Κρίστοφερ Χίτσενς: Αποκαλύπτοντας την αλήθεια για το Ισλάμ

 


Κρίστοφερ Χίτσενς: Αποκαλύπτοντας την αλήθεια για το Ισλάμ

(μετάφραση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)

Ας εμβαθύνουμε στο θέμα που μας απασχολεί – το Κοράνι. Το βιβλίο που ισχυρίζεται ότι αποτελεί την κορύφωση των θείων αποκαλύψεων, ακολουθώντας τα ίχνη των αβάσιμων και ασυνεπών αφηγήσεων του Μωυσή, του Αβραάμ και του Ιησού, που, πρέπει να ειπωθεί, συχνά ήταν πλάνες και φορτισμένες με ανοησίες. Ξεκινούμε αυτήν την έρευνα με την ίδια διάθεση, αμφισβητώντας αυτό που πολλοί θεωρούν ως την τελική αποκάλυψη, αυτή του Προφήτη Μουχάμεντ (Μωάμεθ) και την απαγγελία του, το Κοράνι.

Συναντούμε λοιπόν τον Άγγελο ή τον Αρχάγγελο – αν προτιμάτε – Γαβριήλ, να υπαγορεύει στίχους, γνωστούς ως σούρες, σε κάποιον με περιορισμένες γνώσεις ή μάθηση. Ξανά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ιστορίες πλημμύρας που θυμίζουν αυτές του Νώε, μαζί με απαγορεύσεις κατά της ειδωλολατρίας. Οι Εβραίοι, όπως και πριν, βρίσκονται ως οι αρχικοί αποδέκτες αυτού του μηνύματος, οι πρώτοι που το ακούν και στη συνέχεια το απορρίπτουν. Και πάλι, αντιμετωπίζουμε μια εκτενή συλλογή αμφιλεγόμενων ιστοριών για τις πράξεις και τα λεγόμενα του Προφήτη, γνωστά ως χαντίθ.

To Ισλάμ, αδιαμφισβήτητα, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα το πιο ενδιαφέρον, αλλά και το λιγότερο ενδιαφέρον από τα μονοθεϊστικά θρησκευτικά συστήματα του κόσμου. Βασίζεται στα θεμέλια που έθεσαν οι προηγούμενοι πρωτότοκοι της εβραϊκής και χριστιανικής παράδοσης, ενσωματώνοντας επιλεγμένα εκλεκτικά αποσπάσματα από εκεί και από εδώ. Έτσι, εάν αυτά τα θεμέλια καταρρεύσουν, θα καταρρεύσει και μέρος του Ισλάμ. Η ιδρυτική του αφήγηση αναπτύσσεται μέσα σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο πεδίο, προσφέροντας αφηγήσεις για εξαιρετικά βαρετές τοπικές διαμάχες.

Τα αρχικά έγγραφα του Ισλάμ, ανεπαρκή όπως είναι, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα εβραϊκά, ελληνικά ή λατινικά κείμενα. Η πλειοψηφία της παράδοσής του υπάρχει σε προφορική μορφή και όλα τα υπόλοιπα είναι στα αραβικά. Πολλές αρχές συμφωνούν ότι το Κοράνι είναι κατανοητό μόνο στην αραβική γλώσσα, η οποία από μόνη της υπόκειται σε αμέτρητους ιδιωματισμούς  και διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Αυτή η φαινομενικά παράλογη και δυνητικά επικίνδυνη θέση υποδηλώνει, ότι ο Θεός περιορίζεται σε μια μόνο γλώσσα.

Μπροστά μου βρίσκεται ένα βιβλίο με τίτλο «Γνωρίζοντας τον Μουχάμεντ», συγγεγραμμένο από δύο υπερβολικά δουλοπρεπείς Βρετανούς μουσουλμάνους, που έχουν ως στόχο να παρουσιάσουν μια ευνοϊκή εκδοχή του Ισλάμ στον δυτικό κόσμο. Παρόλο που το κείμενό τους είναι επιλεκτικό και υποτακτικό, δηλώνουν με αποφασιστικότητα ότι: «το Κοράνι, ως κυριολεκτικός Λόγος του Θεού, διατηρεί την πραγματική του ουσία μόνο στο αρχικό κείμενο που αποκαλύφθηκε. Μια μετάφραση δεν μπορεί ποτέ να αποτυπώσει την ουσία του Κορανίου, αυτήν την απαράμιλλη συμφωνία που μπορεί να συγκινήσει άνδρες και γυναίκες μέχρι δακρύων. Μπορεί μόνο να προσπαθήσει να μεταφέρει μια αμυδρή ιδέα της έννοιας που περιέχεται μέσα στις λέξεις του. Αυτό εξηγεί γιατί οι Μουσουλμάνοι, ανεξάρτητα από τη μητρική τους γλώσσα, πάντα απαγγέλλουν το Κοράνι στην αρχική του αραβική μορφή».


 

Ο Άραβας Θεός

Ας αντιμετωπίσουμε μια αρκετά επικίνδυνη υπόθεση σχετικά με την εθνικότητα του Θεού, δηλαδή, ότι, ενδεχομένως να είναι ή να ήταν Άραβας. Ακόμη και αν εξετάσουμε αυτήν την ιδέα ως βασίζουσα, αναγκαζόμαστε να αμφισβητήσουμε τη σοφία Του, μετά από την επιλογή του να «αποκαλύψει» τον εαυτό του μέσω ενός αμαθούς ατόμου, το οποίο με τη σειρά του δεν θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα μεταδώσει τα «τελικά» λόγια Του, χωρίς αλλοίωση ή ακόμα και να τα καταστήσει αμετάβλητα. Κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν αυτό ως δευτερεύον ζήτημα, αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις. Για τους Μουσουλμάνους, η θεία ανακοίνωση σε ένα άτομο απλό, ένα άτομο που έχει έλλειψη εκπαίδευσης, φέρει μια παρόμοια αξία με αυτή του ταπεινού «αγγείου» της Παναγίας για τους Χριστιανούς. Έχει τη βολική αρετή ότι είναι πλήρως ανεπαλήθευτη και μη δυνατόν να αποδειχθεί. Καθώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Μαρία μίλαγε αραμαϊκά και ο Μουχάμεντ αραβικά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Θεός είναι πραγματικά πολύγλωσσος και ικανός να μιλά κάθε γλώσσα που επιλέγει. Αξιοσημείωτο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επιλέχθηκε ως η διαμεσολαβητική μορφή για τη μετάδοση του μηνύματός του.

Ωστόσο, παραμένει εντυπωσιακό το γεγονός ότι όλες οι θρησκείες αντιστέκονται απεγνωσμένα στις προσπάθειες να μεταφραστούν οι ιερές τους γραφές σε γλώσσες που είναι κατανοητές από τους ανθρώπους, όπως εύστοχα αναφέρεται στο ευχολόγιο του Cranmer. Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, για παράδειγμα, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τον αγώνα να μεταφραστεί η Βίβλος στην κοινή γλώσσα και να καταργηθεί η κυριαρχία της κληρικής τάξης. Ευλαβείς άνθρωποι όπως οι Wycliffe, Coverdale και Tyndale πλήρωσαν το ακριβό τίμημα, καιγόμενοι ζωντανοί για τις πρώιμες προσπάθειες μετάφρασης. Η Καθολική Εκκλησία ποτέ δεν ανάρρωσε πλήρως από την εγκατάλειψη της αινιγματικής λατινικής τελετής, ενώ η προτεσταντική πλειοψηφία υπέστη μεγάλη ζημία από τη μετάφραση της Βίβλου σε πιο προσιτή γλώσσα. Ορισμένες μυστικές εβραϊκές κοινότητες εξακολουθούν να εμμένουν στη χρήση της εβραϊκής γλώσσας και να ασχολούνται με λεκτικά παιχνίδια της Καμπάλα, που αφορούν ακόμη και τα κενά μεταξύ των γραμμάτων. Ωστόσο, για τους περισσότερους Εβραίους, οι υποτιθέμενοι αμετάβλητοι τελετουργικοί κανόνες της αρχαιότητας έχουν εγκαταλειφθεί και η εξουσία της κληρικής τάξης έχει καταρρεύσει.

Το Ισλάμ στέκεται μόνο του ως η μόνη μείζονα θρησκεία χωρίς καμιά μεταρρύθμιση. Μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε λαϊκή εκδοχή του Κορανίου πρέπει να συνοδεύεται από ένα παράλληλο αραβικό κείμενο. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να προκαλεί υποψίες ακόμη και στα πιο αργοκίνητα μυαλά. Η εντυπωσιακή ταχύτητα, εμβέλεια και αποφασιστικότητα των μετέπειτα μουσουλμανικών κατακτήσεων έδωσε βάρος στην ιδέα ότι αυτές οι αραβικές αναθεωρήσεις κρατούσαν κάτι δυνατό. Ωστόσο, αν δεχθούμε αυτήν τη φθηνή κοσμική νίκη ως απόδειξη, πρέπει να παραχωρήσουμε την ίδια αναγνώριση στις ομοαίματες φυλές του Ιησού καθώς και στους Χριστιανούς σταυροφόρους και κονκισταδόρους του Χριστιανισμού.

Υπάρχει ακόμη μια ένσταση. Ενώ όλες οι θρησκείες λαμβάνουν μέτρα για να σιγήσουν ή να εξουδετερώσουν εκείνους που τολμούν να τις αμφισβητήσουν, (μια επαναλαμβανόμενη τάση που θεωρώ ένδειξη της αδυναμίας τους παρά της δυναμικότητάς τους), έχει περάσει αρκετός χρόνος από τότε που η ιουδαϊκή και χριστιανική θρησκεία προσφεύγαν ανοιχτά σε βασανισμό και λογοκρισία. Σε έντονη αντίθεση, το Ισλάμ ξεκίνησε με το να καταδικάζει όλους τους αμφισβητίες σε αιώνια φωτιά και ακόμη διατηρεί το δικαίωμα να το πράττει σχεδόν σε όλες τις επικράτειές του. Συνεχίζει να κηρύσσει ότι αυτές οι επικράτειες μπορούν και πρέπει να διευρυνθούν μέσω του πολέμου. Στην πορεία της ιστορίας, κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθούν ή ακόμη και να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του Ισλάμ έχει συναντήσει αυστηρή και άμεση καταστολή.

Για τον λόγο αυτό, έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι η εμφανιζόμενη ενότητα και αυτοπεποίθηση που επιδεικνύει η πίστη αυτή, κρύβει μια βαθιά και πιθανώς δικαιολογημένη ανασφάλεια. Είναι αυτονόητο ότι πάντοτε υπήρχαν αιματηρές διαμάχες ανάμεσα σε διάφορες σχολές του Ισλάμ, που οδήγησαν σε κατηγορίες αιρετικότητας και βλασφημίας ακόμη και μεταξύ των ίδιων των Μουσουλμάνων, με αποτέλεσμα φρικτές πράξεις βίας.

Έχω κάνει το μέγιστο δυνατό για να αντιμετωπίσω αυτή τη θρησκεία, η οποία μου παραμένει ξένη όπως και σε εκατομμύρια ανθρώπους, που θα μεταφέρουν πάντα αμφιβολίες ότι ο Θεός εμπιστεύθηκε έναν αναλφάβητο, μέσω ενός διαμεσολαβητή, με το απαιτητικό κάλεσμα «διάβασε».

Όπως ανέφερα προηγουμένως, απέκτησα πριν καιρό ένα αντίγραφο της μετάφρασης του Κορανίου. Έχει πιστοποιηθεί από ανώτατες πηγές της Ουλέμα, της ισλαμικής θρησκευτικής αρχής, ως η πιο κοντινή προσέγγιση στα αγγλικά. Έχω παρακολουθήσει αμέτρητες συναθροίσεις, από τις προσευχές της Παρασκευής στην Τεχεράνη έως τα τζαμιά στη Δαμασκό, την Ιερουσαλήμ, τη Ντόχα, την Κωνσταντινούπολη και την Ουάσιγκτον. Δύναμαι να επιβεβαιώσω το γεγονός ότι η ανάγνωση στα αραβικά πραγματικά διαθέτει την ικανότητα να προκαλεί τόσο ευτυχία όσο και οργή σε αυτούς που την ακούν. Παρατηρείται, επίσης, ότι σε χώρες όπως η Μαλαισία, η Ινδονησία και η Βοσνία, όπου κατοικούν μη αραβόφωνοι μουσουλμάνοι, υπάρχει αντιπαράθεση έναντι των προνομίων που παρέχονται στους Άραβες, την αραβική γλώσσα και τις αραβικές κινήσεις και καθεστώτα εντός μιας θρησκείας που ισχυρίζεται ότι είναι παγκόσμια.

Στο δικό μου σπίτι, φιλοξένησα τον Sayed Hossein Khomeini, τον εγγονό του Αγιατολάχ, ενός ιερέα από την ιερή πόλη του Κουμ. Του παρέδωσα προσεκτικά το αντίγραφο του Κορανίου μου, το οποίο φίλησε. Συζητήσαμε εκτενώς με σεβασμό και υπέγραψε στο πίσω μέρος με τους στίχους, που πίστευε ότι ανατρέπουν την αξίωση του παππού του για κληρική εξουσία σε αυτόν τον κόσμο και ακυρώνουν το δικαίωμά του να πάρει τη ζωή του Salman Rushdie. Ποιος είμαι εγώ για να διαιτητεύσω μια τέτοια διαμάχη; Ωστόσο, η ιδέα ότι το ίδιο κείμενο μπορεί να παράσχει διαφορετικές εντολές σε διαφορετικά άτομα, δεν είναι άγνωστη σε εμένα για διάφορους λόγους. Δεν υπάρχει ανάγκη να υπερβούμε τη δυσκολία κατανόησης των υποτιθέμενων βαθυστοχασμών του Ισλάμ. Αν κανείς κατανοήσει τις αντιφάσεις που υπάρχουν σε οποιαδήποτε «αποκαλυπτική» θρησκεία, τότε τις κατανοεί όλες.

Θα πρέπει να αναφέρω ένα ξεχωριστό περιστατικό από τη διαμονή μου στην Ουάσιγκτον, όπου, μετά από είκοσι πέντε χρόνια έντονων συχνά συζητήσεων βρέθηκα αντιμέτωπος με απειλή πραγματικής βίας μόνο μια φορά. Συνέβη κατά τη διάρκεια ενός δείπνου με αρκετούς υπαλλήλους και υποστηρικτές του Λευκού Οίκου τού Κλίντον. Ανάμεσά τους ήταν ένας γνωστός δημοκρατικός δημοσκόπος και οικονομικός του τροφοδότης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, με ρώτησε για το πρόσφατο ταξίδι μου στη Μέση Ανατολή. Ήταν περίεργος να ακούσει την άποψή μου ως προς το γιατί οι Μουσουλμάνοι φαίνονταν τόσο φανατικοί. Εγώ, ανέπτυξα όλο το ρεπερτόριο των συμπερασμάτων μου, τονίζοντας το συχνά ξεχασμένο γεγονός ότι το Ισλάμ είναι μια σχετικά νεότερη πίστη, που διατηρεί ακόμα το φως της αυτοπεποίθησης, αντίθετα με τη δυτική χριστιανική πίστη, που έχει υποχωρήσει σε μια κρίση αυτό-αμφισβήτησης. Σε αυτό το πλαίσιο, ανέφερα, ότι ενώ υπήρχαν ελάχιστα ή καθόλου αποδεικτικά στοιχεία για τη ζωή του Ιησού, η μορφή του Προφήτη Μωάμεθ μπορούσε να ανιχνευθεί σε ένα πρόσωπο με γνωστή ιστορία. Ακολούθησε μια εκπληκτική μεταμόρφωση καθώς ο άντρας αυτός άλλαξε χρώμα γρηγορότερα από οποιονδήποτε άλλο έχω δει ποτέ. Ξέσπασε, κηρύττοντας με πάθος ότι ο Ιησούς Χριστός είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία για πολύ περισσότερους ανθρώπους από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Με κατηγόρησε ως αηδιαστικό και ότι δεν υπάρχουν λόγια για να με χαρακτηρίσει, που μίλησα για τέτοια θέματα τόσο επιπόλαια. Με μια εντυπωσιακή κίνηση τράβηξε πίσω το πόδι του, στοχεύοντας να με κλωτσήσει. Τελικά, μόνο η αξιοπρέπειά του – πιθανώς κι η χριστιανική του πίστη – εμπόδισε το πόδι του από το να πέσει πάνω στον αστράγαλό μου. Αμέσως είπε στη γυναίκα του να φύγει μαζί του. Σκεπτόμενος το γεγονός, αισθάνομαι την υποχρέωση να του ζητήσω συγγνώμη ή τουλάχιστον μία μισή συγγνώμη.



Το πρόσωπο του Μωάμεθ

Ας επιστρέψουμε τώρα στο συναρπαστικό ιστορικό πρόσωπο του Μωάμεθ. Παρόλο που είναι αρκετά πιθανό ότι ένας άνθρωπος με το όνομα Μωάμεθ υπήρξε σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, αντιμετωπίζουμε την ίδια πρόκληση όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις. Οι αναφορές που μνημονεύουν τις πράξεις και τα λόγια του συντάχθηκαν πολλά χρόνια αργότερα και, δυστυχώς, έχουν γίνει απελπιστικά παραμορφωμένες και ασυνάρτητες λόγω εγωισμού, φήμης και αναλφαβητισμού. Ωστόσο, αυτή η ιστορία μπορεί να είναι γνωστή σε πολλούς και αν είναι καινούργια για κάποιους από εσάς, αξίζει να την εξερευνήσετε. Τον 7ο αιώνα κάποιοι κάτοικοι της Μέκκας, ακολουθούσαν μια Αβρααμική παράδοση, πιστεύοντας ακόμα ότι ο ναός τους, η Καάμπα, είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο τον Αβραάμ. Δυστυχώς, με την πάροδο του χρόνου, ο ναός – του οποίου η αρχική διαμόρφωση καταστράφηκε μετέπειτα από φανατικούς, συγκεκριμένα τους Ουαχάμπι – εξαχρειώθηκε μέσω της ειδωλολατρίας.

Ο Μωάμεθ, ο γιος του Αμπντουλά, έγινε ένας από τους Χουνάφα, αυτούς που «απομακρύνθηκαν» για να αναζητήσουν παρηγοριά αλλού. Αποσυρόμενος σε μια ερημική σπηλιά στο βουνό Χίρα, κατά τη διάρκεια του μήνα Ραμαζάν, ο Μωάμεθ βρέθηκε «να κοιμάται ή να είναι σε μεθυστική κατάσταση», όταν άκουσε μια επιβλητική φωνή να τον παροτρύνει να διαβάσει. Απάντησε δύο φορές, παραδεχόμενος την αδυναμία του να διαβάσει, μόνο για να λάβει εντολή και μία τρίτη φορά για  να το κάνει. Τελικά, ρώτησε τι θα έπρεπε να διαβάσει και του δόθηκε περαιτέρω εντολή στο όνομα ενός κυρίου που «δημιούργησε τον άνθρωπο από έναν θρόμβο αίματος». Το πνεύμα που σύστησε τον εαυτό του ως άγγελος Γαβριήλ, ενημέρωσε τον Μωάμεθ ότι ήταν ο πρεσβυτέρος του Αλλάχ και στη συνέχεια αποχώρησε. Ο Μωάμεθ εμπιστεύθηκε το γεγονός στη σύζυγό του τη Χαντίτζα, κατά την επιστροφή τους στη Μέκκα. Εκείνη, ακολούθως, τον πήγε να συναντήσει τον ξάδελφό της, έναν ηλικιωμένο άνδρα με το όνομα Ουαράκα ιμπν Ναουφάλ, ο οποίος διέθετε γνώση των Ιερών Γραφών των Εβραίων και των Χριστιανών. Αυτή η έμπειρη προσωπικότητα είπε ότι ο θεϊκός αγγελιοφόρος που είχε επισκεφθεί παλιότερα τον Μωϋσή, επέστρεψε στο βουνό Χίρα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Μωάμεθ υιοθέτησε τον ταπεινό τίτλο «Δούλος του Αλλάχ», με την προσφώνηση «Αλλάχ», απλά να σημαίνει «Θεός» στα Αραβικά.

Αρχικά, μόνο δύο ομάδες ανθρώπων έδειξαν ένα μέτριο ενδιαφέρον για την αξίωση του Μωάμεθ, οι απληροφόρητοι φύλακες του ναού της Μέκκα, που τον θεώρησαν απειλή για την επιχείρησή τους με τα προσκυνήματα, και οι μελετημένοι Εβραίοι της Γιαθρίμπ, μιας πόλης που βρίσκεται διακόσια μίλια μακριά, οι οποίοι είχαν ήδη ανακοινώσει την άφιξη του Μεσσία για κάποιο διάστημα. Καθώς εξελίσσονταν τα γεγονότα, η πρώτη ομάδα έγινε όλο και πιο απειλητική ενώ η δεύτερη ομάδα έδειξε μεγαλύτερη ευγένεια. Ως εκ τούτου, ο Μωάμεθ ξεκίνησε ένα ταξίδι, γνωστό ως Ηζίρα, προς τη Γιαθρίμ, την οποία σήμερα αναφέρουμε ως Μεδίνα. Η ημερομηνία αυτής της φυγής λειτουργεί ως έναρξη της μουσουλμανικής εποχής. Ωστόσο, όπως και με την άφιξη του Ναζαρηνού στην εβραϊκή Παλαιστίνη, η οποία ξεκίνησε με ουράνια σημάδια και ευχάριστη προσδοκία, αυτή η αφήγηση ήταν προορισμένη να τελειώσει ως μια μεγάλη τραγωδία. Οι αραβικοί Εβραίοι σύντομα συνειδητοποίησαν ότι αντιμετώπιζαν ακόμη μια απογοήτευση, αν όχι έναν απατεώνα.

Ελπίζω αυτή η απόδοση των γεγονότων, να διαφωτίσει την περίπλοκη αυτή ιστορία για εσάς, αγαπητοί μου φίλοι. Ας παραμείνουμε, όμως, αφοσιωμένοι στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας και στην εξερεύνηση των θρησκευτικών αφηγήσεων, πάντοτε προσεγγίζοντάς τες με κριτική κρίση.

Θα σας παρουσιάσω τώρα μια ανάλυση που παρουσιάζεται από την Κάρεν Άρμστρονγκ, μια προσωπικότητα γνωστή για τη συμπαθητική – ή τολμώ να πω – απολογητική στάση της απέναντι στο Ισλάμ. Σύμφωνα με την Άρμστρονγκ, οι Άραβες της εποχής εκείνης φέραν ένα πληγωμένο συναίσθημα, νιώθοντας αποκλεισμένοι από την ιστορία. Ενώ ο Θεός είχε, υποτίθεται, αποκαλυφθεί στους Χριστιανούς και τους Εβραίους, οι Άραβες δεν είχαν προφήτη και κανένα ιερό κείμενο στη δική τους γλώσσα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ήρθε η ώρα για μια «δική τους» αποκάλυψη. Μόλις ο Μωάμεθ είχε την αποκάλυψή του, αποφάσισε να μην επιτρέψει να την  απορρίψουν οι ακόλουθοι των παλαιότερων δογμάτων, ως κάτι από δεύτερο χέρι. Οι γραπτές αναφορές για τις προσπάθειές του στον 7ο αιώνα, όπως και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, γρήγορα εξελίσσονται σε αφηγήσεις άσχημων διαμαχών, πότε μεταξύ λίγων εκατοντάδων ποτέ μεταξύ μερικών χιλιάδων ανθρώπων, απαίδευτων χωριατών και κατοίκων των πόλεων. Σε αυτές τις συγκρούσεις, η έννοια του Θεού πίστευαν ότι επιλύει διαφορές και καθορίζει αποτελέσματα σε μια τοπική κλίμακα. Αυτές οι άσχημες διαμάχες, που δεν επικυρώνονται από ανεξάρτητες αποδείξεις, έχουν κρατήσει όμηρους εκατομμύρια ανθρώπους εξαιτίας της θεϊκής φύσης που τους αποδίδεται.



Το Ισλάμ

Πρέπει τώρα να εξετάσουμε εάν το Ισλάμ είναι πραγματικά μια ξεχωριστή θρησκεία. Αρχικά, ικανοποιούσε την ανάγκη των Αράβων για ένα μοναδικό και ειδικό πιστεύω, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη γλώσσα τους και τις εντυπωσιακές κατακτήσεις που ακολούθησαν. Παρόλο που αυτές οι κατακτήσεις δεν μπορούν να συγκριθούν με την κλίμακα αυτών που επιτεύχθηκαν από τον νεαρό Αλέξανδρο της Μακεδονίας, σίγουρα μετέδιδαν την αίσθηση της θείας βούλησης, μέχρι να φτάσουν στα όρια των Βαλκανίων και της Μεσογείου.

Παρόλα αυτά, όταν εξετάζουμε το Ισλάμ πιο προσεκτικά, ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αρκετά εμφανής και ανεξάρτητη συλλογή πλανών, δανειζόμενο στοιχεία από προγενέστερα βιβλία και παραδόσεις ανάλογα με την περίσταση. Μακριά από το ότι γεννήθηκε «στο φως της ιστορίας», όπως το περιέγραψε ευγενικά ο Ερνέστ Ρενάν, οι καταγωγές του Ισλάμ είναι τόσο αμφιλεγόμενες και προσεγγίζονται περίπου όπως οι πηγές από τις οποίες δανείστηκε. Παρά τις επιβλητικές δηλώσεις που κάνει για τον εαυτό του, ζητώντας υποταγή ή «παράδοση» από τους πιστούς του και αναμένοντας υποταγή και σεβασμό από τους απίστους, τα διδάγματα του Ισλάμ αποτυγχάνουν να παράσχουν ουσιαστική δικαιολογία για μια τέτοια αλαζονεία και προκατάληψη.

Ο προφήτης Μωάμεθ πέθανε το 632 περίπου σύμφωνα με το ημερολόγιό μας. Ο παλαιότερος απολογισμός της ύπαρξής του συντάχθηκε 120 χρόνια αργότερα, από τον Ιμπν Ισχάκ, του οποίου το αρχικό έργο έχει χαθεί και μπορεί να προσεγγιστεί μόνο μέσω της αναθεωρημένης μορφής του, που συνέγραψε ο Ιμπν Χισάμ, ο οποίος, ο ίδιος, πέθανε το 834. Ενώ έρχεται να προστεθεί στην ομίχλη του κουτσομπολιού και της ασάφειας, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με το πως οι ακόλουθοί του Μωάμεθ συνέθεσαν το Κοράνι ή πως καταγράφηκαν οι διάφορες απόφασέις του, μερικές από τις οποίες καταγράφηκαν από γραμματείς. Αυτό το γνωστό πρόβλημα επιδεινώνεται ακόμη πιο πολύ – περισσότερο από ό,τι στην περίπτωση του Χριστιανισμού – από το ζήτημα της διαδοχής. Αντίθετα με τον Ιησού, που φαίνεται ότι υποσχέθηκε να επιστρέψει στη Γη σύντομα και δεν άφησε γνωστούς απογόνους (ανεξαρτήτως των παράλογων ισχυρισμών του Νταν Μπράουν), ο Μωάμεθ, ένας στρατηγός, πολιτικός και πολυπαθής πατέρας – αντίθετα με τον Αλέξανδρο της Μακεδονίας – δεν άφησε καμία οδηγία για το ποιος θα τον διαδεχθεί. Οι διαφωνίες για την ηγεσία προέκυψαν σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του, με αποτέλεσμα το πρώτο μεγάλο διχασμό στο Ισλάμ ανάμεσα στους Σουνίτες και τους Σιίτες, πριν ακόμη το σύστημα του Ισλάμ εδραιωθεί οριστικά. Σε αυτόν τον διχασμό, δεν χρειάζεται να πάρουμε πλευρά, εκτός από το να σημειώσουμε ότι τουλάχιστον μία από τις σχολές αυτές, πρέπει να είναι λανθασμένη. Επιπλέον, η αρχική σύνδεση του Ισλάμ με ένα κοσμικό καλιφάτο, που αποτελείται από διεκδικητές που ανταγωνίζονται για τα πρωτεία, σήμανε το Ισλάμ από την πρώτη στιγμή ως μια ανθρώπινη δημιουργία.

Σύμφωνα με ορισμένες μουσουλμανικές αρχές, κατά το πρώτο καλιφάτο του Αμπού Μπακρ, αμέσως μετά το θάνατο του Μωάμεθ, ανέκυψαν ανησυχίες ότι ο προφορικός λόγος του θα μπορούσε να ξεχαστεί. Ο μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στη μάχη, σήμαινε ότι αυτοί που είχαν απομνημονεύσει αυτολεξεί το Κοράνι, είχαν γίνει ανησυχητικά λίγοι. Συνεπώς, πάρθηκε η απόφαση να συγκεντρωθούν όλοι οι εν ζωή μάρτυρες, μαζί με «κομμάτια χαρτιού, πέτρες, φύλλα φοίνικα και μικρά κομμάτια δέρματος» στα οποία γράφτηκαν βιαστικά οι λέξεις. Αυτά παραδόθηκαν στον Ζεΐντ ιμπν Θαμπίτ, έναν από τους πρώην γραφείς του Προφήτη, για μια επίσημη επανεγγραφή τους. Αφού ολοκληρώθηκε αυτό το έργο, οι πιστοί είχαν κάτι ανάλογο μιας επίσημης έκδοσης. Αν αυτός ο λόγος είναι αληθής, τότε θα χρονολογούσε το Κοράνι σε μια περίοδο πολύ κοντά στη ζωή του Μωάμεθ.

Ωστόσο, γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα ή συμφωνία σχετικά με την αλήθεια αυτής της ιστορίας. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Άλι, ο τέταρτος καλίφας και ιδρυτής του Σιισμού, είχε την ιδέα. Πολλοί άλλοι, η πλειοψηφία των Σουνιτών, υποστηρίζουν ότι ήταν ο Καλίφ Ουθμάν, που εξουσίασε από το 644 έως το 656, που πήρε την τελική απόφαση. Ανταποκρινόμενος σε αναφορές ότι στρατιώτες από διάφορες επαρχίες παλεύουν για αντικρουόμενες εκδοχές του Κορανίου, ο Ουθμάν παρήγγειλε στον Ζεΐντ ιμπν Θαμπίτ, να συγκεντρώσει τα διάφορα κείμενα, να τα εναρμονίσει και να τα μεταγράψει σε έναν μόνο τόμο. Αφού ολοκληρώθηκε αυτή η εργασία, ο Ουθμάν παρήγγειλε την αποστολή τυποποιημένων αντιτύπων στην Κούφα, τη Βασρά, τη Δαμασκό και άλλες τοποθεσίες, ενώ ένα αρχικό αντίγραφο διατηρήθηκε στη Μεδίνα.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Ουθμάν διαδραμάτισε τον κανονιστικό ρόλο, παρόμοιο με αυτόν του Ιρηναίου και του Επισκόπου Αθανασίου της Αλεξάνδρειας, στην τυποποίηση, εκκαθάριση και λογοκρισία της Χριστιανικής Βίβλου. Έγινε καταμέτρηση και ορισμένα κείμενα ανακηρύχθηκαν ιερά και χωρίς λάθη ενώ άλλα θεωρήθηκαν «αποκρυφιστικά». Με πιο ακραίο τρόπο από του  Επισκόπου Αθανασίου, ο Ουθμάν διέταξε την καταστροφή όλων των προηγούμενων και ανταγωνιστικών εκδόσεων. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι αυτή η εκδοχή των γεγονότων είναι ακριβής, εξαλείφοντας έτσι τη δυνατότητα στους μελετητές να διαπιστώσουν ή ακόμη και να αμφισβητήσουν το τι συνέβη πραγματικά κατά τη διάρκεια της ζωής του Μωάμεθ, η προσπάθεια του Ουθμάν να εξαλείψει τη διαφωνία ήταν μάταιη.



Η Αραβική γλώσσα

Η γραπτή αραβική γλώσσα διαθέτει δύο χαρακτηριστικά που την καθιστούν δύσκολη για έναν εξωτερικό παρατηρητή να τη μάθει, τη χρήση τελειών, για να διακρίνει σύμφωνα όπως το "b" και "t" και, στην αρχική της μορφή, την απουσία ενός σημείου ή συμβόλου για τα βραχυπρόθεσμα φωνήεντα, που υποδεικνύονταν με διάφορες παύλες ή σημεία. Αυτές οι παραλλαγές επέτρεπαν πολύ διαφορετικές αναγνώσεις, ακόμη και της έκδοσης του Ουθμάν.  Η αραβική γραφή αυτή καθαυτή δεν τυποποιήθηκε παρά μόνο στα τέλη του 9ου αιώνα. Εν τω μεταξύ, το άνευ τελειών και με τα περίεργα φωνήεντα Κοράνι, δημιουργεί ευρείες και διαφορετικές ερμηνείες, όπως συνεχίζει να κάνει. Αν και αυτό μπορεί να μην αποτελεί μεγάλη ανησυχία όταν ασχολούμαστε με την Ιλιάδα, πρέπει να θυμόμαστε ότι συζητούμε για τον – υποτίθεται − αμετάβλητο (και τελικό) λόγο του Θεού.

Υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη σύνδεση μεταξύ της πλήρους αδυναμίας αυτού του ισχυρισμού και της απόλυτης βεβαιότητας με την οποία διατυπώνεται. Για να επισημάνουμε ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράδειγμα, οι αραβικές λέξεις που είναι χαραγμένες στο εξωτερικό του Κυπέλλου του Πέτρου στην Ιερουσαλήμ, διαφέρουν από οποιαδήποτε εκδοχή βρίσκεται στο Κοράνι.

Ας δούμε την κατάσταση όσον αφορά την «χαντίθ», την τεράστια έκταση της προφορικά μεταδιδόμενης δευτερεύουσας λογοτεχνίας, που υποτίθεται ότι μεταφέρει τις λέξεις και τις πράξεις του Μωάμεθ, την ιστορία της συλλογής του Κορανίου και τις λέξεις «των συντρόφων του Προφήτη». Κάθε χαντίθ, για να θεωρηθεί αυθεντικό, πρέπει να υποστηρίζεται από ένα «ισνάντ», μια αλυσίδα υποτίθεται αξιόπιστων μαρτύρων. Πολλοί μουσουλμάνοι διαμορφώνουν την καθημερινή τους ζωή βασιζόμενοι σε αυτές τις ανεκδοτολογίες, θεωρώντας τους σκύλους ακάθαρτους, για παράδειγμα, αποκλειστικά επειδή αποδίδεται στον Μωάμεθ. (Σε προσωπικό επίπεδο, πρέπει να αναφέρω μια ιστορία που πηγαίνει στην αντίθετη κατεύθυνση, όπου λέγεται ότι ο Προφήτης έκοψε τη μακριά μανσέτα του ενδύματός του, αντί να ενοχλήσει έναν γάτο που κοιμόταν ειρηνικά πάνω σε αυτή. Οι γάτες στις μουσουλμανικές χώρες έχουν γλιτώσει τη σκληρή μεταχείριση που συχνά τους έχουν επιβάλει οι Χριστιανοί, οι οποίοι τις έχουν θεωρήσει σατανικές συντρόφους μαγισσών, στο παρελθόν). Όπως θα περιμέναμε, οι έξι αποδεκτές συλλογές των χαντίθ, που επικαλύπτουν τις φήμες με φήμες μέσω του περίπλοκου δικτύου των ισνάντ (ο Α’ είπε στον Β’, ο οποίος το άκουσε από τον Γ’, που το μάθε από τον Δ’), συγκεντρώθηκαν αιώνες μετά τα γεγονότα που προσποιούνται ότι περιγράφουν.

Ένας από τους πιο γνωστούς αυτών των συλλεκτών, ο Μπουκάρι, πέθανε 238 χρόνια μετά το θάνατο του Μωάμεθ. Οι μουσουλμάνοι θεωρούν τον Μπουκάρι ιδιαίτερα αξιόπιστο και ειλικρινή, καθώς κρίνει διακόσιες χιλιάδες από τις τριακόσιες χιλιάδες μαρτυρίες που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια της αφοσιωμένης ζωής του ως εντελώς ανακριβείς και άνευ αξίας. Μετά την εξάλειψη περαιτέρω αμφίβολων παραδόσεων και αμφισβητήσιμων ισνάντ, ο τελικός αριθμός των χαντίθ ήταν δέκα χιλιάδες. Αν επιθυμείτε, μπορείτε να πιστέψετε ότι από αυτήν τη χαώδη μάζα αναλφάβητων και ημί-απομνημονευμένων μαρτυριών, ο προσεκτικός Μπουκάρι κατάφερε, πάνω από δύο αιώνες αργότερα, να επιλέξει μόνο τις αγνές και ακέραιες, που μπορούν να αντέξουν την επιστημονική κριτική.

Σίγουρα, ορισμένα από αυτά τα υποτιθέμενα αυθεντικά χαντίθ θα μπορούσαν να ήταν ευκολότερα να ξεχωριστούν από τα υπόλοιπα. Όπως παρατηρεί ο Ούγγρος μελετητής Ίγνατς Γκόλτσιερ, πολλά από τα χαντίθ δεν είναι τίποτα περισσότερο από «στίχους από την Τορά και τα Ευαγγέλια, αποσπάσματα από ραβινικές παροιμίες, αρχαία περσικά αποφθέγματα, αποσπάσματα από την ελληνική φιλοσοφία, ινδικές παροιμίες και ακόμη και ένα σχεδόν λέξη προς λέξη αντίγραφο της «Προσευχής του Κυρίου». Μπορούμε να βρούμε μεγάλα τμήματα από βιβλικά αποφθέγματα μέσα στα χαντίθ, συμπεριλαμβανομένης της παραβολής για τους εργάτες που προσλήφθηκαν την τελευταία στιγμή και το περίφημο: «Ας μη γνωρίζει η αριστερή σου χέρα τί πράττει η δεξιά σου». Ναι, αυτό σημαίνει ότι αυτό το φαιδρότατο κομμάτι ψευδοβαθύτητας εμφανίζεται σε δύο σύνολα αποκαλυφθεισών γραφών.

Ο Ασλάν, στη μελέτη του, παρατηρεί ότι μέχρι τον 9ο αιώνα, όταν οι μουσουλμανοί νομικοί ερευνούσαν τον σχηματισμό και την κατάταξη του ισλαμικού δικαίου μέσω της διαδικασίας που αποκαλείται «ιχτιχάντ», ήταν αναγκασμένοι να κατατάξουν πολλά από τα χαντίθ σε ομάδες, όπως: «ψέματα για υλικό κέρδος» και «ψέματα για ιδεολογικό πλεονέκτημα». Το Ισλάμ, αναγνωρίζοντας σωστά την προέλευσή του από προηγούμενες θρησκείες, απορρίπτει την ιδέα ότι είναι μια εντελώς νέα θρησκεία ή μια ακύρωση των προκατόχων του. Αντ' αυτού, χρησιμοποιεί τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και τα Ευαγγέλια της Καινής ως ένα μόνιμο δεκανίκι ή ως πηγή για να στηρίζεται. Ως αντάλλαγμα για αυτήν την παράγωγη ταπεινοφροσύνης, απαιτεί να γίνεται αποδεκτό ως η απόλυτη και τελική αποκάλυψη.

Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, περιέχει πολλές εσωτερικές αντιφάσεις. Παρόλο που συχνά αναφέρεται ότι «δεν υπάρχει αναγκαστικότητα στη θρησκεία» και γίνονται καθησυχαστικές παρατηρήσεις για τους ακολούθους άλλων θρησκειών που είναι «λαός του βιβλίου» ή «ακόλουθοι προηγούμενων αποκαλύψεων», αυτή η φαινομενικά φιλεύσπλαχνη ανοχή είναι υποχρεωτική επειδή μερικοί από αυτούς τους ίδιους «λαούς» και «ακόλουθους» μπορεί να είναι «αποφασισμένοι να κάνουν κακές πράξεις».

Ας επιστρέψουμε τώρα στις βαθιές αδυναμίες και ανησυχητικές πτυχές του Κορανίου και των χαντίθ. Ας παρουσιάσω μερικά παραδείγματα που αποκαλύπτουν τον προβληματικό χαρακτήρα αυτών των κειμένων. Πρώτα, συναντούμε ένα απόσπασμα που αντικρούει τα σοφά λόγια που αποδίδονται στον Σωκράτη, στην Απολογία του Πλάτωνα. Αναφέρει ότι κανείς που πεθαίνει και βιώνει τις ανταμοιβές του Αλλάχ στη μετέπειτα ζωή, δεν θα επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτόν τον κόσμο, εκτός από τον μάρτυρα που, με την επίγνωση της υπεροχής του μαρτυρίου, θα ήθελε ευχαρίστως να επιστρέψει στον κόσμο και να σκοτωθεί ξανά. Αυτό αμφισβητεί σαφώς την έννοια της ικανοποίησης του ανθρώπου με την ύπαρξή του και αντιτίθεται στα διδάγματα της λογικής και της σοφίας. Στη συνέχεια, συναντούμε μια άμεση αντιγραφή από τις «Δέκα Εντολές». Το Κοράνι αναφέρει ότι ο Θεός δεν θα συγχωρέσει αυτούς που λατρεύουν άλλους θεούς εκτός από Αυτόν, επισημαίνοντας το ως σοβαρό αμάρτημα.

Αυτά τα παραδείγματα αποκαλύπτουν την πιθανότητα ότι η ανθρώπινη προέλευση της ρητορικής που βρίσκεται στο Κοράνι και τα χαντίθ είναι πολύ μακριά από το να είναι «θεϊκά» ή «τελικά». Είναι γεμάτα με αντιφάσεις, ασυνέπειες και αντιγραφές από διάφορες πηγές. Το περίφημο περιστατικό των υποτιθέμενων «σατανικών ιστοριών» του Κορανίου, ανατρέπει περαιτέρω τον ισχυρισμό της θείας συγγραφής. Κατά τη διάρκεια αυτού του συμβάντος, ο Μωάμεθ, με στόχο να καθησυχάσει τους πολυθεϊστές της Μέκκα, δέχθηκε μια αποκάλυψη που τους επέτρεπε να συνεχίσουν τη λατρεία ορισμένων από τους παλαιότερους τοπικούς θεούς τους. Ωστόσο, ο Μωάμεθ αργότερα συνειδητοποίησε ότι πρέπει να είχε επηρεαστεί αθέλητα από τον διάβολο, αποκλίνοντας προσωρινά από τη συνήθη στάση του κατά του πολυθεϊσμού. Αυτό το επεισόδιο θέτει ερωτήματα για την αυθεντία και την αξιοπιστία αυτών των αποκαλύψεων.

Επιπλέον, η ευκολία του Μωάμεθ να λαμβάνει αποκαλύψεις που τον βολεύουν σε στιγμιαίες ανάγκες του, παρατηρήθηκε ακόμα και από μερικές από τις συζύγους του, που ορισμένες φορές οδήγησε και σε παιχνιδιάρικα πειράγματα. Ορισμένοι «απάνθρωποι» χριστιανοί κριτικοί έχουν υποδείξει την επιληπτική νόσο ως αιτία (με βολική την αδυναμία αναγνώρισης παρόμοιων συμπτωμάτων στην επιληψία του Παύλου, στον δρόμο για την Δαμασκό), δεν χρειάζεται να εμπλακούμε σε τέτοιες εικασίες. Αντίθετα, μπορούμε να διατυπώσουμε το ουσιαστικό ερώτημα του David Hume: Είναι πιο πιθανό ένας άνθρωπος να υπηρέτησε ως απλός μεταφραστής προϋπαρχουσών αποκαλύψεων ή να εκφώνησε ο ίδιος προϋπάρχουσες αποκαλύψεις και να πίστεψε ή να τις ισχυρίστηκε ως γνήσιες εντολές του Θεού; Η απάντηση γίνεται σαφής με κριτική εξέταση.



Η ύπαρξη του Μωάμεθ

Η φυσική ύπαρξη του Μωάμεθ, παρά τα περιορισμένα στοιχεία που παρέχονται από τα χαντίθ, ενισχύει και αδυνατεί το Ισλάμ. Από τη μια πλευρά, το συνδέει με τον υλικό κόσμο και προσφέρει πιθανές φυσικές περιγραφές του ίδιου του ανθρώπου. Από την άλλη πλευρά, καθιστά ολόκληρη την ιστορία περισσότερο γήινη, απτή και σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρημένη. Μπορούμε να αντιδρούμε στον γάμο του με ένα εννιάχρονο κορίτσι και στο έντονο ενδιαφέρον του να ευχαριστηθεί τις απολαύσεις του φαγητού και το μοίρασμα των λάφυρων μετά από μάχες και σφαγές. Επιπλέον, οι πολλοί απόγονοί του δημιούργησαν έναν δυναστικό κανόνα που εισήγαγε ανθρώπινες αδυναμίες στη θρησκευτική γενεαλογία.

Από την αρχή του, το Ισλάμ έχει ταλαιπωρηθεί από συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων προσκυνητών του αίματος του Προφήτη, ο καθένας ισχυριζόμενος τη δική του θέση. Αν μετρούσαμε τον αριθμό των ατόμων που τοποθετούν την καταγωγή από τον ιδρυτή Μωάμεθ, πιθανότατα θα υπερέβαινε τον αριθμό των ιερών καρφιών και ξύλινων κομματιών, που αποτελούσαν παραδοσιακά τον κολοσσιαίο σταυρό (κολοσσιαίο, κρίνοντας από τον ατελείωτο αριθμών κομματιών ξύλου που βρίσκουμε) στον οποίο, κατά παράδοση, υποτίθεται ότι έγινε η μαρτυρία του Ιησού,.

Επίσης, η δημιουργία μιας άμεσης οικογενειακής γραμμής με τον Προφήτη απαιτεί γνώση και πληρωμή προς τον κατάλληλο τοπικό ιμάμη. Επιπλέον, οι μουσουλμάνοι συνεχίζουν να αναγνωρίζουν και να εμπλέκονται σε ορισμένες προ-ισλαμικές πρακτικές, όπως ο σεβασμός για τις «σατανικές ιστορίες» και το έθιμο της περιφοράς γύρω από τον ναό της Κάαμπα κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος της Χατζ. Αυτές οι δράσεις και θυσίες εδράζονται σε αρχαίες πολυθεϊστικές συνήθειες, που προηγούνται της ύπαρξης του Προφήτη.

Είναι σαφές ότι το πλαίσιο που σχηματίζεται από αυτές τις παρατηρήσεις είναι ένα πλαίσιο πολυπλοκότητας, αντιφατικότητας και ιστορικών δανείων. Η ιδέα του Ισλάμ ως μιας απαράλλακτης και οριστικής αποκάλυψης υπονομεύεται περαιτέρω με μια πιο προσεκτική εξέταση των καταγωγών και των πρακτικών του.



Θρησκευτικές Μεταρρυθμίσης

Φίλοι μου, ας εξετάσουμε τώρα τη μοναδικότητα και τη στασιμότητα του Ισλάμ σε σύγκριση με άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Συχνά ισχυρίζομαι ότι το Ισλάμ δεν έχει μια «μεταρρύθμιση» και, αν και αυτή η δήλωση είναι μερικώς αληθής, απαιτεί και ορισμένες διευκρινίσεις. Μέσα στο Ισλάμ υπάρχουν εκδοχές, όπως η Σούφι παράδοση, που δίνουν προτεραιότητα στην πνευματικότητα πάνω από την κυριολεκτική ερμηνεία και έχουν ενσωματώσει στοιχεία από άλλες θρησκείες. Επιπλέον, η αποκεντρωμένη δομή του Ισλάμ, χωρίς έναν αρμόδιο Πάπα, ικανό να εκδίδει δεσμευτικές διαταγές (γεγονός που εξηγεί την αναπαραγωγή αντικρουόμενων φατβών από διάφορες αρχές), εμποδίζει τους ακόλουθούς του από το να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν προηγουμένως διατηρούμενα δόγματα.

Αν και αυτό μπορεί να έχει ορισμένες θετικές προεκτάσεις, το αναμφισβήτητο γεγονός παραμένει ότι το Ισλάμ με αποφασιστικότητα διατηρεί την κεντρική του θέση, της ανυπέρβλητης και οριστικής αποκάλυψης. Αυτή η αξίωση είναι τόσο παράλογη όσο και αμετάβλητη, αφού όλες οι διχογνωμίες και οι διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες μέσα στο Ισλάμ, από τους Ισμαηλίτες ως τους Αχμαντί, συμφωνούν με πάθος για αυτό. Αντίθετα, η έννοια της «μεταρρύθμισης» στον εβραϊσμό και τον χριστιανισμό περιλαμβάνει την προθυμία για κριτική εξέταση των ιερών κειμένων, υποβάλλοντάς τα σε λογοτεχνική και σε κριτική ανάλυση των κειμένων. Η αναγνώριση του μεγάλου αριθμού δυνατών ερμηνειών της Βίβλου είναι τώρα ευρέως αποδεκτή. Για παράδειγμα, ο σοβαρός χριστιανικός όρος «Ιεχωβά» αναγνωρίζεται ως μετάφραση που προκύπτει από τα ανείπωτα κενά μεταξύ των γραμμάτων του εβραϊκού «Ιαχβέ». Ωστόσο, δεν έχει γίνει αντίστοιχη επιστημονική προσπάθεια στον τομέα των μελετών του Κορανίου. Δεν έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες για την καταγραφή των αντιφάσεων μεταξύ των διαφόρων εκδόσεων και χειρόγραφών του.

Ακόμη και οι πρόσκαιρες προσπάθειες που έγιναν σε αυτήν την κατεύθυνση αντιμετωπίστηκαν με έντονη αντίθεση, ξαναθυμίζοντας τη μισαλλοδοξία της Ιεράς Εξέτασης Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το έργο του Κριστόφ Λούξενμπουργκ, το βιβλίο του «Η Συριάκο-Αραμαϊκή Έκδοση του Κορανίου» που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 2000. Ο Λούξενμπουργκ προτείνει με προκλητικό τρόπο ότι το Κοράνι, αντί να γραφτεί αποκλειστικά στα αραβικά, κατανοείται καλύτερα όταν αναγνωρίζεται ότι πολλές από τις λέξεις του πηγάζουν από την συριακο-αραμαϊκή γλώσσα. Το πιο διάσημο παράδειγμά του περιλαμβάνει τις ανταμοιβές ενός «μάρτυρα» στον παράδεισο, οι οποίες, όταν μεταφραστούν και ανακαταταχθούν, αποκαλύπτουν μια ουράνια προσφορά γλυκών, λευκών σταφυλιών αντί για παρθένες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συριάκο-αραμαϊκή είναι η ίδια γλώσσα και περιοχή απ' όπου προήλθε σημαντικό τμήμα του εβραϊσμού και του χριστιανισμού. Εάν γίνονταν έρευνες χωρίς περιορισμούς, θα αποδεικνύονταν αναμφίβολα πολλά από τα σκοτεινά σημεία που περιβάλλουν το Κοράνι.

Ωστόσο, ακριβώς όταν το Ισλάμ θα έπρεπε να ασχοληθεί με μια κριτική αναδιατύπωση, βρίσκεται σε μια καμπή όπου μία «μαλακή» συναίνεση έχει εμφανιστεί μεταξύ των θρησκευτικών πίστεων. Υποστηρίζουν ότι, εξαιτίας μιας υποτιθέμενης υποχρέωσης να σέβονται τους πιστούς, οι αξιώσεις του Ισλάμ πρέπει να γίνονται αποδεκτές χωρίς αυστηρή εξέταση. Για μια ακόμη φορά, η πίστη λειτουργεί ως εμπόδιο, πνίγοντας την ελεύθερη έρευνα και εμποδίζοντας τις εμπειρικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει. Η καταπιεστική αγκάλη του δόγματος εμποδίζει το Ισλάμ να ενταχθεί στις τάξεις των προκατόχων του και στην αποδοχή ενός ανασχηματισμού και της διανοητικής προόδου του.

Προτάσεις