Μάνος Χατζιδάκις: 31 χρόνια σιωπής και ελευθερίας

Ο Μάνος Χατζιδάκις και η πολιτική της ευαισθησίας

(γράφει η Ζέτα Φλισκανοπούλου)

Σε μια περίοδο όπου γινόμαστε μάρτυρες δυστοπικών κοινωνιών που αποτυγχάνουν, και εξελίσσονται για το μέλλον χαρακτηριζόμενες από ολοκληρωτικά καθεστώτα και απανθρωπισμό, άνθρωποι σαν τον Μάνο Χατζιδάκι με το ασυμβίβαστο μυαλό τους, την πρωτοποριακή ματιά για την ζωή και την κοινωνία, μας λείπουν πολύ.

Ο Μάνος Χατζιδάκις «ξεχρέωσε με τα μεγάλη χρέη του παρελθόντος» γιατί ποτέ δεν έκρυψε τη διαφορετικότητά του, αντίθετα, έζησε μέσα απ΄ αυτή. Η ματιά και η μουσική του περιείχαν κάθε άνθρωπο που είχε ανησυχίες, γνώριζε πάντα καλά το τι συμβαίνει γύρω του και δεν συμβιβαζόταν ποτέ. Πορεύτηκε με μια διαρκή ανησυχία και μια διαρκή επανάσταση για όλα. Με την κοινωνική υπόσταση της μουσικής και του λόγου του, μας έδειξε την αξία της ελεύθερης σκέψης και της μόρφωσης. Ένας μεγαλοαστός, που σαν αληθινή ιδιοσυγκρασία μέσα του οδηγήθηκε να γράψει μουσική, επιλέγοντας να ζήσει σαν λαϊκός.

«Ένα βράδυ μου ζήτησε ο Μάνος να πάρουμε το αυτοκίνητο και να χαθούμε στα στενά του Πειραιά. Επιθύμησε να ξαναδεί μέρη που είχε περπατήσει πριν πολλές δεκαετίες. Κάπου, κοντά στον Ναυτικό Όμιλο, στην Καλλίπολη, βρήκαμε μια ταπεινή σπιτική ταβέρνα. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι στο βάθος για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Για μια στιγμή πλησιάζει το τραπέζι μας μια γυναίκα. Λαϊκή εξ όψεως, φορούσε παντόφλες, όπως τη θυμάμαι. Κρατούσε ένα λουλουδάκι. Το πρόσφερε στον Μάνο, του χαμογέλασε κι έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Ο Μάνος γύρισε και μου είπε τότε: ”Βλέπεις για ποιους ανθρώπους έγραφα εγώ μουσική όλα αυτά τα χρόνια;»

(Γιώργος Χατζιδάκις, θετός γιος και πνευματικός κληρονόμος του Μάνου Χατζιδάκι/ συνέντευξη στην εφημερίδα ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ)

«Πιστεύω τα τραγούδια με ποιητικές ιδέες. Τα τραγούδια εκείνα που προορίζονται να μας αποκαλύψουν. Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μάς ενώνει κάτω και μέσα από έναν κοινό μύθο. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για να ακολουθήσουμε τις ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για να ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δυνάμεις.»

Αυτά είναι τα λόγια ενός μεγάλου συνθέτη, σπουδαίου ανθρώπου και «τραγουδοποιού», όπως δήλωνε περήφανα: του Μάνου Χατζιδάκι.

61 έργα για το θέατρο, 10 έργα για το αρχαίο δράμα, 77 έργα για τον κινηματογράφο, 11 οργανικά έργα, 36 κύκλοι τραγουδιών και έργα για φωνή, 16 μπαλέτα και 3 όπερες. Κάποια από αυτά είναι ανέκδοτα ή ανολοκλήρωτα.

31 χρόνια μουσικές σπουδαίων, βραβευμένων τραγουδιών, τραγουδιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, θεατρικές και κινηματογραφικές συνθέσεις να μας κρατούν συντροφιά, και ο διευθυντής ορχήστρας Μάνος Χατζιδάκις να μας διδάσκει μουσική και ήθος.

Θαρραλέος και τολμηρός, υπέδειξε στους σύγχρονους τη δύναμη του ρεμπέτικου, μαζί με τον Φοίβο Ανωγειανάκη. «Την καινούργια ζωή που μας επιφυλάσσουν τα 9/8 για το μέλλον, όταν θα τα ακούμε να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας.»

Το 1961, η ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» είναι υποψήφια για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μάνο Χατζιδάκι για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά». Στις 17 Απριλίου του 1961 βραβεύεται για το «Καλύτερο Κινηματογραφικό Τραγούδι της Χρονιάς», χωρίς ο ίδιος να βρίσκεται στην τελετή. Η βράβευση αυτή τού δίνει παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις αρχικά προσπαθεί να διαχειριστεί αλλά τελικά αποφασίζει να την αποφύγει, θεωρώντας ότι του στερεί τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος τη σχέση του με το ακροατήριό του. Δεν διστάζει μάλιστα να δηλώσει:

«Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ’ τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτόν τον “τίτλο τιμής” από την πλάτη μου.»

Τα ιδιοφυή τραγούδια του βρίσκονταν στα χείλη όλου του κόσμου. Παράλληλα, χρηματοδοτούσε τον «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου του Κωνσταντίνου Α. Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη, ενώ έκανε αγώνα να επιβάλλει νέο ήθος στο ραδιόφωνο.

Η μουσική για τον Κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ (1956), που συνέθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις, έντυσε με ήχους λόγια όπως: «Το κάθε τι πρέπει να ανήκει σ’ εκείνον που είναι άξιος. Τα παιδιά σε κείνους που με αγάπη και φροντίδα τα ανατρέφουν. Τα αμάξια στους καλούς τους αμαξάδες. Τα χωράφια στους καλούς τους γεωργούς, που μέρα νύχτα με ιδρώτα και με μόχθο πασχίζουν να δώσουν γλυκούς καρπούς.»

Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον λόγο του και ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μουσική του άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην ψυχή και τη σκέψη μας.

Η Μήδεια του Ευριπίδη (1958), το Παραμύθι χωρίς όνομα του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1959), η σπονδυλωτή παράσταση Οδός Ονείρων (1962), αλλά και Το χαμόγελο της Τζοκόντας – δέκα τραγούδια για ορχήστρα, γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962) – ήταν και είναι η ανάσα σ’ έναν κόσμο όπου θριαμβεύει η αδικία, η αλαζονεία της εξουσίας και του πλούτου. Σε μια εποχή σκληρή και δύσκολη, ο Μάνος Χατζιδάκις παραμένει μέγας ποιητής-οραματιστής, που μετέφερε την πίστη του στον θρίαμβο της δικαιοσύνης και, άρα, της Ανθρωπότητας.

Από την εγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη για το ανέβασμα του έργου Ίλια Ντάρλινγκ με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, την ηχογράφηση του Χαμόγελου της Τζοκόντας με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς (1965)…

«Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν ένα κυριακάτικο απόγευμα το φθινόπωρο του 1963 όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή, με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανέναν να την προσέχει. Μόνη, έρημη, μες στο άγνωστο πλήθος που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντάς την να πνιγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ’ αγέρι που άρχισε να φυσά. Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε…

Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι, με την Τζοκόντα στο εξώφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στον δρόμο. Δεν ξέρω γιατί όλ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου. Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν με έναν συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων. Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογός της, κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.»

Από το Χαμόγελο της Τζοκόντα μέχρι την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble. Από την άνθηση του Τρίτου Προγράμματος στη Μεταπολίτευση, μέχρι την έκδοση του περιοδικού Τέταρτο στη δεκαετία του ’80, δημιούργησε τις Γιορτές των Ανωγείων, τον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο, τους Αγώνες Τραγουδιού στην Κέρκυρα και την Καλαμάτα.

Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964–1966), η οποία δίνει 20 συναυλίες με πρεμιέρες 15 έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.

Ο αγώνας του παρέμενε αναμφίβολα ένας: απέναντι σε ένα κράτος που «υπήρξε αντιπνευματικό». Μουσικό απόσταγμα και πρόκληση για το μαγικό ταξίδι της μουσικής.

«Πάρτε από τη μουσική μου όλη την γλύκα και ζαχαρένια γεύση.»

Μια ζωή τολμηρός – ακόμη κι όταν κινδύνεψε να χαρακτηριστεί ως «γραφικός» ή «ελιτίστας» – είχε απάντηση για τους επικριτές του: «Ανοησίες και παραλείψεις έχω κάνει. Πράξη ντροπής, ποτέ.»


«Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας θηρευτής του έκκεντρου, που χρησιμοποιούσε την παραδοξότητα ως μέσο σχολιασμού του κίβδηλου και της σοβαροφάνειας. Με έναν λόγο που θα αναστάτωνε τις τακτοποιημένες συνθήκες, θα οργάνωνε τα επιχειρήματά του ενάντια στην προφάνεια, θα εγκαθιστούσε ένα διαφορετικό πεδίο ορατότητας της ζωής, της πολιτικής, της Τέχνης. Κάτι πολύ απλό και γι’ αυτό αυταπόδεικτο, αναμφίλεκτο, αδιαπραγμάτευτο: το δικαίωμα στη σκέψη, την κριτική, την αμφισβήτηση.»

— Μιχάλης Κωνσταντής, νομικός, δημοσιογράφος, πολιτικός και κοινωνικός αναλυτής

«Ό,τι έχω ιερό: να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την “ηθική” των συγγενών μου. Να αγαπάω με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές.»

Δήλωνε με θάρρος «μουσικός» και όχι «συνθέτης», «αντιμαζικός αλλά βαθύτατα λαϊκός».

Είχε όνειρα και ήλπιζε ότι, μετά την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων το 1989 – με σκοπό να παρουσιάζονται με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασικών και σύγχρονων συνθετών – η δημιουργική περίοδος θα συνεχιζόταν. Φαίνεται, όμως, ότι οι μουσικές του αποταμιεύσεις συνεχίστηκαν αλλού…

«Να μην αποταμιεύεις εδώ. Να αποταμιεύεις στην Τράπεζα του Ουρανού.»

Στις 3 Ιουνίου 1990, σε συνεργασία με τον κορυφαίο Αργεντινό συνθέτη Άστορ Πιατσόλα, ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει με την Ορχήστρα των Χρωμάτων συναυλία που ηχογραφείται ζωντανά στο Ηρώδειο.

«Το τάνγκο είναι ο κόσμος που φεύγει έτσι όπως ήρθε. Με πάθος για να φορέσει μια στολή, να αγαπήσει μια γυναίκα ή ένα παιδί, να ξυριστεί ή να χτενιστεί με επιμέλεια και να πεθάνει δημοσία δαπάνη. Κι όλα σε 4/4. Στον ρυθμό του τάνγκο.»

Η συναυλία αυτή θεωρείται εξαιρετικά σημαντική, καθώς ήταν η τελευταία του Πιατσόλα, ο οποίος έναν μήνα αργότερα, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, έπεσε σε κώμα και πέθανε δύο χρόνια αργότερα.


Στις 15 Ιουνίου του 1994, τα όνειρα του Μάνου Χατζιδάκι συγκρούστηκαν με τη μοίρα.

Το παιχνίδι με τη δημιουργία, τη μουσική και την αναζήτηση χρωμάτων έληξε άδοξα.

Και τώρα, σιωπή…

Σιωπή ήταν η τελευταία επιταγή του Μάνου.

Τριάντα ένα χρόνια απουσίας και εμείς, έχοντας στη μνήμη και στην καρδιά μας τη μουσική του, κάνουμε την τελευταία του επιθυμία πραγματικότητα.

Σιωπούμε και δηλώνουμε τον βαθύ σεβασμό μας. Άλλωστε, όπως έλεγε και η Μαρίκα Τζηραλίδου του Τρίτου Προγράμματος, χρησιμοποιώντας στίχους από τον Μικρό Ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

«Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς να αφανίζεσαι, είναι αυτός. Μια διαφάνεια, όπου τα ύστατα συστατικά σου – δρόσος, φωτιά – όντας ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί.»

Η αλήθεια είναι μία, όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις:

«Τους ανθρώπους που έχουν φύγει αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σε ολόκληρη τη ζωή μας.»


 

Σχόλια