάτι μέσ’ τη νύχτα».

-Γράμματα στον πατέρα, 1918-


Πολλοί θεωρούν ότι η σχέση με τον πατέρα είν’ η αιτία που άρχισε να γράφει. Ο πατέρας Χέρμαν, περιφρονούσε τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του γιου του. Υπήρξε ακριβώς ό,τι δεν ήταν ο γιος του. Δυνατός ενώ ο γιος ήταν φιλάσθενος. Επιτυχημένος, γεμάτος αυτοπεποίθηση ενώ ο Φραντς ήταν ντροπαλός κι αδέξιος. Παντρεμένος ενώ ο γιος θλιβερός εργένης. Δεν έκρυβε την απογοήτευση του για το γιο του, γι’ αυτό, πρόσωπα εξουσιαστικά, σκληροί τιμωροί, εμφανίζονται πάντα στα έργα του Κάφκα. Στην «Αποικία βαρυποινιτών», η πρέσα σωφρονισμού – μακάβρια παρωδία τυπογράφου – τυπώνει στη σάρκα το αδίκημα κάθε παραβάτη του Νόμου, ενώ στη «Δίκη» μας συγκλονίζει η σκηνή που ο Κ., ακούει φωνές πίσω από μια πόρτα που νόμιζε ότι ήταν αποθήκη. Καθώς «Η Δίκη» εξελίσσεται, ο Γιόζεφ Κ., μια και η απαλλαγή του φαίνεται να καθυστερεί, αποφασίζει να παρέμβει. Στο δεύτερο μέρος, περιγράφονται συναντήσεις του με διάφορους που γνωρίζουν από δικαστήρια, αλλά ελάχιστα τον διαφωτίζουν. Έτσι θα καταφύγει στον Δικηγόρο.



Το θλιβερότερο πρόβλημα της ζωής του, ήταν η ανικανότητά του να έχει ώριμες σχέσεις με γυναίκες. Συνδεόταν στενά με τη μητέρα του και τις αδερφές του, ιδίως τη μικρή, την Ότλα. Ποτέ δεν μπόρεσε να παντρευτεί. Αρραβωνιάστηκε δύο φορές και είχε πολλές σχέσεις. Η πιο σημαντική, με την Φελίτσια Μπάουερ, το 1912 και 8 χρόνια μετά, με τη Μιλένα Γεσένκα. Και με τις δύο είχε πυκνή αλληλογραφία, πάντα όμως διέκοπτε τις σχέσεις του όταν ο έρωτας τις απειλούσε. Όταν αναλύουμε φυσιογνωμίες σαν τον Κάφκα, τόσο ιδιόμορφη, φευγαλέα κι απροσδιόριστη, πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί, ν’ αποφύγουμε λάθη εκτίμησης ή εκχυδαϊσμούς. Στα περισσότερα έργα του, το ερωτικό στοιχείο είναι ισχυρό με σαδιστικές προεκτάσεις και κτηνώδη ζευγαρώματα. Ο υπόκοσμος της πορνείας – της υπηρέτριας που εκδίδεται στην Εξουσία – είναι παρών πάντα στα έργα του. Στις προσωπικές του σχέσεις με γυναίκες, βασανιζόταν από ενοχές και άγχη. Γράφει στην μνηστή του, Φελίτσια Μπάουερ: «Θέλω πολύ να σε παντρευτώ, αλλά μου είναι αδύνατο. Η επιθυμία μου, είν’ η απόδειξη της ενοχής μου και πόσο λάθος κάνω να επιθυμώ κάτι τέτοιο». Με τη Μιλένα Γεσένκα – εξαιρετικά προικισμένο άτομο, μοναδική ίσως φωτεινή παρουσία στη ζωή του – μόλις ο έρωτας πάει να τον αγγίξει, ο Κάφκα υποχωρεί τρομαγμένος, υποσυνείδητα διαισθανόμενος ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή που ζει. Μόνο προς το τέλος της ζωής του, βαριά άρρωστος από φυματίωση, που νιώθει όπως λέει ένα ζωύφιο να κατατρώγει το λαιμό του πόντο-πόντο κάθε μέρα, μόνον τότε στη νεαρή Ντόρα Ντύμαν που την γνώριζε από σιωνιστικές συγκεντρώσεις, ο Κάφκα επιτέλους μοιάζει να βρίσκει την αποδοχή και την γαλήνη. Κι αυτό, ενώ ο ίδιος βρίσκεται σχεδόν και πέρα απ’ τον θάνατο.


«Φαίνεται τρομαχτικό να είσαι εργένης, να γερνάς παλεύοντας για την αξιοπρέπειά σου ενώ ικετεύεις για μια πρόσκληση, να ‘χεις παρέα. Ν’ ανεβαίνεις τις σκάλες χωρίς να συνοδεύεις σύζυγο. Όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τους ζωντανούς, τόσο λιγότερος χώρος σου χρειάζεται.» 


Εργένης, στο μέσον ακόμα της ζωής του, προφανώς ηθελημένα περιορίζεται σε ολοένα μικρότερο χώρο ώσπου, πεθαίνοντας, το φέρετρο να ‘ναι ο πιο κατάλληλος χώρος γι’ αυτόν. Εφιαλτικά παράδοξα, σουρεαλιστικά γεγονότα, είν’ ο κόσμος του Κάφκα όπου όλοι δικαζόμαστε, όλοι είμαστε υπό κατηγορία. Τι είδους δίκη είν’ αυτή; Οι ρίζες της βρίσκονται στον Ιουδαϊσμό, είν’ η μεγάλη κρίση, ο Νόμος ο Ανώτατος με το γνωστό παράλογο, παράδοξο: «Άμα δε γνωρίζεις το Νόμο, τότε είσαι ένοχος. Αν τον γνωρίζεις, αλλά αγνοείς τις αναρίθμητες, λεπτομερειακές, τρομαχτικές εκλογικεύσεις του, τότε είσαι και πάλι ένοχος.» Για τον Κάφκα, μόνο το ότι ζεις είναι σαν να ‘σαι υπό επιτήρηση απ’ ευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου, που δεν μπορείς ούτε να κατανοήσεις πλήρως, ούτε να επηρεάσεις. Από όλους τους συμβολισμούς – πως να το πω – που του αποκαλύφθηκαν στον «πυρήνα της αλήθειας», ο πιο γνωστός, είν’ αυτός που έγραψε το 1914 και εξέδωσε το 1916 και που αποτελεί τον πυρήνα της «Δίκης». Είναι το γραπτό του: «Ενώπιον του Νόμου». Μία σελίδα μόνο κείμενο, μερικές γραμμές κι όμως άξιο σύγκρισης με το βιβλίο του Ιώβ, ατέρμων επεκτείνεται απαιτητικά στο διηνεκές. Ο Κάφκα έλεγε ότι ο μύθος ξεκινάει απ’ την αλήθεια και τελειώνει με το ανεξήγητο. Είναι η μύηση του ίδιου του Κάφκα, η μύηση του Γιόζεφ Κ. στον μητροπολιτικό ναό, όπου θα διδαχτεί τον ανεξιχνίαστο αλλά σαφή μύθο για τον Νόμο και τον Φύλακα. 


«Αυτή την ιστορία την έγραψα σε μια νύχτα. Από τις δέκα το βράδι ως τις έξι το πρωί. Τα πόδια μου κάτω απ’ το τραπέζι είχαν πιαστεί απ’ την ακινησία. Συχνά μέσ’ τη νύχτα, λύγισα απ’ το βάρος μου στη ράχη. Πώς να τα πεις όλα; Πώς, από ένα καπρίτσιο, καταστρέφονται και αναγεννώνται μέσ’ τη φωτιά; Πώς έγιναν όλα γαλάζια έξω απ’ το παράθυρο;»


Η σκοτεινή ακτινοβολία του έργου του, η σχεδόν αδιαπέραστη αγνότητα της παρουσίας του, είναι αυτό που έμεινε από τον Κάφκα. Μετά απ’ αυτόν, κάθε γραφή ή λόγος έγιναν δυσκολότερα, για όλους μας.  Τα γραπτά του, που διέταξε τον φίλο του Μαξ Μπροντ να τα καταστρέψει μέχρι ενός, μετά το θάνατό του, σήμερα κοσμούν την έμπνευση του πολιτισμού μας. Κάηκαν από τους ναζί το 1933. Οι αδελφές του κι η αγαπημένη του Μιλένα, πέθαναν στο Άουσβιτς. Τα έργα του όμως επέζησαν και τώρα βρίσκονται ολοζώντανα σε κάθε γωνιά της γης. Α ναι, εκτός από την Πράγα.  Γι’ αυτούς, ο Κάφκα, είναι κάτι σαν ένα ενοχλητικό «πνεύμα». Δε θα τον εξέπλησσε κάτι τέτοιο, αυτό ουσιαστικά είν’ ο Κάφκα, ο άνθρωπος που δε βρίσκει το δίκιο του, αυτός που δεν έχει «που την κεφαλήν κλίναι». 

_____________________________________
Παραγωγή: B.B.C, 1990
Απόδοση: Ιωάννα Χατζηαντωνίου

Προτάσεις