Η προσβασιμότητα τελειώνει στο πεζοδρόμιο;

Άνδρας σε αμαξίδιο κοιτάζει με απορία και έντονη διαμαρτυρία μπροστά από κλειστή ράμπα, σύμβολο αποκλεισμού.

Ο θεσμικός αποκλεισμός πίσω από τα τσιμεντένια τοιχία

(γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρμος)

Η προσβασιμότητα δεν εξαντλείται στη ράμπα. Δεν είναι απλώς η κλίση, το πλάτος ή η επιφάνεια. Είναι το βλέμμα με το οποίο χτίζεις. Είναι η ερώτηση που κάνεις πριν ρίξεις το πρώτο μπετό: «ποιον συμπεριλαμβάνω και ποιον αφήνω απ’ έξω;».

Όταν οι άνθρωποι με αναπηρία χρειάζεται να παλέψουν για να περάσουν απέναντι, τότε αυτό που λείπει δεν είναι υποδομή· είναι αντίληψη. Είναι η βαθιά εδραιωμένη ιδέα ότι το κοινό δεν τους περιλαμβάνει. Ότι οι χώροι χτίζονται για τους άλλους. Ότι «δεν πειράζει», γιατί «μια παράκαμψη θα βρουν».

Η προσβασιμότητα είναι τρόπος να σκέφτεσαι τον κόσμο. Δεν έχει να κάνει μόνο με τεχνικές προδιαγραφές· έχει να κάνει με το αν πιστεύεις πως όλοι έχουν δικαίωμα στην εμπειρία, στη χαρά, στη συνάντηση, στη συμμετοχή. Αν δεν αλλάξεις αυτή την αρχή, τότε όσα κι αν χτίσεις θα είναι πάντα ημιτελή. Γιατί το κενό δεν θα είναι στη ράμπα, θα είναι μέσα στο μυαλό σου.

Παρά την υποδειγματική αρχιτεκτονική προσβασιμότητα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο κύριος Μιχάλης Μπαϊρακτάρης ‒χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου‒ παραμένει αποκλεισμένος. Όχι μέσα. Έξω. Απ’ την ίδια την είσοδο.

Όπως και εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι: ανάπηροι, γονείς με καρότσια, ηλικιωμένοι. Δεν μπορούν να προσεγγίσουν το ΚΠΙΣΝ από την πλευρά του Παλαιού Φαλήρου. Οι υπόγειες διαβάσεις επί της Λεωφόρου Συγγρού στους αριθμούς 387 και 364, φραγμένες με τσιμεντένια τοιχία και κάγκελα, έχουν μετατραπεί σε σύμβολα απαγόρευσης. Οι ράμπες υπάρχουν, αλλά είναι φραγμένες. Οι σχεδιαστές του αποκλεισμού έβαλαν το «όχι» με μπετόν.

Η ειρωνεία ξεχειλίζει: ο πιο προσβάσιμος πολιτιστικός χώρος της χώρας είναι προσβάσιμος... μόνο αν φτάσεις με αυτοκίνητο ή από την πλευρά της Καλλιθέας χωρίς αναπηρία. Από τη μεριά του Παλαιού Φαλήρου, η μετάβαση είναι τεχνικά αδύνατη για αμαξίδιο. Και όμως, το ΚΠΙΣΝ αποτελεί έναν καθημερινό τόπο αναψυχής και συμμετοχής για πολλούς ανάπηρους ανθρώπους ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε.

Η σιωπή των θεσμών

Ο κύριος Μπαϊρακτάρης, εδώ και πάνω από έναν χρόνο, έχει απευθυνθεί επίσημα σε κάθε αρμόδιο φορέα: Περιφέρεια, Δήμο, Τεχνικές Υπηρεσίες. Όπως επισημαίνει στην επιστολή του προς το Ίδρυμα Νιάρχος:

«Προβήκαμε σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες: αιτήματα, ηλεκτρονική αλληλογραφία, καταγγελίες, αριθμοί πρωτοκόλλου, χωρίς όμως ουσιαστική ανταπόκριση».

Η απουσία θεσμικής ευθύνης αναπαράγεται σαν ηχώ: «δεν είναι δική μας αρμοδιότητα». Η Περιφέρεια Νότιου Τομέα σιωπά. Οι Δήμοι σιωπούν. Οι υπηρεσίες παίζουν τένις με την ευθύνη. Και η πρόσβαση παραμένει θαμμένη κάτω από μπετό και αδιαφορία.

Μόνο η ΕΣΑμεΑ ανταποκρίθηκε, με μια ξεκάθαρη και τεκμηριωμένη επιστολή (αρ. πρωτ. 360/27.3.2025) προς τον Περιφερειάρχη Αττικής, ζητώντας την άμεση απομάκρυνση των εμποδίων και την αποκατάσταση της προσβασιμότητας. Επιστολή που, όπως τόσες άλλες, παραμένει ακόμη αναπάντητη.

Πρόσφατα, ωστόσο, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος απάντησε επισήμως με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον κύριο Μπαϊρακτάρη, γνωστοποιώντας ότι έλαβε την επικοινωνία του και ότι το ζήτημα «επεξεργάζεται εσωτερικά», με πρόθεση να υπάρξει νεότερη επικοινωνία. Αν και πρόκειται για ένα πρώτο, προκαταρκτικό βήμα, η απουσία δημόσιας τοποθέτησης ή χρονοδιαγράμματος αφήνει ακόμη μετέωρο το βασικό ερώτημα: θα πέσουν τελικά τα τσιμεντένια εμπόδια της Συγγρού;

Πολιτισμός ή διακοσμητική προσβασιμότητα;

Η πρόσβαση δεν αρχίζει από την πόρτα ενός χώρου. Αρχίζει από τον δρόμο, το πεζοδρόμιο, τη δημόσια υποδομή. Όπως εύστοχα έγραψε ο κύριος Μπαϊρακτάρης σε ανάρτησή του στο Reddit:

«This is not about convenience — it’s about rights. What’s the point of designing a fully accessible space if people can’t get to it?»

Και εδώ βρίσκεται το βαθύτερο ερώτημα: ποιος έχει το δικαίωμα να μπει; Ποιος αποκλείεται πριν καν δει την είσοδο; Όταν ένα Ίδρυμα υψώνει πρότυπους χώρους και φιλοξενεί διεθνείς δράσεις ισότητας, αλλά δεν παρεμβαίνει δημόσια για να διασφαλίσει την προσέγγιση σε αυτούς, το πρόβλημα είναι θεσμικό. Όχι απλώς τεχνικό.

Το Ίδρυμα οφείλει να μιλήσει

Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με την επιρροή και το κύρος του, καλείται να τοποθετηθεί. Να πάρει θέση. Να πιέσει. Να επιμείνει ότι η προσβασιμότητα δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο ούτε αρχιτεκτονική λεπτομέρεια. Είναι δικαίωμα. Είναι πυλώνας συμμετοχής. Είναι ο λόγος ύπαρξης για έναν χώρο που θέλει να ονομάζεται «δημόσιος».

Και αν τα τοιχία της Συγγρού δεν πέσουν, τότε θα απομείνει κάτι άλλο να ορθώνεται πιο ψηλά απ’ αυτά: η υποκρισία.

 

Σχόλια