Τζοαν Ντίντιον: Η ηθική ως μια τερατώδης παρεκτροπή του Εγώ
(μετάφραση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)
«Να είσαι ένας ηθικός άνθρωπος σημαίνει να δίνεις, να
υποχρεούσαι να δίνεις, συγκεκριμένου είδους προσοχή».
−Σούζαν
Σόνταγκ
«Αντιμετωπιζόμαστε με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο».
−Τζέιμς Μπαλντγουιν
«Ακολούθησα τη δική μου συνείδηση». «Έκανα αυτό που πίστευα
ότι ήταν σωστό». Πόσοι τρελοί το είπαν και το εννοούσαν; Πόσοι δολοφόνοι; Ο
Κλάους Φουξ το είπε. Οι άνθρωποι που διέπραξαν τη Σφαγή του Μάουντεν Μέντοους
το είπαν και ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ το είπε. Και, όπως μας υπενθυμίζουν ευσυνείδητα
και αρκετά θρασύτατα, εκείνοι που θα το λένε τώρα, το είπε και ο Ιησούς. Ίσως
το έχουμε πει όλοι και ίσως έχουμε κάνει λάθος. Εκτός από εκείνο το πιο
πρωτόγονο επίπεδο − η πίστη μας σε εκείνους που αγαπάμε − τι
άλλο θα μπορούσε να είναι πιο αλαζονικό από το να ισχυρίζεσαι την προτεραιότητα
της προσωπικής συνείδησης;
Βλέπετε, θέλω να είμαι απολύτως ισχυρογνώμων στο ότι υποστηρίζω, ότι δεν έχουμε τρόπο να γνωρίζουμε − πέρα από εκείνη τη βασική πίστη στον κοινωνικό κώδικα − τι είναι «σωστό» και τι είναι «λάθος», τι είναι «καλό» και τι «κακό». Επιμένω σε αυτό, επειδή το πιο ανησυχητικό κομμάτι της «ηθικής» μού φαίνεται να είναι η συχνότητα με την οποία η λέξη αυτή εμφανίζεται τώρα: στον τύπο, στην τηλεόραση, στα πιο επιφανειακά είδη συνομιλίας. Ερωτήματα απλής εξουσίας (ή επιβίωσης) πολιτικής, ερωτήματα απολύτως αδιάφορης δημόσιας πολιτικής, σχεδόν οποιοδήποτε ερώτημα: όλα επιβαρύνονται με αυτά τα ποιητικά ηθικά φορτία. Κάτι είναι εδώ επιφανές, κάποια αυτοεπιστροφή συμβαίνει.
Φυσικά, θα θέλαμε όλοι να «πιστεύουμε» σε κάτι, να καταπραΰνουμε τις ιδιωτικές μας ενοχές με δημόσιες αιτίες, να χάνουμε τον βαρετό εαυτό μας. Ίσως, ίσως, να μετατρέπουμε τη λευκή σημαία της ήττας στο σπίτι, σε τολμηρή άσπρη σημαία της μάχης μακριά από το σπίτι. Και φυσικά, είναι εντάξει να το κάνουμε αυτό. Έτσι, εδώ και αιώνες, έχουν γίνει τα πράγματα. Αλλά πιστεύω ότι είναι εντάξει μόνο όσο δεν ξεγελιόμαστε για το τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε. Είναι εντάξει μόνο όσο θυμόμαστε ότι όλες οι επιτροπές επίλυσης ζητημάτων, όλα τα μπουλούκια των απεργών, όλες οι γενναίες υπογραφές στην εφημερίδα The New York Times, όλα τα εργαλεία της αγκιτ-προπ κατά μήκους αυτού του φάσματος, δεν παρέχουν αυτομάτως καμία αρετή σε κανέναν. Είναι εντάξει μόνο όσο αναγνωρίζουμε ότι το τέλος μπορεί ή δεν μπορεί να είναι συμφέρον, μπορεί ή δεν μπορεί να είναι μια καλή ιδέα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έχει καμία σχέση με την «ηθική». Γιατί όταν αρχίζουμε να αυταπατόμαστε: όχι ότι θέλουμε κάτι ή χρειαζόμαστε κάτι, όχι ότι είναι μια πραγματική ανάγκη για εμάς, αλλά ότι είναι μια ηθική αναγκαιότητα, τότε είναι που θα ενταχθούμε στους μοδάτους τρελούς και τότε είναι που ακούγεται το λεπτό κλαψούρισμα της υστερίας στη γη και τότε είναι που την έχουμε πατήσει άσχημα.
Βλέπετε, θέλω να είμαι απολύτως ισχυρογνώμων στο ότι υποστηρίζω, ότι δεν έχουμε τρόπο να γνωρίζουμε − πέρα από εκείνη τη βασική πίστη στον κοινωνικό κώδικα − τι είναι «σωστό» και τι είναι «λάθος», τι είναι «καλό» και τι «κακό». Επιμένω σε αυτό, επειδή το πιο ανησυχητικό κομμάτι της «ηθικής» μού φαίνεται να είναι η συχνότητα με την οποία η λέξη αυτή εμφανίζεται τώρα: στον τύπο, στην τηλεόραση, στα πιο επιφανειακά είδη συνομιλίας. Ερωτήματα απλής εξουσίας (ή επιβίωσης) πολιτικής, ερωτήματα απολύτως αδιάφορης δημόσιας πολιτικής, σχεδόν οποιοδήποτε ερώτημα: όλα επιβαρύνονται με αυτά τα ποιητικά ηθικά φορτία. Κάτι είναι εδώ επιφανές, κάποια αυτοεπιστροφή συμβαίνει.
Φυσικά, θα θέλαμε όλοι να «πιστεύουμε» σε κάτι, να καταπραΰνουμε τις ιδιωτικές μας ενοχές με δημόσιες αιτίες, να χάνουμε τον βαρετό εαυτό μας. Ίσως, ίσως, να μετατρέπουμε τη λευκή σημαία της ήττας στο σπίτι, σε τολμηρή άσπρη σημαία της μάχης μακριά από το σπίτι. Και φυσικά, είναι εντάξει να το κάνουμε αυτό. Έτσι, εδώ και αιώνες, έχουν γίνει τα πράγματα. Αλλά πιστεύω ότι είναι εντάξει μόνο όσο δεν ξεγελιόμαστε για το τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε. Είναι εντάξει μόνο όσο θυμόμαστε ότι όλες οι επιτροπές επίλυσης ζητημάτων, όλα τα μπουλούκια των απεργών, όλες οι γενναίες υπογραφές στην εφημερίδα The New York Times, όλα τα εργαλεία της αγκιτ-προπ κατά μήκους αυτού του φάσματος, δεν παρέχουν αυτομάτως καμία αρετή σε κανέναν. Είναι εντάξει μόνο όσο αναγνωρίζουμε ότι το τέλος μπορεί ή δεν μπορεί να είναι συμφέρον, μπορεί ή δεν μπορεί να είναι μια καλή ιδέα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έχει καμία σχέση με την «ηθική». Γιατί όταν αρχίζουμε να αυταπατόμαστε: όχι ότι θέλουμε κάτι ή χρειαζόμαστε κάτι, όχι ότι είναι μια πραγματική ανάγκη για εμάς, αλλά ότι είναι μια ηθική αναγκαιότητα, τότε είναι που θα ενταχθούμε στους μοδάτους τρελούς και τότε είναι που ακούγεται το λεπτό κλαψούρισμα της υστερίας στη γη και τότε είναι που την έχουμε πατήσει άσχημα.