Χρίστος Ηλιόπουλος: Νιτσεϊκή Σκέψη και Αναρχισμός

Ο Δρ. Χρίστος Ηλιόπουλος είναι καθηγητής στο τμήμα International Baccalaureate (IB) των ΕΚΓ. Κατέχει τη διαπίστευση Leader, Supervisor and Assessor του διεθνούς βραβείου Duke of Edinburgh. Έχει εργαστεί ως μαθηματικός σε φροντιστήρια της Μέσης Εκπαίδευσης καθώς και σε προγράμματα που αφορούν στη στήριξη Προσφύγων και Αιτούντων Άσυλο.

Αναρχισμός - Χριστιανισμός και Νίτσε

Ιστορικά, ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχισμού έχει επηρεαστεί από μεσσιανικά κινήματα θρησκευτικού τύπου, χιλιαστικά. Όλη η σοσιαλιστική οικογένεια, όχι μόνο ο αναρχισμός… κι ο μαρξισμός, έχουν μέσα αυτόν τον μεσσιανικό σπόρο, ότι ο παράδεισος είναι η κοινωνία στη γη και ο θεός το προλεταριάτο κ.τ.λ. Θα έλεγα ότι υπάρχουν πολλές ερμηνείες του χριστιανισμού. Δηλαδή, υπάρχει ένας χριστιανισμός − θα τον έλεγα πιο καθεστωτικό – ο οποίος είναι ο χριστιανισμός που στηλιτεύει πάρα πολύ ο Νίτσε. Ένας, δηλαδή, χριστιανισμός φυγόπονος. Δεν αγαπάει τη ζωή, είναι ένας θανατολάγνος χριστιανισμός. Κοιτάζει προς τον παράδεισο, κοιτάζει προς το μαρτύριο, θέλει να τελειώνουμε γρήγορα μ’ αυτόν τον κόσμο για να πάμε στον επόμενο. Όπου εκεί θα δικαιωθούμε, θα είμαστε στις αγκάλες του Αβραάμ κ.τ.λ. Υπάρχει κι ο χριστιανισμός της θεωρίας της απελευθέρωσης, οι Αναβαπτιστές στον Μεσαίωνα. Μην ξεχνάμε ότι πάρα πολλοί σοσιαλίζοντες αναρχικοί στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, είχαν πολλά χριστιανικά στοιχεία. Συνήθως υπήρχε μία ώσμωση μεταξύ κύκλων ένθεν κι ένθεν.

Υπάρχει κι ο χριστιανισμός − πάντα με την έννοια του διδάγματος του Χριστού, του παραδείγματός του κ.τ.λ. – που θέλει να πραγματώσει τον παράδεισο από τώρα αλλά όχι αποκλειστικά επί γης. Δηλαδή, λέει:
Ναι, πιστεύουμε στον Θεό, στη θεϊκή παρουσία, στον γιο του Θεού, στη λύτρωση που μας προσφέρει, αλλά δεν πιστεύουμε ότι εδώ (στη γη) θα υπομείνουμε για να γίνουμε Λάζαροι, που θα ψοφήσουν κάτω από το τραπέζι του πλουσίου και θα δικαιωθούν στην επόμενη ζωή. Εμείς θα δικαιωθούμε από τώρα, εδώ θα φέρουμε τον παράδεισο κι από ‘δω θα πάει όπου πάει, ας πούμε. Θα έλεγα λοιπόν, ότι υπάρχει αυτή η  πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία του χριστιανισμού σε σύγκριση με τον αναρχισμό. Αφήνω έξω τάσεις, τις λεγόμενες αναρχοχριστιανικές, που το κυρίαρχο ρεύμα είναι το πασιφιστικό, υπάρχουν όμως και τάσεις που είναι αρκετά συγκρουσιακές και σε επίπεδο φυσικής βίας. Το ενδιαφέρον λοιπόν είναι αυτό, το πως σκέφτονται την κεφαλή της εκκλησίας − που είναι ο Χριστός, αυτός είναι το κέντρο ζωής για την χριστιανική κοινότητα – και το πως σκέφτονται το θάνατό του, τη ζωή του και την ανάστασή του. Υπάρχει λοιπόν μία πιο «Παύλια» προσέγγιση, αυτή που και ο Νίτσε πολύ πολέμησε και πολλοί αναρχοχριστιανοί: ο Τολστόι, ο Κροπότκιν, ας πούμε. Ο Κροπότκιν από μια αναρχική πλευρά, ο Τολστόι από μία «αναρχοχριστιανική», ο Νίτσε από μία αντιχριστιανική, χτυπήσανε πάρα πολύ τον Παύλο, γιατί στον Παύλο διαγνώσαν την έννοια της αποστροφής προς τη ζωή και μια επικέντρωση κυρίως στο θάνατο του Χριστού και σε μια ζωή μετά. Υπάρχουνε λοιπόν τάσεις χριστιανικές που σου λένε, ότι εμείς δεν επικεντρωνόμαστε στην έννοια του θανάτου ή αν επικεντρωνόμαστε εκεί, το κάνουμε με την έννοια ότι ο Χριστός δεν πέθανε για να ξεπλύνει τις αμαρτίες μας, πέθανε για να μάθουμε από παράδειγμά του. Αυτό το λέει και ο Νίτσε, κρίνοντας τον θετικά τώρα, κάνει μια σύγκριση μεταξύ Παύλου και Χριστού, λέει: Ένας χριστιανός υπήρχε κι αυτός πέθανε στο σταυρό. Μετά τον Χριστό, χριστιανοί δεν υπάρχουνε. Υπάρχει αυτό που έφτιαξε ο Παύλος. Λένε λοιπόν οι τάσεις αυτές, ότι ο Χριστός δεν πέθανε για να αναστηθεί, πέθανε εξαιτίας του τρόπου που έζησε. Ο θάνατός του ήταν, ότι κάποιοι δεν αντέξαν τον τρόπο με τον οποίο έζησε, το παράδειγμά που έδωσε το θεώρησαν απειλητικό, το θεώρησαν επικίνδυνο και τον σκοτώσανε. Κάποιοι χριστιανοί αυτής της τάσης, παίρνουν αυτό και λένε ότι ο Χριστός πέθανε ως απότοκο του τρόπου που έζησε και αναστήθηκε για να δείξει ότι αυτά τα δύο είν’ αλληλένδετα, δηλαδή η ζωή πριν. με τη ζωή μετά, δεν διαχωρίζονται κι αν πρέπει να διαλέξουμε, τώρα θα το πραγματώσουμε.

Η κριτική του Νίτσε, στον βαθμό που εξισώνει αυτά τα δύο, έχει να κάνει με τα χιλιαστικά οράματα, με τη μαζικοποίηση και, για τον Νίτσε, ο μεν χριστιανισμός κατέστρεψε τις ευγενείς αξίες των Ρωμαίων και ο αναρχισμός θέλει να καταστρέψει τις ευγενείς αξίες των μονάδων. Ως ένα ακόμα σοσιαλιστικό ρεύμα που είναι  ζηλόφθονο, θέλει απλά να πάρει την εξουσία καταστρέφοντας αυτούς που είναι πραγματικά δημιουργοί αξιών. Οπότε, εκεί, η κριτική του Νίτσε ταυτίζει τον χριστιανό με τον αναρχικό.

Νιτσεϊκή Σκέψη - Μαρξισμός και Μετα-μαρξισμός

Στη Σοβιετική Ένωση υπήρξε μια διπλή πρόσληψη του Νίτσε. Υπήρξε μία προσέγγιση του Νίτσε ως φιλόσοφου του φασισμού, οπότε, υπήρξαν πολύ έντονες κριτικές προσεγγίσεις προς αυτόν. Ο Νίτσε διαβάστηκε αρκετά στη Σοβιετική Ένωση και υπήρξαν μελέτες του έργου του και της φιλοσοφίας του. Δεν ξέρω και δεν θα το τολμούσα, να πω έτσι εύκολα ότι ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος θα μπορούσε να ταυτιστεί με έναν σοβιετικού τύπου υπεράνθρωπο. Ωστόσο, θα έλεγα, ότι βοήθησε πάρα πολύ όλη τη σοσιαλιστική οικογένεια και τη μαρξιστική, όχι σε επίπεδο εργαλείων – γιατί οι μαρξιστές είχανε και έχουνε τα εργαλεία τους, βασίζονται πάρα πολύ στον Μαρξ. Σίγουρα είναι μεγάλο πρόβλημα η κριτική που ασκεί ο Νίτσε στους σοσιαλιστές, όχι προφανώς στους μαρξιστές ως μαρξιστές, αλλά σε όλη τη σοσιαλιστική οικογένεια. Νομίζω ότι η ανάγνωσή τους πάνω στον Νίτσε, είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με των αναρχικών κι αυτό θα έλεγα ότι οφείλεται στο ότι οι μαρξιστές θα βλέπανε τον Νίτσε ως πολύ περισσότερο ιδεαλιστή, από όσο θα μπορούσανε να αντέξουν, κάτι που για τους αναρχικούς δε θα ίσχυε τόσο. Νομίζω ότι για τους μαρξιστές, ο υλισμός – που πολλές φορές ο Νίτσε προβάλει – δεν είναι αρκετά ικανοποιητικός. Ακόμα κι η προσπάθεια να παντρέψει τον ιδεαλισμό με τον υλισμό, πάλι δεν είναι αρκετή για την επιστημονική προσέγγιση, την αξιοκρατική προσέγγιση των μαρξιστών.

Ωστόσο, αν το δούμε σε πιο ελευθεριακούς μαρξιστές, το πράγμα αλλάζει αν λάβουμε υπόψιν τον Μπένγιαμιν, που ‘χε διαβάσει τον Νίτσε. Ειδικά για τον ιστορικισμό και για την έννοια που οι μαρξιστές ιστοριογράφοι της εποχής του προσέδιδαν, τους οποίους ο Μπένγιαμιν πάρα πολύ κατέκρινε. Η κριτική που ασκεί ο Μπένγιαμιν στην ιστοριογραφία και τον ιστορικισμό της εποχής του, είναι πάρα πολύ βασισμένη στην κριτική που ασκεί ο Νίτσε στους ιστοριογράφους της δικής του εποχής. Αν θα μπορούσαμε ακόμα να εντάξουμε και σε αυτήν την πιο ευρύτερη οικογένεια, των τουλάχιστον επηρεασμένων απ’ τον Μαρξ ή συνομιλητών του Μάρξ, εν είδει Φουκό, Μπελέζ κ.τ.λ, τότε προφανώς το πράγμα απογειώνεται. Μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι σαφώς είχανε τις μαρξιστικές επιρροές και τη συζήτησή τους με τον μαρξισμό, την εσωτερική, την προσωπική και την διαπροσωπική και με τον Νίτσε πάρα πολύ κοντά όμως, ταυτόχρονα. Οπότε, εκεί το πράγμα αλλάζει. Αλλά για τους «ορθόδοξους μαρξιστές» νομίζω όχι, παρότι και στη Σοβιετική Ένωση ο Νίτσε διαβάστηκε.


«Κύριοι - Δούλοι» (Εξουσία και Κυριαρχία)

Ίσως η πιο περιεκτική περιγραφή, κατ’ εμέ τουλάχιστον και όπως εγώ έχω διαβάσει τον Νίτσε, είναι ο Κύριος. Είναι αυτός που διαφοροποιείται. Κι ο Δούλος μπορεί να διαφοροποιηθεί κι ας είναι πνιγμένος μέσ τη μάζα, η διαφορά είναι η εξής: ότι ο Κύριος διαφοροποιείται αυτοκαταφάσκωντας, αναγνωρίζει τις προσωπικές του αξίες και με βάση αυτό διαφέρει. Δηλαδή, λέω ότι, εμένα μου αρέσει η λογοτεχνία, δεν μου αρέσει να παίζω μπάσκετ, μου αρέσει να πηγαίνω εκδρομές, είμαι αυτό που είμαι. Εσένα σου αρέσουν οι διακοπές στο βουνό κι εμένα δεν μου αρέσουν. Εγώ λοιπόν, διαφοροποιούμαι γιατί η διαφοροποίησή μου από εσένα, είναι απότοκος του ότι γνωρίζω αυτά που μου αρέσουν. Άρα, έχω το γούστο μου και διαφοροποιούμαι από εσένα, επειδή το δικό σου γούστο δεν συμφωνεί με το δικό μου. Ο Δούλος, αντίθετα, μπορεί να διαφοροποιηθεί με μια άλλη λογική, ότι επειδή δεν του αρέσει αυτό που εσένα σου αρέσει, φτιάχνει το δικό του γούστο, το γούστο του ετεροπροσδιορίζεται. Άρα, η διαφοροποίησή του είναι ετεροπροσδιοριστική ενώ του Κυρίου η διαφοροποίησή είναι αυτοπροσδιοριστική. Αυτή, θα λέγαμε είναι η πιο περιεκτική, βασική διαφορά – εάν υπάρχει διαχωρισμός, γιατί, όντως, στον Δούλο μπορεί να μην υπάρχει καν ένας διαχωρισμός.

Τώρα, στο επίπεδο του νεοφιλελεύθερου. Ο Νίτσε έκανε μια πολύ σκληρή κριτική και στον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό της εποχής του, βεβαίως, που ήταν αρκετά πρώιμος, αλλά έκανε την έκανε στην έννοια του χρήματος, του εμπορίου κ.τ.λ. Ποια είν’ αυτή η κριτική; Είναι η κριτική της κουλτούρας, δηλαδή, η κουλτούρα της εποχής του∙ όλα τα επιτεύγματα αυτά, δημιουργούσαν αγκυλώσεις γι’ αυτό που ο Νίτσε θεωρούσε ελεύθερο πνεύμα. Αυτοί που θα φθονούσαν, επίσης, τον νεοφιλελεύθερο, για τον Νίτσε θα ήταν εκατό τοις εκατό Δούλοι, ο άλλος όμως δεν θα ήταν Κύριος. Για τον Νίτσε, καταρχάς, η έννοια της κυριαρχίας πάνω στον άλλον δεν έχει να κάνει με την έννοια της αφαίμαξης του άλλου. Έχει να κάνει καθαρά με μία σχέση, όπως συμβαίνει στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, που  αναγκαστικά υπάρχουν κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, αλλά αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική. Θα λέγαμε δηλαδή, ότι εδώ πάμε πιο πολύ προς αυτό που ο Φουκό εξήγησε καλύτερα, ότι:
υπάρχει εξουσία αλλά δεν υπάρχει κυριαρχία. Δηλαδή η εξουσία, είναι πραγματικά μία δυναμική σχέση που αναπόφευκτα εναλλάσσεται, δεν μπορούμε κάθε στιγμή να είμαστε ίσοι. Από μια ερωτική σχέση μέχρι μια φιλική σχέση ή σε ένα σύνολο ανθρώπων, πάντα υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι μια δεδομένη στιγμή έρχονται από πάνω γιατί έτσι είναι η συγκυρία, βγήκαν μπροστά γιατί κάτι ξέρανε καλύτερα να κάνουν. Το θέμα είναι αυτό να μην παγιώνεται. Για έναν νεοφιλελεύθερο λοιπόν, με τους πολιτικούς όρους που σήμερα γνωρίζουμε, δεν ισχύει αυτό. Μιλάμε για μία εκμετάλλευση, μία απομύζηση πληθυσμών, με νόμους, με ασφαλιστικές δικλείδες, με δυνάμεις καταστολής που θα διαφυλούν αυτήν την απομύζηση, με διαπραγματεύσεις και νομοσχέδια τα οποία θα αγκυλώσουν ολόκληρους λαούς. Αυτό δεν είναι για τον Νίτσε μια ευγενής αξία, μια ευγενής πρακτική ενός Κυρίου. Είναι, πάλι, μία κατάσταση αποσύνθεσης.

Γ
ια τον Νίτσε, το πνεύμα του Κυρίου,
είναι οι ευγενείς δυνάμεις οι οποίες δημιουργούν, συνθέτουν. Οι δυνάμεις οι δουλικές είναι αυτές που αποσυνθέτουν αυτό που πολεμάνε. Για τον Νίτσε, λοιπόν, ο φιλελευθερισμός – τολμώ να πω – ότι είναι μία δύναμη που αποσυνθέτει, που κατατρώει, είναι μια δουλική δύναμη. Μια δουλική δύναμη η οποία μπορεί να βρίσκεται σε ένα ανώτερο επίπεδο δουλικότητας από μία δουλική δύναμη των λαών, που θα τον υποστούν. Αλλά να κάνουμε και μία άλλη διευκρίνηση, για τον Νίτσε, οι λαοί που βρίσκονται σε αυτή τη δεινή κατάσταση, οι εκμεταλλευόμενοι, είναι κατακριτέοι όχι γιατί αυτό καθεαυτό βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση. Είναι επειδή δεν κάνουν – κατά τον Νίτσε – τίποτα για να εξεγερθούν ως πνεύματα απέναντι σ’ αυτό. Δηλαδή, η σκληρή κριτική του Νίτσε για τον άνθρωπο είναι, γιατί, βλέπει πως θα μπορούσε να είναι, πως θα έπρεπε να είναι και δεν είναι. Δεν σε κρίνει τόσο γι’ αυτό που είσαι, αλλά γι’ αυτό που είσαι χωρίς να προσπαθείς να γίνεις αυτό που θα ‘πρεπε να γίνεις. Η κριτική του δεν είναι μια μοχθηρή και γεμάτη μίσος κριτική, είναι μια κριτική σκληρή. Μια κριτική με αγάπη, θα μπορούσε να πει κάποιος, αλλά με μεγάλη σκληρότητα.

Νίτσε Εναντίον Αναρχισμού

Ο Νίτσε αποδίδει στους αναρχικούς μνησικακία, για τον Νίτσε είναι ένας πολύ αρνητικά φορτισμένος όρος στη φιλοσοφία του. Αποδίδει μηδενισμό. Αυτό θα μπορούσε να έχει και τη θετική του πλευρά, γιατί η μεταστοιχείωση των αξιών είναι το επόμενο βήμα του μηδενισμού, ώστε να γίνει από αρνητικός θετικός. Για τον Νίτσε δεν ισχύει αυτό για τους αναρχικούς, οπότε τους προσάπτει κακή συνείδηση − ένας άλλος όρος του Νίτσε − και δουλικότητα. Αυτά νομίζω είναι η σύνοψη των κατηγοριών του Νίτσε για τους αναρχικούς. Νομίζω ότι όλες αυτές οι κατηγορίες μπορούν να ανατραπούν και οι τέσσερεις (τουλάχιστον σε μεγάλο επίπεδο θεωρίας), σε πράξεις πολλά πράγματα δικαιώνουν τον Νίτσε, ας είμαστε ειλικρινείς. Πάντα, εμείς, με την έννοια της πολιτικής θεωρίας κι από το οποιοδήποτε κινηματικό μας μετερίζι, έχουμε στο μυαλό μας αρκετά έντονα και  ξεκάθαρα τις διαχωριστικές γραμμές των σοσιαλιστικών ρευμάτων. Δηλαδή, όταν λέμε αναρχισμό και κομμουνισμό για πολύ κόσμο μπορεί να είναι η νύχτα με τη μέρα σ’ ένα βαθμό, όταν κάνουμε μια πιο εσωτερική συζήτηση. Ο Νίτσε, πρέπει να σκεφτούμε, ότι αυτά τα πράγματα τα έχει λίγο θολά. Με τους αναρχικούς της εποχής του δεν είχε καμιά «συνομιλία» φιλοσοφική. Θα ‘λεγα ότι αυτό που έχει στο μυαλό του για τον αναρχισμό, είναι ένα εξωτερικό περίβλημα και είν’ ένα περίβλημα θολών αξιών. Δεν είναι λάθος, έχει απλά μια πιο χονδρική ίσως και χοντροκομμένη προσέγγιση.

Νιτσεϊκή Σκέψη και Εθνικοσοσιαλισμός

Σίγουρα η αλληγορικότητα του έργου του Νίτσε, ο «Υπεράνθρωπός» του, σε πρώτο επίπεδο είναι μια πάρα πολύ ανοιχτή ερμηνεία. Οπότε, εγώ θα ‘λεγα ότι ο Νίτσε είπε το εξής: ότι ο προοπτικισμός είναι ένα άλλο πράγμα − που είναι άλλο ένα σημαντικό στοιχείο στην φιλοσοφία του – και συχνά συγχύζεται με τον σχετικισμό. Όμως, λέει ότι: «Εγώ δεν είμαι σχετικιστής. Πιστεύω ότι υπάρχουν πάρα πολλές ερμηνείες για κάθε πράγμα, δεν πιστεύω όμως ότι όλες οι ερμηνείες είναι εξίσου καλές και θεμιτές». Το ίδιο ισχύει και για το έργο του. Υπάρχει κι η φασιστική κι η φιλελεύθερη ερμηνεία για το έργο του, όπως υπάρχει και μία πιο αναρχική ερμηνεία από ‘μένα. Και στο μέλλον από άλλους μπορεί να αναπτυχθεί και καλύτερα. Το θέμα είναι ότι εγώ, από τον τρόπο που διάβασα τον Νίτσε, νομίζω ότι, αν προσπαθήσουμε να ενοποιήσουμε τη φιλοσοφία του και, άρα, να προσπαθήσουμε να κάνουμε μία σαρωτική, ενδελεχή εξέταση όλων των βασικών φιλοσοφικών όρων (όχι αποσπασματικά), ούτε ο φιλελευθερισμός (νέο- φιλελευθερισμός) ούτε ο φασισμός, μπορούν να φτάσουν στο ικανοποιητικό επίπεδο που θα μπορούσε να φτάσει μία αναρχική προσέγγιση στον Νίτσε.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Για τους μεν νεοφιλελεύθερους θα λέγαμε ότι οι αξίες τους παραείναι υλιστικές για τον Νίτσε. Είναι αξίες του κόσμου που εκείνος θέλει να πολεμήσει. Είναι αξίες που κρύβουν και καταστροφή όχι μόνο οποιαδήποτε δημιουργία. Και η δημιουργία αυτή, πάλι έχει να κάνει με μία υποδούλωση σε κάτι άλλο, στο χρήμα, στην καριέρα κ.λπ. Για τον δε φασισμό, είναι τραγωδία. Ο ναζισμός πήρε πράγματα και τα απομόνωσε όχι απλά από τη γενικότερη φιλοσοφία, τα απομόνωσε από το ίδιο το κείμενο. Δηλαδή πήρε όρους όπως: «
το ξανθό κτήνος», «τον υπεράνθρωπο», την κριτική για τους Εβραίους. Ενώ υπάρχουν κείμενα που θαυμάζει τους Εβραίους ο Ζαρατούστρα και από την άλλη σιχαίνεται τους Γερμανούς. Ο Ζαρατούστρα κοροϊδεύει το «Deutschland, Deutschland über alles, über alles», νισάφι λέει πια με αυτό το πράγμα. Επίσης έρχεται σε σύγκρουση με την αδερφή του η οποία έχει παντρευτεί έναν αντισημίτη Γερμανό. Της έλεγε ότι δεν ήθελε να συναναστρέφεται με αντισημίτες γιατί είναι το καρκίνωμα των Γερμανών. Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ δεν είμαι Γερμανός, είμαι Ευρωπαίος». Είναι η περίοδος που πρακτικά έχει απαρνηθεί τη γερμανική του υπηκοότητα, είναι άπατρις πρακτικά μέχρι να πάρει την ελβετική υπηκοότητα. Θεωρεί τους εθνικιστές Γερμανούς ευτελέστατους, τους θεωρεί τιποτένιους∙ μέρος της κουλτούρας που αντιπολεμά. Θεωρεί τη συζήτηση περί γερμανικής ράτσας, βιολογικής καθαρότητας και γερμανικού πολιτισμού − με την έννοια που αυτοί το επικαλούνται – μία συζήτηση που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην κουλτούρα που αυτός ευαγγελίζεται και που θα πάει μπροστά τον άνθρωπο. Τον Βάγκνερ, που πολύ στην αρχή τον αγάπησε, μετά τον μίσησε για τη στροφή που έκανε στον χριστιανισμό, αλλά και τον θεώρησε πια συνεχιστή αυτών των αντισημιτικών και λοιπών ιδεών. Κι απ’ την άλλη μεριά, πραγματικά εξυμνεί σε πολλά σημεία το μυαλό των Εβραίων, τις αξίες που, ναι μεν διαφωνεί μ’ αυτές, αλλά θεωρεί τους Εβραίους έναν λαό που ήταν γεννήτορας αξιών.

Υπάρχει ένα χάος μεταξύ των όσων ευαγγελίζεται ο Νίτσε και του ναζισμού. Δηλαδή, ο υπεράνθρωπος του Νίτσε δεν είναι ο βιολογικά καθαρός, που θα πατήσει τους πάντες κάτω από την μπότα του. Είναι, ίσα ίσα, αυτός που θα ξεχειλίζει από δοτικότητα, από δημιουργικότητα, είναι αυτός που δεν έχει κανένα πρόσιμο φυλής, οικονομικής κατάστασης. Οι αριστοκράτες για τον Νίτσε, δεν είναι αριστοκράτες από την καταγωγή, είναι αριστοκράτες στο πνεύμα. Άρα, ο καθένας μπορεί να γίνει αριστοκράτης στο πνεύμα, είναι αυτός ο οποίος έχει ένα πνεύμα ελεύθερο. Πώς θα έχεις ένα πνεύμα ελεύθερο όταν θα έχεις έναν αρχηγό και θα είσαι πρόβατο; Δηλαδή, οι Γερμανοί της εποχής του για τον Νίτσε, ειδικά αυτοί που ευθυγραμμίζονταν με το κάλεσμα στην εθνικιστική τρέλα, ήτανε άλλη μία αγέλη. Δεν διέφερε σε ουσιαστικό βαθμό απ’ την αγέλη των σοσιαλιστών ή των χριστιανών που κατηγορούσε. Ήταν ακόμη μία μάζα η οποία αυτό-βαυκαλιζόταν, αναπαρήγαγε φοβίες, ετεροπροσδιοριζόταν, δημιουργώντας έναν εχθρό ο οποίος λεγότανε Γάλλος, λεγότανε Εβραίος, λεγότανε μη-Γερμανός. Υπήρξε μια μεγάλη προσπάθεια από τους ναζί με ειδικές επιτροπές − και όχι μόνο για τον Νίτσε αυτό αλλά για όλη την αφρόκρεμα: τον Καντ, τον Χέγκελ – να κόψουν και να πάρουν αυτά τα στοιχεία που θα προμόταραν τον γερμανισμό. Νομίζω το μεγαλύτερο «χειρουργείο» έπεσε στον Νίτσε.

Μια Νιτσεϊκή Κριτική Ματιά στον… Δεκέμβριο του ‘08

Το μεθοδολογικό μου εργαλείο είναι οι τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος. Δηλαδή, με όλη τη συζήτηση που έχω κάνει στην προηγούμενη έρευνά μου, δίνω ένα απόσταγμα στις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος όλης αυτής της νιτσεϊκής φιλοσοφίας που έχω πραγματευτεί και, μ’ αυτό ως μεθοδολογικό εργαλείο, εξετάζω την κατάσταση πριν την εξέγερση του Δεκέμβρη. Άρα, πολύ χονδρικά, την αποδίδω στην «Καμήλα». Η περίοδος κατά την διάρκεια του Δεκέμβρη πάει κυρίως στο «Λιοντάρι» και λίγο στο «Παιδί». Και, σε ένα ύστερο μετα-δεκεμβριανό κλίμα, με όλους τους σπόρους που έσπειρε ο Δεκέμβρης, το οποίο το αποδίδω περισσότερο στο «Παιδί». Δεν είναι όμως μόνο μια ανάγνωση του Δεκέμβρη μ’ ένα νιτσεϊκό εργαλείο, είναι και μια κριτική ταυτόχρονα του Νίτσε για το εάν θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στους Δεκεμβριστές − συντασσόμενος ίσως ή ανεχόμενος τους αναρχικούς – και να τους πει ως ένας καλός σύμβουλος και φίλος, γιατί καταυτόν, αποτύχανε. Νομίζω έφταιγε το θέμα της αυτοκατάφασης, αυτό υπάρχει και σε πάρα πολλές αναλύσεις και κείμενα για τον Δεκέμβρη. Μιλώντας πάντα για τους αναρχικούς, γι’ αυτούς που αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικοί, η κριτική του Νίτσε θα ήτανε ότι δεν καταφέρανε να είναι αρκετά εικονοκλάστες ακόμη και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Δηλαδή, ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα, στα πρώτα του κεφάλαια, περιγράφει μία σκηνή όπου υπάρχει ένα πανηγύρι κι εκεί είναι ένας σχοινοβάτης, φτιάχνει λοιπόν ένα σχοινί κι αρχίζει να περπατάει πάνω. Από κάτω είν’ ένας γελωτοποιός ο οποίος τον κοροϊδεύει και προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή. Τελικά ο σχοινοβάτης πέφτει και σκοτώνεται. Για τον Νίτσε ο σχοινοβάτης αυτός, είναι ο άνθρωπος, ο οποίος γίνεται ουσιαστικά ο ίδιος το σχοινί πάνω στο οποίο ο άνθρωπος, όπως είναι τώρα, θα βαδίσει για να φτάσει στον υπεράνθρωπο. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρέπει να ξεπεράσει τον ίδιο του το εαυτό, πρέπει να ακυρώσει τον άνθρωπο όπως είναι, ακόμα και τον ανώτερο άνθρωπο.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι ανθρώπων για τον Νίτσε, ακόμη και αυτός ο ανώτερος άνθρωπος, που έχει καταλάβει την φαινομενικότητα των πραγμάτων, έχει σκοτώσει το Θεό – Ο Θεός πέθανε – αλλά δεν μπορεί στη θέση του να δημιουργήσει νέες αξίες, άρα, τελικά, γίνεται μηδενιστής. Ακόμη και την ταυτότητα του επαναστάτη, ο Δεκέμβρης, οι αναρχικοί, δεν μπόρεσαν να την καταστρέψουν, να την ξεπεράσουν, να πάνε πέρα απ’ την ταυτότητα αυτή. Κι αυτό πρακτικά τι σημαίνει, γιατί είναι πολύ γενικό το σχήμα. Παράδειγμα, η κατάληψη της Γ.Ε.Σ.Ε.Ε, ήταν ένα πολύ κομβικό σημείο όπου, παρόλο που υπήρξε μία πολύ έντονη πάλι πρωτοβάθμια παρουσία, που σε μεγάλο βαθμό πρόσκειται στην αναρχική σκέψη και επηρεάζεται απ’ αυτήν, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την εργατιστική λογική της απελευθέρωσης του εργάτη. Δεν ξεπεράσαμε τον εργάτη. Μείναμε στη συζήτηση περί εργάτη και απελευθέρωσης του εργάτη ως εργάτη. Στις συνελεύσεις πολλοί αναρχικοί δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από μία λογική της ανάγκης όχι να αφομοιωθούν, με την κακή έννοια, αλλά του να διαχυθούν μέσα σ’ αυτό που λέγεται: ένας εξεγερμένος κόσμος, που ήταν μαθητές, που ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Δεν είχαν κάποια συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα. Άρα δεν είχαν συγκεκριμένο τρόπο του να κάνουν μια συνέλευση, του να λειτουργούν στον δρόμο.
A
ντί την όποια τεχνογνωσία τους να την ξεχειλίσουν, εν είδη υπερανθρώπου, να την προσφέρουν και να χαθούν διονυσιακά μέσα σ’ αυτή την ενότητα, κρατήσαν την απολλώνια ατομικότητά τους. Δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν απ’ την ταυτότητα του αναρχικού κι αυτό έφερε πολλές τριβές σε συνελεύσεις, στο δρόμο∙ και μια αγκύλωση: «εμείς είμαστε αναρχικοί, δεν θέλουμε καμιά εξουσία στα χέρια μας». Σε κάποιες καταστάσεις δεν μπήκαμε τολμηρά, να τις πυροδοτήσουμε. Μια νιτσεϊκή κριτική, λοιπόν, θα ήταν ότι ο Δεκέμβρης απέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, σε επίπεδο αυτοπραγμάτωσης και μη αυτοξεπερασμού.

Νίτσε και Μαξ Στίρνερ - Κοινά Σημεία και Διαφορές

Θα έλεγα ότι υπάρχει μία αναλογία του «Μοναδικού» του Στίρνερ, και του «Υπερανθρώπου», του Νίτσε, όμως, νομίζω ότι ο Μοναδικός, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα φαντάσματα που πολεμάει. Νομίζω ότι ο Μοναδικός, είναι πιο εντοπισμένος στον κόσμο που ο Υπεράνθρωπος θέλει να καταστρέψει. Θεωρητικά πάντα, νομίζω ότι ο Υπεράνθρωπος περιγράφει κάτι που είναι πολύ πιο ελεύθερο. Ο Μοναδικός, πάλι, έχει μία ιδιοκτησιακή σχέση με τον εαυτό του. Ο Υπεράνθρωπος έχει μία πολύ πιο ρευστή σχέση με τον εαυτό του, έχει μία πιο δημιουργική σχέση με τον εαυτό του, ενώ ο Μοναδικός μία πιο αγκυλωμένη σχέση με τον εαυτό του. Ο Μοναδικός θέλει να αποτινάξει κάθε αξίωση των άλλων επάνω του, ο Υπεράνθρωπος δεν θέλει να το κάνει. Ο Υπεράνθρωπος αναγνωρίζει το ότι το να είσαι υπεράνθρωπος, το να είσαι αυτός ο ευγενής Κύριος, σημαίνει ότι έχεις ένα κομμάτι που δίνεις, ξεχειλίζεις από δημιουργία, ξεχειλίζεις από συναισθήματα και τα δίνεις απλόχερα, χωρίς να σκέφτεσαι. Για τον Νίτσε, ο Κύριος, ήτανε αυτός ο οποίος θα σου έκανε χίλια καλά κι όταν του έκανες το κακό θα αντιδρούσε σαν θηρίο ανήμερο και την επόμενη στιγμή θα το ξέχναγε, θα γέλαγε σαν παιδί, θα σ’ αγκάλιαζε γιατί είναι υπεράνω οποιουδήποτε κακού και μνησίκακου συναισθήματος. Ο Μοναδικός έχει μία πιο πολεμική διάθεση, με την έννοια ότι: θέλω να καταστρέψω οποιοδήποτε φάντασμα, είτε λέγεται εκκλησία είτε λέγεται κράτος, είμαι εγώ κι ο εαυτός μου. Φαίνεται, κάπως επίφοβα, ότι τη θέση του κάθε φαντάσματος την παίρνει τελικά ο Μοναδικός, ο ίδιος ο εαυτός. Πολεμώντας δηλαδή τα φαντάσματα, δεν μπορεί να ξεπεράσει ο Στίρνερ το υπέρτατο φάντασμα, που τελικά είναι ο ίδιος ο εαυτός. Υπάρχουν ομοιότητες φυσικά στο εικονοκλαστικό τους μέρος πάρα πολύ, στο εξεγερμένο πνεύμα τους πάρα πολύ, στον αντιχριστιανισμό τους, στον αντικρατισμό τους. Αντι-πολιτικοί κι οι δύο, άρα, πολύ πολιτικοί μέσα στην αντί-πολιτικότητά τους. Ο Στίρνερ ίσως λίγο περισσότερο.

Νίτσε και Σύγχρονη Ευρώπη

Το πρόβλημα του Νίτσε με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν καθαρά η παρακμή των αξιών. Θα θεωρούσε τις αξίες της Ευρωπαϊκής κοινότητας, το ίδιο παρακμιακές όπως ήταν κάποτε. Δηλαδή, μπορεί να μην υπάρχει τόσο ο «Θεός», υπάρχει όμως ένας άλλος Θεός που λέγεται χρήμα. Υπάρχει όμως, ένας άλλος Θεός που λέγεται: μία κατά μόνας πορεία, ένας ατομικισμός, ο οποίος δεν είναι όμως ένας υπερανθρωπικός ατομικισμός. Είναι ένας ατομικισμός δουλικός, όπως τον περιγράψαμε στο πρόσωπο του νεοφιλελεύθερου πριν. Παρακμιακές αξίες λοιπόν. Έχουμε σκοτώσει τον Θεό και δεν έχουμε βάλει τίποτα καινούριο ουσιαστικά στη θέση του. Είμαστε μηδενιστές, είμαστε έρμαια των πιο επαίσχυντων παθών μας, είμαστε δούλοι των παθών μας, δεν χρησιμοποιούμε τα πάθη μας δημιουργικά. Οπότε, θα ‘λεγα, ότι όλος ο δυτικός κόσμος θα ήτανε κατακριτέος στη βάση αυτή: δουλικότητα, παρακμή. Καμιά δημιουργικότητα, καμία προσπάθεια να ξεπεραστεί ο άνθρωπος και να φτάσει στην έννοια του υπερανθρώπου, να απελευθερωθεί από προκαταλήψεις, από στεγανά, από διαδικασίες, απ’ τον τρόπο δηλαδή που λειτουργούμε. Οι μεγάλες μάζες παραμένουν κοπάδια. Με όλα αυτά, νομίζω ο Νίτσε θα ήταν ανηλεής.

______________
Πηγή: Ελευθεριακός


1    2

Προτάσεις