Τζον Μπάτλερ: Ανακαλύπτοντας το ακίνητο ποτάμι της ζωής

Εγώ και ο μη εγώ

Τζον Μπάτλερ, Συγγραφέας, ΔιαλογιστήςΤο 1988, μου προσέφεραν μια δουλειά στη Νότια Αφρική. Πήγα, η δουλειά δεν πήγε καλά, οπότε μετά από κάποιο καιρό νοίκιασα ένα μικρό αυτοκίνητο κι άρχισα να ταξιδεύω. Δεν είχα σχέδιο, ούτε κανονικό χάρτη. Ακολούθησα τον δρόμο κι όλα ξεδίπλωσαν μπροστά μου. Κοιμόμουν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ή έξω στο χώμα, κάτω από τ’ αστέρια. Ω, το λάτρεψα. Ο άπλετος, μεγαλειώδης χώρος. Δεν πήγα σε μεγάλες πόλεις, μόνο μικρές. Αγόραζα όσα χρειαζόμουν, έβρισκα στο χάρτη τους ανοιχτούς τόπους και πήγαινα εκεί. Ήμουν τόσο συνεπαρμένος, δεν χόρταινα τον χώρο και την ησυχία. Πάντα τα λάτρευα. Είναι ο φυσικός μου τόπος, εκεί ανήκω, εκεί νιώθω οικεία. Όταν ήμουν παιδί, η αγαπημένη μου εικόνα ήταν ενός cowboy ν’ ανεβαίνει στην κορφή του βουνού, με τη λεζάντα: «Μη με κλείνεις στο φράχτη». Αυτό ήταν η Αφρική, μ’ αυτήν την έννοια. Και τότε προχώρησα στις ερήμους της Καλαχάρι και της Ναμίμπια. Ω, το λάτρευα. Πάντα μου φαινόταν προφανές γιατί οι πρώτοι Χριστιανοί, οι άνθρωποι της προσευχής, πήγαιναν στην έρημο. Το βίωσα ο ίδιος, είναι όλα τόσο προφανή εκεί, όλα είναι εκεί μπροστά σου. το Άπειρο. Εσύ δεν είσαι τίποτα. Αφήνεσαι στο αχανές που υπάρχει εκεί. Στην Αφρική βίωσα πως δεν υπάρχει αντικείμενο-υποκείμενο. Όλα αυτά σβήνουν. Όλη η προσωπικότητα, είναι τίποτα. Το «εγώ», ο Τζον Μπάτλερ είναι μόνο. Το ξεχνάς, είναι τίποτα.

Όταν γύρισα από την Αφρική στην Αγγλία, όπου έγινε το αντίθετο κι έγινα πάλι Τζον Μπάτλερ. Ή αυτό που ο κόσμος θεωρούσε πως είναι ο Τζον Μπάτλερ. Ήταν δύσκολο. Είχα χάσει τη δουλειά μου ως αγρότης. Έψαχνα απελπισμένα να βρω κάποια δουλειά. Μα τι θα μπορούσα να κάνω; Έγραψα ένα βιογραφικό και θυμάμαι περίπου τι έγραψα: ότι ήξερα κάτι για την ελευθερία κι ότι μπορούσα να βοηθήσω κι άλλους να τη βρουν. Και φυσικά, η ελευθερία είναι αγάπη. Η αγάπη είναι ελευθερία. Τα δύο είναι ταυτόσημα από πνευματική άποψη. Κι αν κάποιος μου έδινε δίαυλο για την αγάπη μου, θα τα έδινα όλα. Αυτό έψαχνα. Και, φυσικά, ποιος απάντησε στο βιογραφικό μου; Κανείς. Έψαχνα για ελευθερία στον κόσμο της δουλείας. Με χτύπησε η πραγματικότητα της καθημερινότητας.

Είμαστε τόσο βρέφη, πνευματικά. Ακόμη και τώρα, γέρος πλέον, είμαι ακόμη παιδί πνευματικά. Είναι μεγάλο το ταξίδι και μαθαίνει κανείς συνέχεια. Κάθε μέρα μαθαίνεις κάτι. Κι εκείνο τον καιρό ήμουν ακόμη παγιδευμένος σε ερωτήματα που δεν έχω πλέον. Αλλά τότε τα είχα. Παγιδεύτηκα ξανά στον προσωπικό πόθο, έπρεπε να αντιμετωπίσω την καρκινική ρίζα του εγωισμού, εκθέτοντάς την κομματάκι-κομματάκι. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, γιατί εγώ είμαι το εγώ (εγωισμός). Οπότε ο εγωισμός προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον εγωισμό. Είναι σαν ο τυφλός να οδηγεί τυφλό. Αυτό που μας σώζει είναι η Χάρη. Λοιπόν, διαλογιζόμουν. Εκείνη την εποχή γνώρισα έναν δάσκαλο, ένα νεαρό άντρα. Και κοίταξα στα μάτια του κι είχα την ίδια εμπειρία, του να βλέπω το απέραντο υπερπέραν. Ένιωσα ελευθερία. Τον ακολούθησα στην Αμερική, στο Σαν Φρανσίσκο. Ήμουν τόσο απελπισμένος. Ήξερα πως μόνο αυτό ήθελα κι έκανα «άλμα στο κενό» ακολουθώντας. Όσο ήμουν στην Αμερική, αφού ήμουν μαζί του κάποιες μέρες, βρεθήκαμε σε μια πολυπληθής συνάντηση, όπου με κοίταξε κι επεσήμανε την υπερηφάνεια, την υπεροψία και τον εγωισμό μου. Αυτό με συνέθλιψε εντελώς. Εκτέθηκα σε μία αίθουσα με, υποθέτω, 200 ανθρώπους κι ένιωσα μέσα μου ένα τερατώδες… σχεδόν σαν σκουλήκι και δεν είχα ιδέα τι να το κάνω. Είχα απόλυτα τρομοκρατηθεί κι έφυγα, δραπέτευσα στην άγρια ερημιά.

Πήρα ένα αυτοκίνητο και οδήγησα μέχρι την έρημο, νόμιζα ότι πάω να τρελαθώ. Είχα μια φριχτή συναίσθηση φαυλότητας εντός μου και δεν είχα ιδέα πώς να το διαχειριστώ. Διαλογίστηκα, αλλά ούτε ο διαλογισμός μπορούσε να το διαχειριστεί. Και, φοβούμενος ότι πραγματικά θα χάσω τα λογικά μου, πήρα μια δουλειά ως μάγειρας, σε ένα παράξενο μικρό ξενοδοχείο/πρατήριο βενζίνης. Δούλεψα στην κουζίνα τηγανίζοντας αυγά κ.α. Ήταν στην έρημο Μαχάρβι, που βρίσκεται στο σύνορο της Αριζόνας, περιβαλλόμενο από έρημο τοπίο. Μια μέρα, μετά τη δουλειά, περπάτησα στην πλαγιά της κοιλάδας, στο βάθος, το ξενοδοχείο φαινόταν σαν τελίτσα στην πλαγιά. Κάθισα σε μία πέτρα, έβαλα το κεφάλι μου μέσα στα χέρια και νομίζω ένιωθα ότι απλά ήμουν ξοφλημένος, όταν κάποιος ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Δεν είδα κανέναν, δεν άκουσα κανέναν, δεν ενεπλάκη κανένας απολύτως άνθρωπος αλλά ένιωσα μια παρουσία δίπλα μου. υποθέτω πως ήταν ο Ιησούς. Ποτέ δεν το αμφισβήτησα. Δεν είχε τίποτα να κάνει με την εκκλησία, τίποτα απολύτως να κάνει με τη θρησκεία. Δεν παρατήρησα διαφορά, η κατάθλιψη δεν έφυγε, αλλά έγραψα ένα ποίημα. Η κατάθλιψη δεν έφυγε αλλά από τότε είχα έναν φίλο. Αυτή η παρουσία, ήταν κάτι το λιγότερο προσδιορισμένο, ήταν μη ορίσιμο. Σίγουρα δεν είχα ανθρώπινο φίλο εκείνη την περίοδο.

Πέρασαν μερικοί μήνες και τελείωσα τη δουλειά με χρήματα στην τσέπη. Οπότε νοίκιασα ένα αμάξι και πέρασα υπέροχα εξερευνώντας τις δυτικές πολιτείες, την ύπαιθρο των cowboy. Κι άλλα ζώα, κι άλλες αγαπημένες πεδιάδες. Και ξανάρθα σπίτι, μέσα σε αυτήν την φριχτή άβυσσο, μην ξέροντας τι να κάνω. Αφού γύρισα, είχα κάποιους φίλους που κάναν θεραπείες και προσευχήθηκαν γύρω μου. Ήταν συγκλονιστικό… βρέθηκα να ουρλιάζω. Πετάχτηκα στο πάτωμα και κάτι εκδιώχθηκε, ένα απεχθές πράγμα βγήκε από το στόμα μου. άνοιξε το στόμα μου τόσο πολύ που σκίστηκε. Αλλά τι βγήκε; Δεν είδα τίποτα. Υποθέτω μια ιδέα εκδιωγμένη από άλλη.

Ρωσία

Λίγο πριν συμβεί αυτό, είχα πάει σε ένα κέντρο εργασίας και με κάλεσαν να πάω στο πανεπιστήμιο του Νότινγκαμ, να μελετήσω ρωσικά ως ενήλικος μαθητής, ήμουν 53 χρονών τότε. Γιατί εγώ, ένας αγρότης, λάτρης των ανοιχτών χώρων, να θέλω να μελετήσω ρωσικά; Ε, ήμουν απελπισμένος. Ήμουν άστεγος, άνεργος, χωρίς αγάπη και μόνος για πολύ καιρό κι αναζητούσα απελπισμένα μία κατεύθυνση, κάπου να διοχετευτώ, να μην περιπλανιέμαι άσκοπα. Οπότε, ήμουν ευγνώμων όταν μου δόθηκε αυτή η δυνατότητα. Η μητέρα μου ήταν Ρωσίδα, όπως ανέφερα, γεννημένη πριν την επανάσταση, το 1904 στη Σιβηρία. Η οικογένειά της διασκορπίστηκε και βρέθηκε πρόσφυγας στην Αγγλία στην ύστερη εφηβεία της. Δεν ήξερε αγγλικά, είχε δύσκολη ζωή μέχρι που γνώρισε και παντρεύτηκε τον μπαμπά. Τέλος πάντων, πάντα ένιωθα ότι δεν ήμουν Άγγλος, ότι δεν ταίριαζα με τους άλλους. Υποθέτω γι’ αυτό ένιωθα πιο άνετα στη φύση παρά με άλλους ανθρώπους. Το σχολείο προσπάθησε να με κάνει Άγγλο και δεν τα κατάφερε. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω ή να σκεφτώ με αυτόν τον τρόπο. Και δεν ήξερα γιατί. Υποθέτω πως μου δημιούργησε μια αίσθηση ενοχής κι αποτυχίας σ’ όλη μου την ζωή, γιατί ένιωθα διαφορετικός, ότι δεν άνηκα. Μα όταν άρχισα να μελετώ τα ρωσικά, με αδιόρατους τρόπους στην αρχή, έμοιαζαν κάποια πράγματα να μπαίνουν στη θέση τους μέσα μου. ακόμη κι οι εικόνες στα βιβλία της γλώσσας, σα ν’ άγγιζαν την καρδιά μου. Παρεμπιπτόντως, η μητέρα δε μας έμαθε ποτέ ρωσικά, γιατί είχε τραυματισθεί βαθιά από τις φοβερές εμπειρίες της ως νεαρή γυναίκα. Ήθελε να μας προστατέψει. Δεν ήθελε να επωμιστούμε το βάρος των φριχτών γεγονότων που συνέβησαν στη Ρωσία. Αλλά, ειδικά καθώς μεγάλωνα, ήθελα να μάθω όλο και περισσότερα. Κι όταν πήγα στο πανεπιστήμιο, διψούσα ν’ ανακαλύψω όσα μπορούσα για την καταγωγή μου.

Αργότερα πήγα στη Ρωσία. Έφτασα εκεί στο τέλος της Περεστρόικα. Το «σιδηρούν παραπέτασμα» είχε μόλις πέσει και βρέθηκα σε μια μικρή πόλη της Ρωσικής επαρχίας. Ήμουν κάτι πρωτόγνωρο, ήμουν ο πρώτος Άγγλος που οι περισσότεροι είχαν δει. Τα παιδιά ήθελαν να μάθουν αγγλικά, οπότε βρέθηκα να διδάσκω σε σχολεία. Δεν είχα ξαναδιδάξει, δεν είχα εμπειρία με παιδιά αλλά δεν ήταν δύσκολο. Τ’ αγαπούσα. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να μιλάω αγγλικά. Πριν από αυτά, περνώντας μια μακρά περίοδο κατάθλιψης, όντας πολυάσχολος κι έχοντας κάτι άλλο να σκέφτομαι στο πανεπιστήμιο, την ξεπέρασα. Όταν πήγα στη Ρωσία, ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή, γιατί γνώριζα ελάχιστα τη γλώσσα, ήμουν μόνος και δεν είχα κάπου να ζήσω. Αλλά τελικά προσαρμόστηκα και την αγάπησα. Την αγαπούσα ακόμη κι όταν ήμουν χαμένος και μόνος. Θυμάμαι μια παγωμένη, μίζερη μέρα, να στέκομαι μ’ ένα άθλιο κρυολόγημα σε μια ουρά λεωφορείου όπου οι άνθρωποι κουλουριάζονταν στα παλτά τους. Κι ένιωθα τέτοια ευτυχία… γιατί ήξερα πως βρισκόμουν ανάμεσα στους ανθρώπους μου. Ήταν άνθρωποι που σκέφτονταν και ένιωθαν σαν εμένα. Δεν ήμουν πια μόνος. Ήμουν με τον λαό μου. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι σήμαινε για ‘μένα αυτό. Ήταν ένα ταξίδι μεγάλων ανακαλύψεων. Η λέξη έρωτας δεν είναι ικανή να το περιγράψει. Αυτό αφορούσε την ανθρώπινη διάσταση. Οπότε, ήταν μεν σημαντικό για τη διάσταση της προσωπικότητάς μου, αλλά ήταν μηδαμινό επακόλουθο σε σύγκριση με την πνευματική εργασία. Υποθέτω, την εποχή εκείνη, την πνευματική εργασία την είχα αφήσει στο υπόβαθρο. Είχα απορροφηθεί στην ανακάλυψη της Ρωσίας.

Στην αρχή οι Ρωσικές εκκλησίες έμοιαζαν πολύ περίεργες και ξένες. Είναι αρκετά διαφορετικές από την Εκκλησία της Αγγλίας, τουλάχιστον στο πως παρουσιάζονται. Κι έπρεπε να μάθω μια άλλη γλώσσα, ούτε καν τα κανονικά ρωσικά, αλλά μια παλιά «εκκλησιαστική Σλαβομική», για να διαβάσω τις προσευχές. Αλλά επέμενα και τα κατάφερα, διαβάζοντας αρχικά κάτι απλά παιδικά βιβλία. Ήταν σα να ανακαλύπτω ξανά τον Χριστιανισμό, για πρώτη φορά με μια πολύ βαθύτερη νοηματοδότηση. Αυτό που μου συνέβη, ήταν μια επέκταση του υπόβαθρου. Η πνευματική εργασία δεν αυξήθηκε ούτε βελτιώθηκε αισθητά, αλλά.. μια παρένθεση εδώ: Τα χρόνια που άρχισα να διαλογίζομαι, η εκκλησία το αντιμετώπιζε με καχυποψία και σε κάποιο βαθμό το κάνει ακόμη. Νομίζω οι περισσότεροι άνθρωποι της εκκλησίας νιώθουν άβολα απέναντι στον διαλογισμό. Ακόμη κι εδώ, στην εκκλησία του Μπέικγουελ, είναι κάτι που δεν κατανοούν. Κάθομαι με τα μάτια κλειστά και σκέφτονται: «Μα, τι στο καλό κάνει; Γιατί δεν κάνει κάτι;». Μα όταν πήγα στη Ρωσία κι άρχισα να μελετώ την Ορθοδοξία, κατάλαβα ότι αυτό που ονομάζεται «Η προσευχή του Ιησού» (που είναι η Ορθόδοξη εκδοχή του διαλογισμού), είναι ένα πολύ ζωντανό κομμάτι της Ορθόδοξης παράδοσης. Κατά τη διάρκεια του Κομμουνισμού, για τρεις γενιές, ο Χριστιανισμός ουσιαστικά εξαφανίστηκε από τη Ρωσία. Είχαν διωγμό επί τρεις γενιές. Το 99% των εκκλησιών έκλεισαν, βεβηλώθηκαν ή καταστράφηκαν. Εκατομμύρια Χριστιανοί έγιναν μάρτυρες. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια την θαυματουργή ανάσταση της πίστης στην Ρωσία. Ήμουν εκεί όταν ξεκινούσε. Κι η ανακάλυψη αυτής της παράδοσης της εσωτερικής προσευχής, σήμαινε τόσα πολλά για ‘μένα. Γιατί δεν ήμουν πλέον εξόριστος από την πίστη με την οποία είχα ανατραφεί. Έφερε τον Χριστιανισμό και τον διαλογισμό μαζί.

Μάντρα

Η προσευχή του Ιησού… (κάποιοι θα θυμώσουν που θα το πω αυτό), χρησιμοποιώ το όνομα του Ιησού ως μάντρα (mantra). Έχω εξηγήσει, πως ζούμε σαν σε μια φούσκα από σκέψεις. Ο άνθρωπος είναι 99% του χρόνου χαμένος στη σκέψη. Καθένας έχει τη δική του φούσκα από σκέψεις κι έτσι νομίζουμε πως είμαστε χωρισμένοι. Και για να βρούμε την ελευθερία, ή το Πνεύμα, πρέπει να ανακαλύψουμε αυτό που είναι πέρα από τη σκέψη. Μοιάζει με μια συννεφιασμένη μέρα, στην οποία ζούμε κάτω από ένα στρώμα σύννεφα. Και τι συμβαίνει; Μπαίνεις σ’ ένα αεροπλάνο κι ανεβαίνεις μέσα από το σύννεφο και πάνω από το σύννεφο ανακαλύπτεις τον όμορφο, ανοιχτό ουρανό. Ε, αυτό είναι ο διαλογισμός. Στον διαλογισμό, το μάντρα είναι σαν αεροπλάνο. Ο ήχος του μάντρα στο μυαλό σου, λειτουργεί σαν νοερή κουπαστή, που σε οδηγεί από τον κόσμο της υποκειμενικής σκέψης, πάνω στον ανοιχτό ουρανό. Τώρα, υπάρχουν ένα σωρό μάντρα και μέθοδοι διαλογισμού. Ο καθένας έχει την προτίμησή του. Αλλά αν έχεις ανατραφεί με την πίστη, αν έχεις αγάπη για τον Ιησού, ή έχεις οποιαδήποτε σύνδεση μαζί του, είναι πολύ αναπαυτικό το να χρησιμοποιείς το όνομα του Ιησού. Φυσικά, ανατρεφόμαστε με την πίστη, ξεκινώντας από πολύ παιδιάστικες αντιλήψεις για το τι είναι. Ποτέ δεν σταματάμε να ωριμάζουμε στην πίστη και στην κατανόηση του τι είναι πραγματικά ο Ιησούς. Η αντίληψη για τον Ιησού, έχει επεκταθεί δραματικά απ’ όταν μου ‘κάναν κατήχηση στο σχολείο. Τέλος πάντων, όπως έλεγα, έφερε τον διαλογισμό και τον Χριστιανισμό μαζί.

Προσευχή της καρδιάς

Πέρα από τον ενεργό νου υπάρχει μια άλλη οντότητα, σιωπηλή και στοχαστική. Και πέρα κι απ’ αυτήν, μια απροσδιόριστη καρδιά ή ψυχή. Αυτή είναι η ενδότατη ουσία του τι πραγματικά είμαστε. Ένας σιωπηλός νους, μπορεί να ενέχει πτυχές της αιωνιότητας, αλλά για μια πληρέστερη πρόσβαση στο Πνεύμα, είναι απαραίτητο να ανακαλύπτεις και να ενεργείς με την καρδιά. Η προσευχή του Ιησού, αλλά και κάθε είδος διαλογισμού, λέγεται προσευχή της καρδιάς. Στη Ρωσία, χρησιμοποιείται συχνά η φράση «προσευχή της καρδιάς». Υπάρχουν πολλά επίπεδα συνειδητότητας. Υπάρχει το να είσαι αναίσθητος, υπάρχει η συνείδηση του σώματος, των ορέξεων κι ορμών, υπάρχουν καταστάσεις που ονειρευόμαστε, καταστάσεις που είμαστε ξύπνιοι, υπάρχει η ονειροπόληση. Οι περισσότεροι περνάμε τη μέρα μισοκοιμισμένοι. Καμιά φορά, σ’ ενοχλεί ένας θόρυβος και πετάγεσαι: «Θεέ μου, τι ήταν αυτό;». Ξυπνάς σε μια ανώτερη κατάσταση συνειδητότητας. Που ήμουν πριν; Ήμουν μισοκοιμισμένος. Ανεβοκατεβαίνουμε σα γιογιό μεταξύ διαφόρων καταστάσεων συνειδητότητας κατά τη διάρκεια της μέρας. Η πνευματική εξέλιξη είναι, στην πραγματικότητα, η κίνηση προς ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας. Σαν ένα αεροπλάνο, που ξεκινά από το έδαφος κι ανεβαίνει μέσ’ από πυκνά σύννεφα, μετά αραιά σύννεφα, μέχρι τον αίθριο, καθαρό ουρανό. Ανεβαίνει περνώντας τις σκέψεις, που μοιάζουν με σύννεφα του μυαλού γιατί έχουν περιορισμούς, έχουν ένα όριο. Και σ’ οδηγεί στο απερίγραπτο, το απεριόριστο, που είναι Πνεύμα. Τι είναι Θεός; Ο Θεός είναι Πνεύμα. Κι είναι όλα εδώ. Όλες οι καταστάσεις της συνειδητότητας είναι εδώ. Όταν καθισμένοι σε σώματα συζητάμε. Κι όλα συμβαίνουν μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.

Μετάνοια

Για να εξαγνίσει κανείς τον εαυτό του, πρέπει να αφήνει πίσω του ιδέες που έχει για το εγώ. Αυτό το ονομάζω μετάνοια. Δεν ξέρω αν είναι για λόγους πολιτικής ορθότητας, αλλά για κάποιο λόγο η λέξη «αμαρτία», δε χρησιμοποιείται πολύ στη σύγχρονη ζωή. Αλλά θα ‘θελα να καταθέσω έναν απλό τρόπο κατανόησης του τι είναι αμαρτία. Αν στραφώ και κοιτάξω το φως στο παράθυρο, το πρόσωπο μου φωτίζεται, έτσι δεν είναι; Είμαι μέσα στο φως. Αν στραφώ από την άλλη, το πρόσωπό μου είναι στη σκιά. Βρίσκομαι στο σκοτάδι. Κι ό,τι βλέπω είναι στη σκιά. Τα έργα του σκότους. Από την μία το φως κι από την άλλη το σκοτάδι. Το πρώτο είναι η Παρουσία, η παρουσία του φωτός, η παρουσία του Θεού, και το δεύτερο η απουσία. Η ανθρώπινη κατάστασή μας, είναι η απουσία. Ο Αδάμ έπεσε από τον κήπο της Εδέμ, από τον παράδεισο, σε κατώτερο επίπεδο συνειδητότητας, στην απουσία του Θεού. Κι αυτή είναι η κατάσταση των ανθρώπων. Κι αυτό είναι αμαρτία, οι τυφλοί οδηγούν τυφλούς. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την εκπαίδευση. Απομακρυνόμαστε από την πηγή της ζωής (το φως), οπότε αρρωσταίνουμε. Και φυσικά, η συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Οτιδήποτε πεθαίνει είναι αμαρτία, αυτό είναι η αμαρτία. Η αμαρτία είναι θάνατος. Τώρα, η αληθινή ζωή, είναι αυτό που λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι το φως… Εκείνος που με ακολουθεί, δεν θα οδεύσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής». Το κοίταγμα προς το φως, είναι η αιώνια ζωή, αυτό είναι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα. Πνεύμα, διαφωτισμένος, ζει με το φως, ζει με τον Θεό, περπατά με τον Θεό. Το αντίθετο είναι η απουσία. Κι όλες οι ελλείψεις του ανθρώπου, η φτώχια, ο πόθος, είναι γιατί προσπαθούμε να αναπληρώσουμε αυτό που χάσαμε. Κι έτσι προσπαθούμε να γεμίσουμε τον εαυτό μας μ’ άλλα κομματάκια σκότους και φυσικά δε πιάνει τίποτα, όλα ένα τέλος κι απογοητευόμαστε. Και ψάχνουμε για άλλα πράγματα, αλλά απλά παίζουμε με το σκοτάδι ενώ το μόνο που πρέπει να κάνουμε, είναι να στραφούμε στο φως. 

Μετάνοια, είναι να στρέφεσαι πίσω στο φως. Είναι τόσο απλό. Ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει. Για να γίνουμε αυτό που είμαστε, πρέπει να βγούμε απ’ αυτό που δεν είμαστε. Κάθομαι μέσα στο σώμα μου και σε λίγα χρόνια αυτό το σώμα θα πεθάνει, θα γυρίσει στο χώμα. Είμαι το σώμα μου; Αυτό είμαι; Ζω μέσα σε αυτό. Μπορώ να σηκώσω το χέρι μου, αλλά είμαι το σώμα; Τι είμαι; Ας πάμε τη σκέψη αυτή παραπέρα: Σκέφτομαι τις σκέψεις αυτές, αλλά οι σκέψεις μου αλλάζουν από μέρα σε μέρα. Δεν υπάρχει κάτι σταθερό στις σκέψεις. Τα συναισθήματα μου ανεβοκατεβαίνουν σαν τραμπάλα. Οι συνθήκες της ζωής μου έρχονται και παρέρχονται. Οπότε τι μένει; Αν αποκλείσω αυτό που δεν είμαι, τι μένει; Είμαι το Απεριόριστο. Ποιο είναι το όνομα του Θεού; Εγώ ειμί ο Ών. Πως περιέγραψε ο Ιησούς τον εαυτό του, όταν τον ρώτησε ο Πιλάτος «Ποιος είσαι;». Πριν υπάρξει ο Αβραάμ, εγώ Είμαι. Άχρονος, άχωρος, απερίγραπτος, αμιγής ύπαρξη, το να είσαι εσύ. Εγώ ειμί. Αυτός είναι ο σκοπός, το να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Το ν’ ανακαλύψεις αυτό που είσαι. Όταν ανακαλύψουμε αυτό που είμαστε, τότε μπορούμε ν’ αρχίσουμε να είμαστε χρήσιμοι.

Παρόν

Τώρα είμαι ένας ήσυχος γέρος με σταθερές συνήθειες. Ανεβοκατεβαίνω τον λόφο κάθε μέρα για να έρθω στην εκκλησία. Κάθομαι από τις 5 το πρωί για 2 ώρες. Όταν κάνει ζέστη κάθομαι έξω σ’ ένα παγκάκι. Δε μιλώ πολύ κι οι περιπέτειές μου εκτυλίσσονται μέσα μου. Αν στρώσεις ένα σεντόνι στο πάτωμα και το σηκώσεις πιάνοντας το από το κέντρο του, σηκώνεται και το υπόλοιπο σεντόνι. Λοιπόν, ό,τι και να κάνουμε επηρεάζει τον κόσμο γύρω μας. Χαμογελάς κι ο κόσμος χαμογελά μαζί σου. Με την ανύψωση της συνειδητότητας… γιατί στην πραγματικότητα γι’ αυτό μιλάμε. Μπορεί να μη βλέπεις το αποτέλεσμα, οι γύρω σου να νομίζουν πως είσαι ένας γεροξεκούτης. Αλλά η ανύψωση της συνειδητότητας, αναπόφευκτα ανυψώνει τη συνειδητότητα όσων είναι γύρω σου. Όπως ο ανοιξιάτικος ήλιος στον οποίο αποκρίνεται το γρασίδι και κάθε μικρό έντομο. Στην πραγματικότητα προσευχή, είναι η ανύψωση της συνειδητότητας. Γιατί, φυσικά, εν Πνεύματι δεν υπάρχει πρόβλημα. Κανείς δεν πεθαίνει, κανείς δεν είναι άρρωστος, κανείς δεν πεινάει. Προσευχή και διαλογισμός δεν διαφέρουν.

Διαχωρισμός

Στην αρχή, στους πρόποδες του βουνού, τα μονοπάτια μοιάζουν διαφορετικά. Η προσευχή θεωρείται (τουλάχιστον στη δυτική Εκκλησία), ένα αίτημα από κάποιον που είναι χωρισμένος, προς τον Θεό, που είναι εκεί πέρα ως ξεχωριστή οντότητα. Οπότε λέμε «Κύριε ελέησον», ή κάτι τέτοιο. Εγώ είμαι ο αμαρτωλός κι εκεί πέρα είναι ο Θεός. Έχουμε δηλαδή, αφετηρία τον χωρισμό και συνήθως προσευχόμαστε για κάποια άλλη ξεχωριστή οντότητα: «κάνε τη μαμά καλύτερα» ή κάτι τέτοιο. Οπότε παίζουμε με τον διαχωρισμό, είμαστε ακόμη σ’ έναν διαχωρισμένο κόσμο. Όσο εκφραζόμαστε με όρους διαχωρισμού, μένουμε σε αυτό το στάδιο. Η θετική σκέψη μπορεί να έχει επίδραση ή και όχι. Επηρεάζει άραγε τον Θεό; Ε, πώς να το απαντήσω αυτό, που να ξέρω; Αλλά σταδιακά, ίσως λες λιγότερα λόγια κι ακούς λίγο παραπάνω. Ή, απλά κάθεσαι εκεί, νιώθοντας την παρουσία του Θεού, ή ίσως και όχι. Τώρα, ο διαλογισμός ξεκινά από ένα ελαφρώς διαφορετικό σημείο, γιατί, αντί να χρησιμοποιείς λέξεις για να εκφράσεις σκέψεις, επιθυμίες ή ακόμη και πίστη, δεν χρησιμοποιείς λέξεις. Εκτός από μία λέξη μάντρα (mantra), που είναι μια συμβολική λέξη. Αφήνεσαι. Αφήνεις τον διαχωρισμό. Ο στόχος του διαλογισμού είναι η ενότητα. Οπότε και οι δύο μέθοδοι (προσευχή και διαλογισμός), αν επιμείνεις -αλλά όταν μιλώ για επιμονή, θέλει πολύ χρόνο, εξάσκηση και πίστη- θα σε φέρουν στην ενότητα, θα σε φέρουν κοντύτερα στον Θεό. Οπότε, στην πραγματικότητα συγχωνεύονται, γίνονται το ίδιο πράγμα. Αλλά στην αρχή υπάρχει μεγάλη σύγχυση γιατί οι άνθρωποι νομίζουν πως είναι διαφορετικά. Είναι απλά δύο προσεγγίσεις προς το ίδιο πράγμα.

Θεωρούσα τον εαυτό μου δυστυχή, έναν αποδιοπομπαίο εξόριστο, που βρέθηκε σε λάθος μέρος, κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Τελευταία όμως, ξέρω τι είμαι και που ανήκω. Κι ακόμη κι αν οι εξωτερικές περιστάσεις είναι μερικές φορές δύσκολες, νιώθω συχνά ο πιο ευτυχισμένος, ο πιο ευλογημένος άνθρωπος του κόσμου. Ξέρω τι πρέπει να κάνω πλέον… Την απάντηση στην βασανιστική ερώτηση: «Τι να κάνω;». Βρήκα την εργασία. Αυτή είναι εργασία, αληθινή εργασία. Πεθαίνει κάποιος, ξέρεις ότι δεν πεθαίνει. Κάποιος είναι άρρωστος, νιώθεις την ολότητα. Κάποιος είναι φτωχός, αλλά δεν είναι, υπάρχει αφθονία γύρω μας. Όλα γίνονται σώα. Βέβαια, οι άνθρωποι μπορεί να μη σε πιστεύουν. Ε, αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση, έτσι δεν είναι; Αυτό είναι που έλεγαν πάντα οι φωτισμένοι άνθρωποι. Όλα σου δίνονται. Είναι δώρο. Η Βασιλεία του Θεού είναι πλήρης, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη, τίποτα δεν πεθαίνει, τίποτα δεν είναι δυστυχισμένο… όλα είναι φως.

Πνεύμα

Το υπέροχο, τώρα στα 79 μου, είναι πως συνειδητοποιώ, ότι όσα απέτυχα να κάνω ως άνθρωπος, γίνονται από τον Θεό, από το Πνεύμα. Γράφω βιβλία και φυσικά, δεν τα διαβάζουν οι περισσότεροι. Αλλά το Πνεύμα διαπερνά παντού. Περισσότερο κι απ’ το φως του ήλιου, το αληθινό Πνεύμα εισέρχεται σε κάθε καρδιά. Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να απομακρύνω το εμπόδιο του εγώ, την τυφλότητά μου. Πρέπει να βγεις από αυτήν την στιγματισμένη οντότητα που είναι ο Τζον Μπάτλερ, αυτό το σκότος με το οποίο μολύνω τον κόσμο και δημιουργώ τα έργα του σκότους. Όταν το αφήσεις αυτό (κι αυτό είναι η πλήρης μετάνοια) κι αποδεχθείς πλήρως «το δικό Σου θέλημα, όχι το δικό μου» και εγκαταλείψεις το εγώ -αυτό είναι ο «δαίμονας» μέσα σου, τότε όλα όσα προσπαθούμε ανεπαρκώς να κάνουμε ως άνθρωποι, γίνονται αυτόματα από τον Θεό. Η τελειότητα έχει επιτευχθεί.

Βιβλίο

Το βιβλίο μου, είναι για την επιμονή στην αναζήτηση, δεν ξέρω για ποιο πράγμα αναζητώ στην πραγματικότητα… Αν χρησιμοποιήσω λέξεις όπως το Άπειρο ή τον Θεό… Όταν ήμουν νέος αλλά και τώρα, δεν ξέρω τι είναι. Ποιος είναι ο Θεός; Κανείς δεν ξέρεις τι είναι ο Θεός αλλά υπάρχει. Πώς να το θέσω… ίσως αναζητά κανείς το απεριόριστο, την ελευθερία, την αγάπη. Οποιαδήποτε εγκόσμια εμπειρία είναι περατή, έχει ένα τέλος. Βγαίνεις έξω κι ανακαλύπτεις την ελευθερία, σκαρφαλώνεις σ’ ένα βουνό αλλά μετά πρέπει να γυρίσεις σπίτι. Ο έρωτας είναι υπέροχος όταν ανθίζει, αλλά αργά ή γρήγορα λέει όχι, έχει ένα τέλος. Όλα τα πράγματα που αναζητάς, η ευτυχία, όλα έρχονται και παρέρχονται, έτσι δεν είναι; Ίσως ήμουν άπληστος, ήθελα αυτό που δεν έχει τέλος. 

_____________________________
Παραγωγή: Conscious.tv
Πηγή: Αντίφωνο  (Antifono.gr), συνέντευξη Ian McNay
(
Σημείωση του μεταφραστή: Στην ελληνική γλώσσα η λέξη διαλογισμός σχετίζεται συνήθως με ανατολικές θρησκείες. Στα αγγλικά όμως, ο όρος meditation (που μεταφράζεται στην συνέντευξη ως διαλογισμός) χρησιμοποιείται και από χριστιανούς, συχνά ως συνώνυμο του contemplation (Την εσωτερική προσευχή χωρίς λόγια, την παράδοση στην παρουσία του Θεού).


1     2

Προτάσεις