Πέρσι Σέλλεϋ: Η ποίηση και το ατομικό συμφέρον, ο Θεός και ο Διάβολος τού κόσμου


Πέρσι Σέλλεϋ: Η ποίηση και το ατομικό συμφέρον, ο Θεός και ο Διάβολος τού κόσμου

(μεταφορά/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)


ΣΤΗ ΝΕΑΡΑ ΗΛΙΚΙΑ TOΥ ΚΟΣΜΟΥ οι άνθρωποι χόρευαν, τραγουδούσαν, έκαναν μιμήσεις, ακολουθώντας έναν ορισμένο ρυθμό και τάξη. Παρ' όλο που ο ρυθμός ήταν για όλους ο ίδιος, δεν τηρούσαν ωστόσο την ίδια διάταξη στις κινήσεις τού χορού, στη μελωδία τού τραγουδιού, στους συνδυασμούς τής γλώσσας, στις μιμήσεις τους. Καθεμία κατηγορία μιμητικής αναπαράστασης παίρνει μια τέτοια διάρθρωση ή ρυθμό, έτσι ώστε ο ακροατής και θεατής να λαβαίνει την πλέον καθαρή και έντονη ευχαρίστηση. Αργότερα, από τους σύγχρονους συγγραφείς, η ροπή προς μια συγκεκριμένη τάξη ονομάστηκε καλαισθησία. Στη γέννηση της τέχνης ο άνθρωπος τηρούσε τη σειρά εκείνη που του εξασφάλιζε τη μεγαλύτερη τέρψη. Αλλά η διαφοροποίηση δεν επισημαίνεται επαρκώς ώστε να γίνουν οι διαβαθμίσεις αισθητές, έκτος απ’ τις περιπτώσεις εκείνες όπου η δύναμη που μας οδηγεί στο ωραίο είναι πραγματικά μεγάλη· αν ωραίο ονομάσουμε τη σχέση ανάμεσα στην πιο υψηλή τέρψη και την αιτία που την προκαλεί.

Όσοι λοιπόν έχουν τη νοητική αυτή ικανότητα στην πλήρη της ένταση, είναι ποιητές, με την πλατιά έννοια του όρου. Όσοι, δηλαδή, εκφράζοντας την επίδραση της κοινωνίας και της φύσης πάνω τους, επικοινωνούν με τους άλλους ανθρώπους, παρέχοντάς τους μια διαρκώς αυξανόμενη απόλαυση.

Η γλώσσα των ποιητών είναι ζώσα μεταφορά· επισημαίνει τις μέχρι πριν ακατανόητες σχέσεις των πραγμάτων, τις καθιστά αιώνιες, έως ότου οι λέξεις πού τις αναπαριστούν, με το πέρασμα του χρόνου, γίνουν σημεία αναλογιών, κατηγορίες ιδεών αντί για εικόνες ακέραιων σκέψεων. Εάν δεν παρουσιάζονταν νέοι ποιητές να δημιουργήσουν απ' αρχής τις σχέσεις πού είχαν αποδιοργανωθεί, η γλώσσα θα ήταν νεκρή, τουλάχιστον για τους ευγενείς σκοπούς της ανθρώπινης επικοινωνίας. Όλες αυτές οι σχέσεις και ομοιότητες δεν είναι παρά τα αποτυπώματα της φύσης πάνω στα διαφορετικά όντα του κόσμου, κατά τον λόρδο Βάκωνα, που δεν παύει να θεωρεί τη δύναμη της αντίληψης ως μία αποθήκη αξιωμάτων, κοινών για όλη τη γνώση.

Στην παιδική ηλικία τής κοινωνίας κάθε συγγραφέας είναι κατ' ούσίαν ποιητής, γιατί η ίδια η γλώσσα είναι ποίηση. Και το να είσαι ποιητής δεν σημαίνει παρά να κατανοείς την αλήθεια και την ομορφιά· με μια λέξη, το αγαθόν που υπάρχει στη σχέση ανάμεσα στην ύπαρξη και την αντίληψη αφ' ενός, στην αντίληψη και την έκφραση αφ' ετέρου. Κάθε αρχέγονη γλώσσα που βρίσκεται κοντά στις πηγές της, είναι αυτή καθ' εαυτή ένα μεγάλο ποίημα σέ χαώδη κατάσταση. Η πλούσια λεξικογραφία, οι διακρίσεις τής γραμματικής, αποτελούν εργασίες μιας μεταγενέστερης εποχής. Κάτι που δεν είναι παρά ένα είδος ταξινόμησης και φόρμας των δημιουργημάτων τής ποίησης.


Αλλά ποιητές ή εκείνοι που με φαντασία σκέφτονται και εκφράζουν αυτήν την άφθαρτη τάξη, δεν είναι μόνον όσοι δημιουργούν με τη γλώσσα και τη μουσική, το χορό και την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη ζωγραφική. Είναι προπάντων οι νομοθέτες, οι θεμελιωτές τής οργανωμένης κοινωνίας, οι εφευρέτες των εφαρμοσμένων τεχνών, οι δάσκαλοι, που μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική της αλήθειας και της ομορφιάς κατανοούν αυτό το 8ιαμέσον του αθέατου κόσμου που ονομάζεται θρησκεία. Ως εκ τούτου, όλες οι πρωτογενείς θρησκείες είναι αλληγορικές ή υπόκεινται στην αλληγορία· και σαν τον Ιανό έχουν δύο πρόσωπα, ένα για την αλήθεια και ένα για το ψέμα. Οι ποιητές, ανάλογα με την εποχή και το έθνος πού εμφανίζονται, ονομάζονται αρχικά νομοθέτες και προφήτες. Γιατί ένας ποιητής συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και τίς δύο αυτές ιδιότητες. Σκοπός του δεν είναι να θεωρεί μόνον το παρόν ως έχει, ούτε ν' ανακαλύπτει τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να οργανώνεται· άλλα μέσα στο παρόν να διακρίνει το μέλλον. Οι σκέψεις του δεν είναι παρά οι σπόροι των λουλουδιών και των καρπών τού μέλλοντος χρόνου.

Δεν διατείνομαι, ωστόσο, ότι οι ποιητές είναι προφήτες με την κοινή σημασία του όρου, ούτε ότι μπορούν να προλέγουν το γράμμα όσο σίγουρα μπορούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων το πνεύμα των γεγονότων. Μόνον με το πρόσχημα της δεισιδαιμονίας θα μπορούσε να γίνει η ποίηση, μάλλον, μια ιδιότητα της προφητείας παρά η προφητεία μια ιδιότητα της ποίησης.

Ο ποιητής μετέχει στο αιώνιο, το απέραντο και το ένα. Στη σκέψη του χρόνος, τόπος κι αριθμός δεν υφίστανται. Τηρώντας ορισμένες προϋποθέσεις, οι γραμματικοί τύποι πού εκφράζουν τις διαθέσεις τού χρόνου, τα διαφορετικά πρόσωπα, τη διάκριση του χώρου, μπορούν να μετατραπούν σε ποίηση. Τα χορικά του Αισχύλου, το βιβλίο τού Ιώβ, ο Παράδεισος τού Δάντη, θα ήταν οι πλέον κατάλληλες αποδείξεις για τα παραπάνω, εάν τα πλαίσια αυτού του δοκιμίου δεν απέκλειαν τον υπομνηματισμό. Οι δημιουργίες επίσης της γλυπτικής, της ζωγραφικής και της μουσικής αποτελούν λαμπρά παραδείγματα. Η γλώσσα, το χρώμα, η φόρμα, καθώς και τα θρησκευτικά και πολιτικά ήθη, γίνονται εργαλεία και υλικά τής ποίησης. Θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε ποίηση, ταυτίζοντας αιτία και αποτέλεσμα.

Πιο συγκεκριμένα, η ποίηση εκφράζει όλες εκείνες τις ισορροπίες τής γλώσσας, και μάλιστα της έμμετρης, που μια κυρίαρχη πνευματική δύναμη, κρυμμένη στην αθέατη φύση τού ανθρώπου, κινητοποιεί. Κάτι που πηγάζει από την ίδια τη φύση της γλώσσας. Της γλώσσας που είναι η πιο άμεση αναπαράσταση των ενεργειών και των παθών του εσωτερικού μας κόσμου. Και είναι δεκτική σε πολύ περισσότερους, διαφορετικούς και λεπτούς συνδυασμούς, απ' ότι το χρώμα, η φόρμα, η κίνηση· και είναι πιο εύπλαστη και υποκείμενη στον έλεγχο αυτής της νοητικής δύναμης άπ' την οποία εκπορεύεται όλη η δημιουργία. Γιατί η γλώσσα παράγεται από τη φαντασία με τρόπο αυθαίρετο. Σχετίζεται αποκλειστικώς μάλιστα μόνον με τη σκέψη. Στις άλλες ωστόσο τέχνες, όλα τα απαιτούμενα υλικά, συνθήκες, όργανα, οντάς σε μίαν αλληλεξάρτηση, παρεμβάλλονται ανάμεσα στη σύλληψη και την έκφραση.

Ένας καθρέφτης είναι η γλώσσα που αντανακλά ό,τι πέφτει πάνω της. Τα άλλα όλα δεν είναι παρά το σύννεφο που σκιάζει. Καθεμιάς όμως τέχνης το φως δεν παύει να συνιστά και το καθαυτό μέσον επικοινωνίας. Γι' αυτό, παρ' όλη την αυθεντική δύναμη μεγάλων δασκάλων των άλλων τεχνών, γλυπτών, ζωγράφων, μουσικών, η φήμη τους εν τούτοις υπολείπεται εκείνης των ποιητών, όσων δηλαδή χρησιμοποίησαν τη γλώσσα ως άλλα ιερογλυφικά τής σκέψης τους. Γιατί δεν θα μπορούσαν ποτέ δύο εκτελεστές ανάλογης δεξιοτεχνίας να δώσουν ίσης αξίας αποτέλεσμα, με την κιθάρα ο ένας, με την άρπα ο άλλος.

Μόνον οι νομοθέτες και οι ιδρυτές των θρησκειών, για όσον καιρό διαρκούν οι θεσμοί τους, φαίνεται να ξεπερνούν σε φήμη τους ποιητές, ακριβολογώντας εδώ με τον όρο. Εάν, ωστόσο, αφαιρέσουμε το κολακευτικό μέρος που συνεπάγεται έναντι των μαζών η διδασκαλία τους, θα βλέπαμε ότι οι ποιητές στην υψηλότερη έκφρασή τους διατηρούν την υπεροχή.


ΟΡΙΣΑΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗ ΛΕΞΗ ποίηση μέσα στα πλαίσια της τέχνης που είναι η πιο οικεία και τέλεια έκφραση της πνευματικής δύναμης του ανθρώπου. Είναι όμως απαραίτητο να περιορίσουμε ακόμη περισσότερο την έννοια και να καθορίσουμε τη διάκριση ανάμεσα στην έμμετρη και μη γλώσσα. Ο συνήθης χωρισμός σε πρόζα και ποίηση είναι απαράδεκτος. Οι φθόγγοι και οι σκέψεις αφ' ενός μεν σχετίζονται αμοιβαία μεταξύ τους, αφ' ετέρου με ό,τι αναπαριστούν. Η γλώσσα των ποιητών έχει λάβει ένα συγκεκριμένο ένδυμα, μίαν αρμονική επανάληψη φθόγγων, εξίσου απαραίτητη με τις ίδιες τις λέξεις, πού χωρίς αυτήν δεν θα ήταν ποίηση. Από εδώ πηγάζει το μάταιο τής μετάφρασης. Το να επιδιώκεις να μεταφέρεις απ' τη μια γλώσσα στην άλλη τις δημιουργίες ενός ποιητή, μοιάζει τόσο άσκοπο όσο να ζητάς ν' ανακαλύψεις το αληθινό χρώμα και την ευωδιά μιας βιολέτας, μελετώντας την στο εργαστήριο. Το φυτό πρέπει να ξεπηδήσει πάλι από το σπόρο του, αλλιώς δεν θα πετάξει άνθος. Μήπως αυτό το νόημα δεν είχε και η κατάρα τής Βαβέλ;

Τόσο ο ρυθμός στη γλώσσα των ποιητών όσο και η σχέση τους με τη μουσική παράγουν μέτρο, μ' άλλα λόγια ένα σύστημα παραδοσιακών μορφών αρμονίας και γλώσσας. Το να ζητά να προσαρμόσει ο ποιητής τη γλώσσα του σε παραδοσιακές φόρμες, για να κάνει αισθητή την αρμονία, δεν είναι διόλου απαραίτητο. Ο τρόπος αυτός προσφέρεται κυρίως σέ έργα που περικλείουν πολλή δράση. Αλλά κάθε μεγάλος ποιητής πρέπει αναπόφευκτα να καινοτομεί πάνω στα πρότυπα των προκατόχων του, με τους προσωπικούς του στιχουργικούς τρόπους. Η διάκριση ανάμεσα στους πεζογράφους και τους ποιητές είναι ένα κοινό λάθος. Ανάμεσα στους φιλοσόφους και τους ποιητές θεωρείται πιά δεδομένη.

Ο Πλάτων, όμως, ήταν ουσιαστικά ποιητής· η λάμψη και η αλήθεια της εικονοποιίας του, η μελωδία της γλώσσας του, αντιπροσωπεύουν ό,τι πιο έντονο μπόρεσε ποτέ κανείς να συλλάβει. Απέρριψε τη ρυθμική σύνθεση τού έπους, του δράματος και της λυρικής φόρμας, γιατί επιζητούσε να αναπτύξει μίαν αρμονία στοχασμών χωρίς αυστηρή μορφή. Απέφυγε, δηλαδή, να επινοήσει έναν κανονικό τύπο ρυθμού, που θα μπορούσε να συμπεριλάβει μέσα σε καθορισμένες μορφές την ποικιλία του ύφους του. Ο Κικέρων θέλησε να μιμηθεί το ρυθμό των περιόδων του Πλάτωνα, αλλά με ελάχιστη επιτυχία. Ο λόρδος Βάκων ήταν ποιητής. Τη γλώσσα του διακρίνει ένας γλυκός και μεγαλοπρεπής ρυθμός, που ικανοποιεί την αίσθηση τόσο όσο η υπέρμετρη σοφία τής φιλοσοφίας του ικανοποιεί το πνεύμα. Μια δύναμη που αυξάνει ολοένα ώσπου να φθάσει στην ύστατη ένταση και να καταλύσει τα όρια του νου που διαθέτει ο αναγνώστης, μέσα σε μια συμπαντική αρμονία.

Όλοι οι συγγραφείς που κυριαρχούνται από επαναστατικό πνεύμα δεν σημαίνει πως είναι και ποιητές στο βαθμό που είναι καινοτόμοι· ακόμη κι αν ο λόγος τους αποκαλύπτει τη διαρκή αναλογία των πραγμάτων με τις όψεις του αληθούς, θα πρέπει ο ρυθμός και η αρμονία των στίχων να διασώζει την ηχώ μιας ατέρμονης μουσικής. Οι μεγάλοι ποιητές, πού έχουν χρησιμοποιήσει παραδοσιακές ρυθμικές φόρμες, είναι εξίσου ικανοί να διδάξουν την αλήθεια με όσους ήδη τις εγκατέλειψαν. Ο Σαίξπηρ, ο Δάντης, ο Μίλτων — για να περιοριστούμε σε συγγραφείς τής νεότερης εποχής— εκφράζουν μίαν ύψιστη φιλοσοφία. Ένα ποίημα είναι ή πραγματική εικόνα της ζωής στην αιώνια αλήθεια της. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αφήγηση —μυθιστορία— και στο ποίημα. Γιατί μυθιστορία είναι μια απαρίθμηση μεμονωμένων γεγονότων τα όποια δεν έχουν άλλο συνδετικό άξονα από το χρόνο, τον τόπο, τις συνθήκες, το αίτιο και το αποτέλεσμα. Σε αντίθεση, το ποίημα αποτελεί μίαν απ' αρχής δημιουργική πράξη του ποιητή και όλων όσων ταυτίζονται μαζί του — με τον τρόπο δηλαδή πού σκέφτεται Η αφήγηση πάλι είναι μερική, γιατί αναφέρεται μόνο σε μια περίοδο χρόνου, με ένα συγκεκριμένο συνδυασμό γεγονότων που δεν μπορούν ποτέ ξανά να συμβούν. Ενώ το ποίημα είναι καθολικό, εμπεριέχει το σπέρμα μιας αναλογίας προς κάθε τι που είναι δυνατόν να υπάρξει, σε όλες τις πιθανές παραλλαγές τής ανθρώπινης φύσης. Αν από την αφήγηση συγκεκριμένων γεγονότων ο χρόνος αφαιρεί την ομορφιά και τη χρησιμότητά τους, στην ποίηση, αντιθέτως, προσθέτει ομορφιά πραγματώνοντας την αιώνια αλήθεια που περιέχει. Γι' αυτό οι επιτομές ονομάσθηκαν σκώροι τής πραγματικής ιστορίας. Της κατατρώγουν όλη την ποίηση.


Με έναν παραμορφωτικό καθρέφτη μοιάζει η αφήγηση, που άλλο δεν κάνει παρά να διαστρέφει εκείνο που όφειλε να είναι ωραίο. Ένας άλλος καθρέφτης, ικανός να ξανακάνει ωραίο εκείνο που έχει φθαρεί, είναι η ποίηση. Τα μέρη μιας σύνθεσης μπορεί ενίοτε να είναι ποιητικά, χωρίς το σύνολο να αποτελεί ποίημα. Μία μόνον πρόταση μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη μονάδα, ακόμη κι αν βρίσκεται ανάμεσα σε ετερόκλητα μέρη. Μία μόνον λέξη μπορεί να γίνει ο σπινθήρας μιας άσβεστης σκέψης. Από την άποψη αυτή όλοι οι μεγάλοι ιστορικοί, ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος, ο Λίβιος, ήσαν ποιητές. Και μολονότι η διάρθρωση της γραφής τους, κυρίως του Λίβιου, τους εμπόδιζε ν' αναπτύξουν αυτήν την ποιητική ικανότητα στον υψηλότερο βαθμό της, πέτυχαν όμως μίαν άλλη ισορροπία παρεμβάλλοντας στα κενά των θεμάτων τους ζωντανές εικόνες.


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΩΝ οι ποιητές θα έπρεπε ήδη να είχαν παραχωρήσει τα πρωτεία σ' αυτούς και τους μηχανοκράτες. Δεδομένου ότι η φαντασία είναι μεν μια ευχάριστη λειτουργία, η πλέον όμως χρήσιμη θεωρείται η λογική. Αλλά ας δούμε τι εννοούμε λέγοντας χρησιμότητα. Ευχαρίστηση ή αγαθό, με την ευρεία έννοια, θα ονομάζαμε αυτό που αναζητά η συνείδηση ενός ευαίσθητου και ευφυούς όντος· και που όταν το βρει, το δέχεται με όλες του τις δυνάμεις. Δύο είδη ευχαρίστησης υπάρχουν: ένα καθολικό και διαρκές, κι ένα άλλο, παροδικό και συγκεκριμένο. Η χρησιμότητα μπορεί παράλληλα να δηλώνει τούς τρόπους πραγμάτωσης και των δύο ειδών. Με την πρώτη έννοια θεωρείται χρήσιμο οτιδήποτε δυναμώνει και καθαιρεί το συναίσθημα, διευρύνει τη φαντασία και προσθέτει πνευματικότητα στην αίσθηση. Αλλά ο συγγραφέας τού Τέσσερεις εποχές τής Ποίησης μοιάζει να μεταχειρίζεται τη λέξη «χρησιμότητα» με πιο στενή έννοια, περιορίζοντάς την να εκφράζει ό,τι κατασιγάζει τις απαιτήσεις τού ζώου μέσα μας, ό,τι μάς περιβάλλει με ασφάλεια, ό,τι διαλύει τη μεγάλη πλάνη τής δεισιδαιμονίας και συμφιλιώνει τούς ανθρώπους, δίνοντάς τους τόση υπομονή όση μόνον για προσωπικό όφελος μπορούσαν ν' αναπτύξουν.

Αναμφισβήτητα οι υποστηρικτές των παραπάνω παίζουν έναν καλώς προσδιορισμένο ρόλο στην κοινωνία. Ακολουθούν τα βήματα των ποιητών και αντιγράφουν τα μοτίβα των δημιουργημάτων τους μες στο βιβλίο της ζωής. Ανοίγουν χώρο και δίνουν χρόνο. Οι προσπάθειές τους έχουν μεγάλη αξία. Καταφέρνουν να περιορίσουν τις κατώτερες δυνάμεις τής φύσης μας. Αλλά ενώ ο σκεπτικιστής ανασκευάζει διαδεδομένες δεισιδαιμονίες, καλό θα ήταν να μην παραμορφώνει τις αιώνιες και βαθιά χαραγμένες αλήθειες στη φαντασία του ανθρώπου· κάτι που δυστυχώς έκαναν μερικοί Γάλλοι συγγραφείς. Μπορεί ο μηχανοκράτης να κάνει τον καταμερισμό και ο πολιτικός οικονομολόγος τον συνδυασμό τής εργασίας, πρέπει όμως να προσέχουν τις

θεωρίες τους και οι δύο, μήπως η σύγκρουσή τους με τη φαντασία οδηγήσει, όπως συμβαίνει στη σύγχρονη Αγγλία, στην ένταση των δύο άκρων, που είναι η πλησμονή και η έλλειψη. Έχουν κάνει πράξη το λεγόμενο: τω γάρ έχοντι παντί δοθήσεταί καί περισσευθήσεται, τού 8έ μή έχοντος καί δέχει άρθήσεται άπ' αύτοΰ. Έτσι λοιπόν, ο πλούσιος έγινε πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος. Το καράβι της Πολιτείας περνά ανάμεσα από τη Σκύλλα καί τη Χάρυβδη ή αλλιώς από την αναρχία καί το δεσποτισμό. Γιατί μόνον σε τέτοια αποτελέσματα ο υπολογισμός οδηγεί.

Είναι δύσκολο να ορίσουμε την ευχαρίστηση στην πλέον καθαρή της έννοια, χωρίς να εμπλακούμε σε ένα σωρό παράδοξα. Επειδή, από μίαν ανεξήγητη δυσαρμονία μέσα στον άνθρωπο, τα πλέον αντιφατικά αισθήματα συμβαίνει να συνδέονται άμεσα μεταξύ τους· κάποτε ο πόνος των κατώτερων συνδυάζεται με την ευχαρίστηση ανώτερων μερών τής ύπαρξής μας. Συχνά φτάνουμε στο σημείο να επιλέγουμε τη λύπη, το φόβο, την αγωνία, την απελπισία την ίδια, για να προσεγγίσουμε το ύψιστο αγαθό. Και σ' αυτήν την αρχή βασίζεται η προτίμησή μας προς τον τραγικό μύθο. Η τραγωδία τέρπει με μίαν ευχαρίστηση που βρίσκεται μέσα στον πόνο. Γιατί η μελαγχολία είναι αξεχώριστα δεμένη με τη γλυκύτερη μελωδία. Και όπως λένε: 'Αγαθόν πορευθήναί εις οίκον πένθους η οτι πορευθήναι εις οίκον χαράς. Αυτό δεν σημαίνει πως τα υψηλά είδη απόλαυσης συνδέονται απαραίτητα με τον πόνο. Η ηδονή τής αγάπης και της φιλίας, η έκσταση τού θαυμασμού τής φύσης, η χαρά της αντίληψης και, ακόμη περισσότερο, της ποιητικής δημιουργίας, είναι συχνά καθ' ολοκληρίαν αμιγής. Ως εκ τούτου, πραγματική χρησιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρ' ό,τι παράγει και διασφαλίζει την απόλαυση στην πιο υψηλή της έννοια. Οι μόνοι πού μπορούν να πραγματώνουν αυτήν την ηδονή είναι οι ποιητές ή ποιητές φιλόσοφοι.

Χρεωστούμε ευγνωμοσύνη στους Λοκ, Χιούμ, Γίββωνα, Βολταίρο, Ρουσσώ και στους μαθητές τους, για τις προσπάθειες που έκαναν υπέρ του αγώνα τής καταπιεσμένης και εξαπατημένης ανθρωπότητας. Το πόσο βοήθησε ή διδασκαλία τους ηθικά και πνευματικά τον άνθρωπο είναι εύκολο να το εκτιμήσει κανείς. Χωρίς τη δική τους παρουσία, ένας ή δύο αιώνες ακόμη θα είχαν καταναλωθεί σε ανόητες συζητήσεις και περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν παραδοθεί στην πυρά ως αιρετικοί. Και ίσως να μην πανηγυρίζαμε σήμερα για την κατάργηση τής Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία. Αλλά μήτε που μπορούμε να φανταστούμε ποια θα ήταν η ηθική κατάσταση, εάν δεν είχαν ποτέ υπάρξει ο Δάντης, ο Πετράρχης, ο Βοκκάκιος, ο Τσώσερ, ο Σαίξπηρ, ο Καλντερόν, ο Λόρδος Βάκων ή ο Μίλτων. Εάν ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος δεν είχαν γεννηθεί. Εάν η εβραϊκή ποίηση δεν είχε ποτέ μεταφραστεί. Εάν δεν είχε λάβει χώρα μια αναγέννηση τής μελέτης των ελληνικών γραμμάτων και δεν είχαν φτάσει ως εμάς μνημεία τής αρχαίας γλυπτικής. Ή, τέλος, εάν η ποίηση της θρησκείας τού αρχαίου κόσμου είχε εξαφανιστεί μαζί με την πίστη της.

Μόνο μια τέτοια έξαψη πνευματικού ενδιαφέροντος στάθηκε ικανή να οδηγήσει στην καθίδρυση των πρακτικών επιστημών, στην εφαρμογή της αναλυτικής σκέψης μέσα στα πλαίσια τής κοινωνίας, που στις ήμερες μας τη βλέπουμε να καταλαμβάνει τα πρωτεία, εις βάρος τής ίδιας τής δημιουργικής φαντασίας.

Διαθέτουμε περισσότερη πολιτική, ηθική και ιστορική σοφία άπ' όση μπορούμε να εφαρμόσουμε στην πράξη. Έχουμε περισσότερη επιστημονική και οικονομική γνώση απ' όση χρειαζόμαστε για τη δίκαιη κατανομή τού διαρκώς αυξανόμενου προϊόντος. Σε αυτά τα συστήματα σκέψης η ποίηση κρύβεται κάτω από τη συσσώρευση δεδομένων και υπολογιστικών διαδικασιών. Μπορεί να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε αυτό που είναι όντως σοφό καί αγαθό, σε τομείς όπως η ηθική, η πολιτική και η οικονομία. Αλλά αφηνόμαστε στο «δεν τολμώ» αντί τού «θέλω»· σαν την καημένη τη γάτα της παροιμίας. Μας λείπει η ικανότητα να φανταζόμαστε αλλιώς αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Μας λείπει η ασίγαστη ορμή που πραγματώνει τα οράματά μας. Μας λείπει η ποίηση τής ζωής. Η ικανότητα του νου να υπολογίζει, ξεπερνά κατά πολύ τη δυνατότητά του να συλλαμβάνει. Λάβαμε περισσότερη τροφή απ' όση μπορούμε να αφομοιώσουμε. Η καλλιέργεια των πρακτικών επιστημών έχει διευρύνει τα όρια της κυριαρχίας τού ανθρώπου πάνω στον εξωτερικό κόσμο. Η έλλειψη όμως της ποιητικής λειτουργίας περιόρισε αντίστοιχα τα όρια τού εσωτερικού κόσμου και ο άνθρωπος, παρ' ότι υποδούλωσε τα στοιχεία, παρέμεινε ο ίδιος δούλος. Η ανάπτυξη τού τεχνικού πολιτισμού, σε βαθμό ασύμμετρο προς την ίδια τη δημιουργική δύναμη, ευθύνεται γι' αυτήν την κατάχρηση της εφευρετικότητας στον καταμερισμό και συνδυασμό εργασίας, και τη μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους. Σε τι άλλο μπορεί να οφείλεται το γεγονός ότι οι ανακαλύψεις, που θα έπρεπε να ελαφρύνουν τον άνθρωπο, πρόσθεσαν κι άλλο βάρος πάνω του;

Η Ποίηση από το ένα μέρος και το συμφέρον τού άτομού από το άλλο —που μόνον με την έννοια του χρήματος αποτιμάται — είναι ο Θεός και ο Διάβολος τού κόσμου.

________________
αποσπάσματα από το «Υπεράσπιση της ποιήσεως»


 

Προτάσεις