Ο επίλογος της αρχαίας τραγωδίας σε Μάτι - Ραφήνα


Ο επίλογος της αρχαίας τραγωδίας σε Μάτι - Ραφήνα

Οι ματωμένες μας ψυχές θρηνούν δίχως να βρουν δικαίωση


(γράφει η Ζέτα Φλισκανοπούλου)


Τραγωδία…, η σκηνή μιας ανθρώπινης πράξης με αρχή, μέση και τέλος. Η εξέλιξη ενός δράματος που διαδραματίστηκε μέσα σε μια μέρα και μας άφησε μουδιασμένους, θλιμμένους, σε έντονο σοκ. Μια τραγωδία που κορυφώθηκε με θύματα συμπολίτες μας.

23 Ιουλίου 2018, ένα αρχαίο δράμα που εκτυλίχθηκε στο Μάτι και τη Ραφήνα. Ο «πρόλογος» και η αναγγελία της φωτιάς, η «πάροδος» το πρώτο χορικό του δράματος με τη φωτιά να περνάει σε κατοικημένες περιοχές, τα «επεισόδια» να αναγγέλλουν κάθε στιγμή τι έχει συμβεί, η «έξοδος» και ο «κομμός», ο θρήνος για ό,τι ζήσαμε, ό,τι είδαμε, για τους ανθρώπους που πενθήσαμε και πενθούμε.

Δε ζήσαμε μια απλή αναγγελία μιας παράστασης αλλά ένα συγκλονιστικά τραγικό γεγονός, που εξελίχθηκε  στην ζωντανή πραγματικότητα. Ήταν η φριχτή αλήθεια,  οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι μιας φονικής πυρκαγιάς, χιλιάδες σπίτια καμένα και ζωές που καταστράφηκαν.

Δυνατός άνεμος, φωτιά, πυρωμένα κουκουνάρια, ριπές από κάφτρες πιο χοντρές από τσιγάρου, άνθρωποι σε πανικό, ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, υψηλότατες θερμοκρασίες και ένα μαύρο σεντόνι καπνού, που δεν άφηνε κανέναν να δει, να αναπνεύσει. Κάθε ιστορία, κάθε απώλεια, μια τραγική υπενθύμιση για ό,τι συνέβη. Ανάμεσα στα θύματα: φίλοι, συγγενείς, άνθρωποι που πέρασαν από την ζωή μας και είχαν κάτι σπουδαίο να πουν.

Όσων σώθηκαν οι μαρτυρίες τους γροθιά στο στομάχι. Ακούω την θεία μου να μου περιγράφει μια μέρα μετά, πως η φωτιά, από τη στιγμή που έγινε διακοπή ρεύματος και εγκατέλειψε το σπίτι της νωρίς το απόγευμα, μέχρι να φτάσει στο αμάξι της που βρισκόταν στην πυλωτή, την είχε φτάσει. Πως ο αέρας την εμπόδιζε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου της για να μπει μέσα, πως τα πυρακτωμένα κουκουνάρια έπεφταν σαν βροχή από χαλάζι στα αυτοκίνητα, πως εκρήγνονταν τα αυτοκίνητα πίσω της, πως το μαύρο σκοτάδι και ο καπνός δε σου άφηναν περιθώριο να δεις, να αντιδράσεις.

Μια ζωή στην Ραφήνα, ήξερε κάθε στενό, κάθε χωράφι, κάθε δρομάκι που οδηγούσε. Και όμως ακόμα και όταν ακολούθησε το ένστικτο της, έκανε μια ώρα να διανύσει ένα χιλιόμετρο, νομίζοντας ότι πεθαίνει από θερμοπληξία μέσα στο αμάξι της. Χρειάστηκε έξι ώρες για να φτάσει στο λιμάνι της Ραφήνας.

«Δεν πρόκειται να ξεπεράσω ποτέ αυτά που είδα, που έζησα…, δεν μπορεί πια να είναι τίποτα όπως πριν». Σκέφτομαι τον Γιάννη μου στην Κύπρο μου εκμυστηρευόταν μια μέρα μετά, που ο καλύτερος του φίλος, ο Παναγιώτης και η οικογένειά του αγνοείται. «Είναι μαζί από την μέρα που γεννήθηκαν, δεν θα το αντέξει»

Ο Γιάννης, ο Στάθης, ο Παύλος, ο Παναγιώτης, τόσοι ακόμα φίλοι και συγγενείς, στις 7 Ιουλίου στον ιερό Ναό του Αγίου Θωμά στο Κόκκινο Λιμανάκι της Ραφήνας, ήμασταν εκεί για την βάφτιση της Χριστίνας. Ήταν όλοι εκεί να τιμήσουν τον ξάδελφο μου και την οικογένεια του. Ο σεφ Παναγιώτης Κοκκινίδης αγκάλιαζε τις δίδυμες ανιψιές μου και τις άφηνε να του πουν τα πάντα για την αγάπη τους για την μαγειρική, τις άκουγε και τις συμβούλευε. Η γυναίκα του Άννυ και τα παιδιά τους εκεί. Ανανέωναν το ραντεβού τους για τον Αύγουστο, όταν ο ξάδελφος μου Γιάννης θα επέστρεφε για διακοπές στην Ελλάδα. Δεκαπέντε μέρες μετά αγκαλιασμένοι σε εκείνο το χωράφι μαζί με άλλους είκοσι ανθρώπους, ήξεραν πως το τέλος είχε έρθει και άφηναν όλους εμάς, όσους τους ήξεραν καλά και άλλους λιγότερο, να γίνονται μάρτυρες της τελευταίας πράξης ενός δράματος, που δεν το χωράει  ανθρώπινος νους.



Νεκροί 104! Δεν υπάρχουν άλλα δάκρυα, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις, δεν υπάρχουν άλλες εικόνες. Υπάρχει, όμως, αυτός ο βουβός πόνος, αυτό το «γιατί» που σου σκίζει τα σωθικά. Αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα που ψάχνουν απαντήσεις, που κανείς δε μπορεί να σου δώσει.

Ξέραμε καλά τότε, ότι οι ματωμένες μας ψυχές θα αργούσαν πολύ να γιατρευθούν, ότι κάποιοι δεν θα επέστρεφαν ποτέ ξανά στα σπίτια τους αφού ολόκληρες γειτονιές είχαν χαθεί, ότι  τα αποκαΐδια και οι στάχτες θα ήταν πάντα εκεί να μας θυμίζουν τι συνέβη ένα ηλιόλουστο πρωινό, που άνθρωποι ευτυχισμένοι απολάμβαναν το καλοκαίρι και τις διακοπές τους.

Έξι χρόνια μετά, δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη της πολύκροτης δίκης για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, συγγενείς, φίλοι των θυμάτων, εγκαυματίες, περίμεναν την ελληνική δικαιοσύνη να αποφανθεί, σε μια ακόμα δίκη παρωδία. Ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης προσπάθησε τρεις φορές διαβιβάζοντας τη δικογραφία στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας, να αναβαθμίσει το κατηγορητήριο σε κακουργηματική θανατηφόρα έκθεση και οι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν  για κακουργηματικές και όχι πλημμεληματικές πράξεις… Μάταιος κόπος.

Κάπως έτσι φτάσαμε βάση του ποινικού κώδικα του 2019 στην ανώτατη των ποινών, όπως αυτή ορίζεται για πλημμεληματικές πράξεις και την μετατροπή των ποινών σε χρηματικές και εξαγοράσιμες. Οι 6 από τους 21 κατηγορούμενους - για τους υπόλοιπους 15 υπήρξε ομόφωνη αθώωση - με ποινές φυλάκισης από 3 έτη έως 11 χρόνια,(η εκτιτέα ποινή θα είναι 5 χρόνια) με 10 ευρώ την ημέρα, αφού καταβάλλουν τις χρηματικές ποινές τους, θα έχουν εκτίσει την ποινή τους.

Δεν ξέρω αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε τα όρια της αυστηρότητας που μπορούσε για αυτή την ποινή, και το όριο που ο νομοθέτης έχει θέσει, δεν ξέρω αν κάποιος καταδικαζόταν για περισσότερες ποινές θα καταδικαζόταν και για περισσότερες πράξεις. Ξέρω, πως μιλάμε για τόσα θύματα και κάποιοι καταδικάστηκαν για αδικήματα εξ αμελείας. Καταλαβαίνω ότι τώρα θα πρέπει να κινηθούν με ταχύτητα φωτός για να μην υπάρξει παραγραφή.

Σε αυτόν τον τόπο η διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης είναι τόσο αργή και ελλιπής, που τελικά γίνεται και ατελέσφορη. Η δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή είναι και κωφή. Είναι κωφή μπροστά στην οργή των συγγενών. Είναι κωφή μπροστά στις φωνές του λαϊκού περί δικαίου αισθήματος.

Ζούμε μια ακόμα προσβολή στους νεκρούς, στους ζωντανούς και στην αλήθεια. Ζούμε ξανά εκείνη την μέρα που ξαφνικά έγινε νύχτα και εμείς γίναμε μάρτυρες της πιο μεγάλης τραγωδίας. Όσο οι ψυχές μας κλαίνε, κάποιες άλλες ταξίδεψαν. Κάποιοι, λοιπόν, δικαστικοί με τις αποφάσεις τους και πολιτικοί με τους νόμους που θεσμοθέτησαν, έδειξαν την ανικανότητά τους, για να έχουμε ένα κράτος δικαίου. Εφόσον, λοιπόν, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα καλύτερο, οφείλουν να κάνουν ησυχία και υπακοή, όχι για να δικαιωθούν αυτές οι ψυχές αλλά για να αναπαυθούν. Ας ξεκινήσω εγώ…

 

Προτάσεις