Χρίστος Ηλιόπουλος: Οταν Σκέφτηκε ο Νίτσε

Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε, σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος.

Χρίστος Ηλιόπουλος: Οταν Σκέφτηκε ο Νίτσε

[κλικ στα ακουστικά 🎧 για να ακούσεις το άρθρο]

(απομαγνητοφώνηση: Κωνσταντίνος Σύρμος)

Η Κατηγορούμενη Δημοκρατία

Η βασική ένσταση του Νίτσε, πηγάζει ίσως από μία φοβία του. Έχει μία φοβία ότι οτιδήποτε αυτός θεωρεί ευγενές, θεωρεί ξεχωριστό, θεωρεί ιδιαίτερο – σε μία μαζική κατάσταση, σ΄ αυτό που αυτός ονομάζει αγέλη – θα χαθεί, θα καταπνιγεί. Τη Δημοκρατία, λοιπόν, την αντιμετωπίζει ως εχθρό, υπό την έννοια αυτή της μαζικοποίησης και της εξίσωσης. Για ‘κείνον η εξίσωση σε μεγάλη κλίμακα σημαίνει πάντοτε εξίσωση προς τα κάτω. Άρα σημαίνει, ότι χάνεται οποιοδήποτε ευγενές στοιχείο το οποίο ακριβώς ξεχωρίζει απ’ τη μάζα. Ωστόσο, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η σκέψη του για τη Δημοκρατία δεν είναι εκατό τοις εκατό αρνητική, υπό ποια έννοια: νομίζω ότι είναι στο «Ανθρώπινο Πολύ Ανθρώπινο», αν δεν κάνω λάθος, όπου κάνει τη δική του παθολογία των πολιτευμάτων, κάπως όπως ο Αριστοτέλης. Και, κάποια στιγμή, μιλώντας για τη Δημοκρατία, αναγνωρίζει ότι η εποχή που οι Δημοκρατίες αναδύονται, που είναι όλος αυτός ο κοινωνικός αναβρασμός −μιλάμε ουσιαστικά για μετά τη Γαλλική Επανάσταση κ.τ.λ. – είναι η εποχή που εξυφαίνεται ένας καινούριος τύπος ανθρώπου. Αυτός, είν’ ένας τύπος γενναίος, ένας τύπος που θα δεχτεί πολλές προκλήσεις. Είναι κάτι που ταιριάζει στον τύπο του ανθρώπου και αργότερα του υπερανθρώπου, που θα ήθελε ο Νίτσε να μιλήσει γι’ αυτόν. Άρα, θα έλεγα, ότι σε πρώτη φάση αντιτίθεται στη Δημοκρατία με την έννοια ακριβώς του κοπαδιού, ωστόσο, αναγνωρίζει τα θετικά στοιχεία απ’ τα οποία μπορεί να ξεπηδήσει κάτι άλλο.

Ο Νίτσε είχε ένα πρόβλημα, μέσα σε όλα τα άλλα προβλήματά του, μιλούσε για πολλά πράγματα, για τα οποία όμως, δεν είχε μια πολύ βαθιά εσωτερική πρόσληψη. Δηλαδή, δεν εννοώ ότι για να μιλήσεις για την Παρισινή Κομμούνα − όπως μίλησε και την κατακεραύνωσε – θα ‘πρεπε σώνει και καλά να ‘σαι κομμουνάριος. Αλλά μελετούσε την κάθε περίπτωση πάρα πολύ απ’ το δικό του πρίσμα. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό ότι ο ίδιος, όμως, δίνει μια εξήγηση γι’ αυτό. Λέει ότι: «όλα τα ελεύθερα πνεύματα κι όλα τα ανώτερα πνεύματα πολλές φορές» (είναι μια φοβερή αυτοκριτική αυτή που κάνει), «ομιλούνε για πράγματα που δεν ενδιαφέρονται και πολύ να γνωρίσουν, απλά μιλάνε γι’ αυτά». Είναι σαν να σου λέει: «Ξέρεις κάτι; Μιλάω γι’ αυτά αλλά δεν ξέρω και πολλά πράγματα, δεν μ’ ενδιαφέρει και να μάθω περισσότερα, εγώ κάνω μία κριτική ιδεών αυτή τη στιγμή και σου λέω ότι η Παρισινή Κομούνα ήταν ο φόβος κι ο τρόμος για τα δικά μου ιδανικά, διότι έφερνε τις μάζες στο προσκήνιο και εξόντωνε σιγά σιγά τις ξεχωριστές μονάδες». Άσχετα εάν, ψάχνοντας πρακτικές της Κομμούνας, θα ‘βλεπες ότι υπάρχει μία πολύ μεγάλη συνάφεια των δύο προσλήψεων της πραγματικότητας από κομμουνάριους και από νιτσεϊκή φιλοσοφία. Οπότε, νομίζω, δεν διαχωρίζει τις Δημοκρατίες της εποχής του με τη Δημοκρατία σαν ιδέα. Νομίζω ότι και τα δύο τα βάζει στο ίδιο καζάνι και είναι πολύ επικριτικός.

Νίτσε-Αναρχισμός και Δημοκρατία

Με μία πρώτη ματιά, ο Νίτσε φαίνεται να εστιάζει πάρα πολύ στο εξατομικευμένο. Οι αναρχικοί, φαίνεται ακριβώς ότι, για ό,τι συζητάνε να ‘χουνε ως τελικό σκοπό, είναι μια κοινωνική κατεύθυνση. Ωστόσο το πράγμα αρχίζει ν’ αλλάζει και να διαφοροποιείται, εάν σκεφτούμε τι ρόλο παίζει πια η μονάδα «το άτομο» στην αναρχική θεώρηση. Δηλαδή, μιλάμε για κοινωνίες, μιλάμε για κομμούνες, μιλάμε για σοβιέτ, μιλάμε για οποιουδήποτε τύπου συνεύρεση, συνέλευση, τα πάντα. Πώς περιγράφονται τα άτομα μέσα σ’ αυτές τις συνελεύσεις, τι αξίες έχουν ως τύποι ανθρώπων; Είναι απλά ένα κομμάτι μιας μάζας; Είναι μονάδες οι οποίες συγκροτούν ένα κοινωνικό σύνολο; − όπως κι αν αυτό ονομάζεται. Περισσότερο, κατά την άποψή μου, κλίνουμε προς το δεύτερο. Κι από τα γραπτά που έχουμε από τους πιο «επιφανείς» αναρχικούς, μέχρι και τους πιο «δεύτερης κλάσης» αναρχικούς, αυτό διαφαίνεται. Αυτό άλλωστε είναι και το στοίχημα του αναρχισμού, δηλαδή, όλη αυτή η συζήτηση της αντίθεσης απέναντι στον κομμουνισμό ή τον φιλελευθερισμό, είναι ότι: «Ξέρετε κάτι; Ούτε με τη μάζα, ούτε με το άτομο». Ουσιαστικά μιλάμε για μία συντροφικότητα ατόμων. Εκεί, λοιπόν, αρχίζει το πράγμα να γίνεται ενδιαφέρον κι εκεί νομίζω πλησιάζει περισσότερο η νιτσεϊκή σκέψη με την αναρχική. Αυτό που ο Νίτσε δεν μπόρεσε να κάνει επ’ ουδενί − παρόλο που το υπονόησε σε πάρα πολλά σημεία μιλώντας για τον υπεράνθρωπο – αναγκάστηκε εκ των υστέρων και εκ των πραγμάτων να περιγράψει έστω και πλαγίως: Ποια είναι η διάδραση του ανώτερου τύπου ανθρώπου και του υπερανθρώπου μετά απ’ αυτόν, αυτού που λέει του αφέντη-τύπου. Ο Νίτσε έχει αυτόν τον τύπο: «αφέντης-δούλος», το οποίο δεν είναι ακριβώς σαν αυτό που ο Χέγκελ χρησιμοποίησε και δεν είναι ακριβώς αυτό που χρησιμοποιούμε στην καθομιλουμένη. Αλλά, πώς λοιπόν αυτός ο τύπος, ο ανώτερος τύπος ανθρώπου συγχρωτίζεται με τους άλλους; Εκεί αναγκάζεται και κάνει μια περιγραφή ο Νίτσε πολύ επιφανειακή, πολύ επιδερμική αλλά έχει αξιολογικά χαρακτηριστικά τα οποία συναντάς στον τρόπο με τον οποίο οι αναρχικοί περιγράφουν τις συντροφικές-διαπροσωπικές σχέσεις. Άρα, θα έλεγα, ότι εκεί συγκλίνουν. Απέτυχε μεν ο Νίτσε να κάνει αυτή τη γενίκευση, να κάνει αυτό το πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό (το έκανε λίγο, στο υποκειμενικό). Οι αναρχικοί το κάνουν πολύ πιο έντονα αλλά πάντα με ματιές κι αναφορές στο ίδιο ατομικό που περιγράφει ο Νίτσε. Εκεί νομίζω είναι το ενδιαφέρον κι εκεί υπάρχει σύγκλιση. Με μια πρώτη ματιά σίγουρα όχι, δεν συγκλίνουν.

Νίτσε και Αναρχική σκέψη

Ο «Κοινωνικός Αναρχισμός» και ο «Ατομικιστικός Αναρχισμός», είναι δύο αρκετά διαφοροποιημένες τάσεις και κάθε μία έχει προσφέρει τα δικά της, σε αυτό που ιστορικά ονομάζουμε αναρχικό κίνημα και αναρχική σκέψη. Ωστόσο, υπάρχει το εξής θέμα εδώ, μπορεί δηλωμένα και με αναφορές η αναρχοατομιστική τάση να έχει μια φαινομενικά πιο ξεκάθαρη διάδραση με τη σκέψη του Νίτσε. Ωστόσο, εγώ θα αναφέρω τουλάχιστον δύο πολύ θετικά ονόματα − βάζω στην άκρη τις έμμεσες και παράλληλες, που ανέφερα στην αρχή, επιρροές, αναφορές θα έλεγα, μάλλον ούτε καν, αναπτύξεις σκέψεων – το αφήνω στην άκρη. Θα μιλήσω καθαρά γι’ ανθρώπους που είπαν: «Εμείς επηρεαστήκαμε από τον Νίτσε. Τον αγαπάμε, τον θαυμάζουμε, τον κρίνουμε εκεί κι εκεί, αλλά πιστεύουμε μας βοηθάει». Λοιπόν, η μία ήταν η Γκόλντμαν, ο άλλος ήταν ο Λαντάουερ. Μιλάμε για δύο πολύ επιφανείς αναρχικούς, οι οποίοι τάσσονταν αναφανδόν υπέρ του κοινωνικού αναρχισμού. Αν θα ‘πρεπε να το βάλουμε σε πολύ αδρά κουτάκια αυτό. Ωστόσο, χωρίς ποτέ να παραγνωρίζουμε την έννοια του χτισίματος ενός ατομικού εαυτού, κατά Νίτσε. Ακόμα και ο Μπούκτσιν, ο οποίος είναι κατεξοχήν του κοινωνικού αναρχισμού κ.τ.λ., χρησιμοποιεί πάρα πολύ τη «Μεταστοιχείωση των Αξιών», ένα κλασικό έργο του Νίτσε, ως ανάγκη. Απλά δεν το προβάλει σε άτομα τόσο, το προβάλει σε συλλογικότητες. Εγώ λοιπόν, θα έλεγα, ότι μπορεί φαινομενικά – ίσως περισσότερο και για λόγους επικοινωνιακούς, με τα τσιτάτα κ.τ.λ. – ατομιστές αναρχικοί να χρησιμοποιούν τον Νίτσε περισσότερο, αλλά νομίζω ότι υπάρχει φανερά ένας ισοδύναμος επηρεασμός.

Η Καμήλα, το Λιοντάρι, το Παιδί

Για ‘μένα είναι ένα χωρίο το οποίο έχει δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Το πρώτο είναι το αισθητικό, δηλαδή, το βρίσκω πάρα πολύ ποιητικό καθαρά λογοτεχνικά. Αυτό συμβαίνει γενικά με τον Νίτσε. Θα κάνω εδώ μία παρένθεση, όταν διαβάζεις κάτι και δεν καταλαβαίνεις τίποτα, τουλάχιστον πρέπει να έχεις την ευχαρίστηση ότι αυτό που διάβασες: σε επίπεδο λέξεων, γραμματικού παιχνιδιού, αισθητικής, τουλάχιστον σε γέμισε. Αυτό με τον Νίτσε συμβαίνει, ακόμα κι αν το διαβάσεις και δεν καταλάβεις, γιατί είναι αλληγορικός κ.τ.λ., τουλάχιστον τελειώνεις το κείμενο με μια ευχαρίστηση ότι έχει μια ποιητική ορμή, μια ζωτικότητα φοβερή. Καταρχάς, λοιπόν, ήταν ένα χωρίο το οποίο μ’ άρεσε πάρα πολύ. Ωστόσο, πιστεύω ότι κρύβει μια μεγάλη στάση ζωής και νομίζω ότι, εάν υπάρχει ένα χωρίο το οποίο θα συνόψιζε όλη τη φιλοσοφία του Νίτσε, όσο αδύνατο κι αν φαντάζει αυτό γιατί έχει περάσει διάφορες φάσεις η φιλοσοφία του, θα διάλεγα αυτό το χωρίο. Δείχνει πάρα πολύ την περιπέτεια της ανθρώπινης φύσης. Μία παθητικότητα η οποία χρησιμοποιεί το μηδενισμό ως ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα του, όταν εξεγείρεται. Δηλαδή, η «Καμήλα» είναι ακριβώς αυτό το: «Δεν μπορώ άλλο τα φορτία και γονατίζω και αγκομαχώ αλλά δεν μιλάω. Λέω συνέχεια: Ναι. Κάποια στιγμή δεν αντέχω άλλο αυτή τη κατάσταση, καταλαβαίνω ότι πρέπει πια να σταματήσω να διαχωρίζομαι από αυτό που είμαι ή απ’ αυτό που πρέπει να γίνω και να πρέπει να καταφάσκω προς τον εαυτό μου. Αλλά πρέπει να κερδίσω ένα ζωτικό χώρο για να το κάνω αυτό, δεν μπορώ να το κάνω αλλιώς. Πρέπει λοιπόν να γίνω ένα Λιοντάρι». Και το «Λιοντάρι» είναι εκεί μόνο και μόνο για να καταστρέψει, να καταστρέψει τα δεσμά, να πει ένα όχι προς αυτό που το καταδυναστεύει. Οπότε, εκεί είναι ο μηδενισμός πια. Συνήθως το λάθος είναι ότι όσοι μελετάνε τον Νίτσε σταματάνε εκεί και σου λένε ο Νίτσε, ο μηδενιστής, κ.τ.λ., κ.τ.λ., τεράστιο λάθος. Μεγάλος εχθρός του μηδενισμού ο Νίτσε, τεράστιος εχθρός του μηδενισμού. Αλλά, καταλάβαινε τι εστί μηδενισμός και πόσο σημαντικό όπλο είναι. Έρχεται λοιπόν η ώρα που το «Λιοντάρι» δημιουργεί αυτόν τον ζωτικό χώρο, τον αέρα, το οξυγόνο αλλά δεν είναι ικανό πια. Πρέπει να δημιουργήσει μέσα εκεί, να γίνει αυτή η μεταστοιχείωση των αξιών. Κι εκεί πια έρχεται το «Παιδί», με όλη του την αθωότητα με όλο του το παιχνίδι και δημιουργεί σε αυτόν τον χώρο, που το «Λιοντάρι» γκρέμισε αφότου τον παρέλαβε από μία βαρυγκωμούσα «Καμήλα». Έρχεται για να δημιουργήσει νέες αξίες, τις δικές του αξίες, άρα δεν μιλάμε πια για μηδενισμό, μιλά για αξίες ξεκάθαρα, αλλά για αξίες καινούριες. Οπότε, για ‘μένα, είναι ένα χωρίο που συνοψίζει – σ’ έναν όσο δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό – τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, μ’ όλο τον αισθητικό πλούτο που έχει η νιτσεϊκή γραφή.

Θα έλεγα ότι η αναρχία έχει λίγο μια αφήγηση τέτοιου τύπου. Δηλαδή, σκεπτόμενοι για τι μιλάει η αναρχική θεώρηση, είτε αυτό το ονομάζεις προλεταριάτο είτε εκμεταλλευόμενους (όπως κι αν ονομάζεις τις μάζες αυτών των ανθρώπων, οι οποίες ποδηγετούνται, ελέγχονται κ.τ.λ.), είναι καμήλες, οι οποίες κάποια στιγμή πραγματικά εξεγείρονται. Αλλά, δεν είναι η αντίδραση για την αντίδραση, είναι η ιδεολογική καταστροφή για την οποία μίλησε ο Μπακούνιν. Δηλαδή, κάτι χρειάζεται και μετά. Και μετά έρχεται το παιδί, απ’ το λιοντάρι. Πολλές φορές, θα έλεγα, αυτό συμβαίνει και παράλληλα. Ακόμα και η «Καμήλα» μπορεί να μπαίνει απ’ την πίσω πόρτα κάθε φορά. Ωστόσο, θα έλεγα, ότι το «Λιοντάρι με το «Παιδί», στην αναρχική πρακτική, πολλές φορές συνυπάρχουν. Καταστρέφεις δηλαδή και δημιουργείς ταυτόχρονα, οπότε, για ‘μένα περιγράφει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης και την κοσμοθεωρία του αναρχισμού.

Απολλώνιο - Διονυσιακό Στοιχείο

Μιλάμε για ένα σχήμα το οποίο πρωτοεισήχθη απ’ τον Νίτσε ουσιαστικά, στην «Γέννηση της Τραγωδίας». Το οποίο είναι το πρώτο, θα λέγαμε, επίσημο βιβλίο του. Ίσως αξίζει να κάνω μία πολύ σύντομη ιστορική αναφορά. Είναι ένα βιβλίο στο οποίο ο Νίτσε μίλησε για το πως εκείνος έβλεπε τη χρήση της αρχαίας τραγωδίας από τους αρχαίους Έλληνες. Μην ξεχνάμε ότι, ουσιαστικά, ο Νίτσε ήταν φιλόλογος. Ήτανε ένα έργο που πολεμήθηκε πάρα πολύ από τους φιλολόγους της εποχής του. Τον είπαν τσαρλατάνο και τι βλακείες λέει κι ότι μία είναι η πρόσληψη της αρχαίας τραγωδίας, είναι αυτή απ’ τον Αριστότέλη, τι φαντασιώσεις είν’ αυτές που λες κ.τ.λ. Ωστόσο, η θεώρησή του ήτανε απίστευτα ενδιαφέρουσα. Αυτό που είπε είναι ότι η αρχαία τραγωδία είναι εκεί για να επιφέρει μια κάθαρση αριστοτελική κ.τ.λ. Είναι καθαρά ένα δημιούργημα των αρχαίων Ελλήνων για να αντιμετωπίσουν την απύθμενη σκληρότητα της ύπαρξης. Δηλαδή, ξέρουν ότι η ύπαρξη δεν έχει κανένα νόημα, είναι απίστευτα σκληρή η ζωή, δηλαδή αν μπορούσαμε να αυτοκτονήσουμε θα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Αλλά, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να ξεγελάσουμε τους εαυτούς μας και αυτό είναι η τραγωδία. Δηλαδή, δημιουργείς καταστάσεις στις οποίες φορτώνεις όλη την οδύνη στον ήρωα της τραγωδίας – και δε μιλάω για αυτό το καθαυτό έργο, μιλάω για τις ιστορίες, μιλάω για τη μυθολογία, για τα πάντα – και αυτό το πράγμα σε απελευθερώνει.

Πίσω λοιπόν απ’ την τραγωδία κρύβεται ο Διόνυσος, ο Διόνυσος είναι ο Θεός της τραγωδίας. Ο Διόνυσος, όμως, αυτό που αντιπροσωπεύει είναι μια πρωτόγονη αρχική κατάσταση όπου όλα είναι ένα. Μία άβυσσος. Μία άβυσσος ύπαρξης, εκεί που θα θέλαμε να καταλήξουμε, να προστρέξουμε για ν’ αποφύγουμε τις οδύνες της ζωής. Ο Διόνυσος, λοιπόν, αντιπροσωπεύει αυτό το πράγμα. Αντιπροσωπεύει την ενότητα ενώ ο Απόλλωνας, είναι η εξατομικευμένη μορφοποίηση όλης αυτής της αβύσσου στην αισθητή πραγματικότητα. Είναι το
λογικό, είναι η εξατομίκευση ακόμη και με όρους φυσιολογίας. Δηλαδή, οι άνθρωποι έχουμε αποκοπεί από μία πρωταρχική ενότητα και είμαστε κάποιες μονάδες, που νιώθουμε την έννοια αυτής της αβύσσου που μας τραβάει. Αλλά είμαστε και κάτι ταυτόχρονα εξατομικευμένο: και χωροταξικά αλλά και νοητικά πολλές φορές. Ο Απόλλωνας, λοιπόν, ξεκάθαρα για τον Νίτσε υπηρετεί τον Διόνυσο. Ωστόσο, ταυτόχρονα τον αντιπαλεύεται. Υπάρχει λοιπόν ένα παιχνίδι και υπάρχει κι ένα ερώτημα πάντα. Ο Νίτσε κατεξοχήν έχει δηλώσει ότι: εγώ δεν είμαι διαλεκτικός, μισώ τη διαλεκτική γιατί είναι η ηθική των δούλων και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορώ και τον Χέγκελ. Υπάρχει όμως μια συζήτηση, για το αν όντως υπήρχε μια διαλεκτικότητα μεταξύ Απόλλωνα και Διονύσου. Θα ‘λεγα λοιπόν, ότι η συνεχή διάδραση είναι η εξής: ο Απόλλωνας είναι αυτός που δημιουργεί τις ψευδαισθήσεις − και με την καλή έννοια και με την κακή. Η καλή έννοια είναι ότι έχουμε ανάγκη να δημιουργήσουμε ψευδαισθήσεις, γιατί πρέπει να δημιουργήσουμε έναν κόσμο μέσα στον οποίο πρέπει να ζήσουμε. Ο Διόνυσος, όμως, είναι εκεί κάθε φορά για να τονίζει ότι: αυτό πρόσεξέ το, είναι η δική σου ψευδαίσθηση, αλλά δε παύει να είναι μια ψευδαίσθηση. Δηλαδή, μέσω των διονυσιακών οργίων, με την έννοια ότι ξαναγινόμαστε όλοι ένα, μεθάμε, χάνουμε τον εαυτό μας μέσα σε μία ενότητα πραγμάτων. Γιατί, αν αυτό το πράγμα δεν λάβει χώρα, κινδυνεύουν οι κατασκευές του Απόλλωνα να γίνουν δογματισμοί. Δηλαδή ότι ο κόσμος είναι έτσι. Να γίνουνε πλατωνικές ιδέες, να γίνουνε πράγματα τα οποία είναι κουτάκια, να γίνουν οι αλήθειες και, άρα, όποιος δεν πιστεύει στην αλήθεια, τι τον κάνουμε; Που τον πάμε; Που οδεύει; Οπότε, θα ‘λεγα ότι είναι μια συνεχής πάλη. Ο Απόλλωνας δημιουργεί, ο Διόνυσος καταστρέφει. Πάντα όμως με τη λογική ότι σε αυτό, πότε υπάρχει μια συνεργασία, πότε μια αντιπαλότητα. 

Υπάρχει ένα συλλογικό βιβλίο, αυτό κυκλοφόρησε πριν από περίπου έντεκα χρόνια και το είχε επιμεληθεί Ο Μουρ, λέγεται: «I Am Not A Man, I Am Dynamite!: Friedrich Nietzsche and the Anarchist Tradition». Είναι μία συλλογή άρθρων από πολλούς μετα-αναρχικούς, όπως ο Νιούμαν, ο Κοχ. Μία συλλογή άρθρων που προσπαθεί λίγο να συνδέσει τη σκέψη του Νίτσε με τον αναρχισμό. Ο Κοχ, εκεί, σε ένα άρθρο πάρα πολύ ωραίο, αναφέρει ότι ο Απόλλωνας πολλές φορές λαμβάνει τη μορφή της κυριαρχίας απέναντι στους ανθρώπους. Δηλαδή, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, μία δημοκρατία κοινοβουλευτική. Ότι δημιουργούνται «αλήθειες», δημιουργούνται δεδομένα, πράγματα που ξεχνάμε την καταγωγή τους. Απορρίπτουμε τη γενεαλογία που χρησιμοποιεί ο Νίτσε ως εργαλείο, για να πάμε πίσω και να δούμε από που ξεκινά μια ιδέα, να καταλάβουμε τη σαθρότητά της. Αυτό αποκόβεται και μας μένει μια ιδέα έτοιμη: «Έτσι είναι τα πράγματα. Γιατί; Γιατί έτσι. Έτσι είναι, δεν θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς. Ο καπιταλισμός είναι το μόνο δυνατό οικονομικό σύστημα. Δεν θα μπορούσαμε να νοηθούμε κάτι άλλο από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τα άλλα είναι βαρβαρότητες, εκεί τελειώνει το τέλος της ιστορίας κ.τ.λ. Αυτά λοιπόν, ο Απόλλωνας, θα μπορούσε να τα ενστερνιστεί, ο Διόνυσος έρχεται και τα καταστρέφει, αυτή είναι η σύγκρουση μεταξύ τους. Υπάρχει λοιπόν, μία διαλεκτική-μη διαλεκτική σχέση. Είτε δηλαδή, πάνε κι οι δυο παράλληλα κι ο καθένας επιτελεί το έργο του είτε κάπου συναντιόνται κι ο ένας τρέφει τον άλλο, οπότε, υπάρχει και μια διαλεκτική. Είναι πάντως ένα σχήμα πολύ κυρίαρχο στον Νίτσε, ξεκίνησε πιο φιλολογικά και πιο ποιητικά στη
Γέννηση της Τραγωδίας, όμως, ο Διόνυσος ειδικά, τον ακολούθησε μέχρι το τέλος της σκέψης του. Δηλαδή μέχρι που, κατά τα φαινόμενα − γιατί τι είναι και η τρέλα τελικά − τρελάθηκε, πότε υπέγραφε ως Εσταυρωμένος και πότε ως Διόνυσος.

Απολλώνιο - Διονυσιακό Στοιχείο και Αναρχισμός

Αυτό το σχήμα θα μπορούσαμε να το συνδέσουμε αν και ίσως φαινόταν σαν ένα απονενοημένο βήμα κι ένα salto mortale, λιγάκι. Έχει μία πολύ μεγάλη σκέψη από πίσω. Θα μπορούσε να γίνει μία εφαρμογή υπ’ αυτή την έννοια: ο Απόλλωνας θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τις καθεστηκυίες αλήθειες, την καθεστηκυία τάξη. Αλήθειες που έρχονται ως φυτευτές, χωρίς την έννοια της επεξεργασίας, της συλλογικότητας, των συλλογικών αποφάσεων, του αντιδογματισμού. Ενώ ο Διόνυσος έχει αυτό το πνεύμα ακριβώς της ανατροπής, της αυτοκατάφασης, άρα, του: αν ξέρω ποιος είμαι, ξέρω ότι δημιουργώ εγώ ο ίδιος τις αξίες μου, δεν ενστερνίζομαι τις αξίες των άλλων, δεν ετεροπροσδιορίζομαι πλέον. Οπότε, θα έλεγα, ότι ίσως αυτό το σχήμα ταιριάζει. Δηλαδή ο αναρχισμός κρύβει ένα διονυσιακό στοιχείο μέσα του αλλά κρύβει κι ένα απολλώνιο, με τη θετική έννοια που το περιγράψαμε, γιατί κρύβει ένα στοιχείο δημιουργικότητας απτής. Δηλαδή, όπως ο Διόνυσος, αν το πάμε σε επίπεδο τέχνης, είναι ο Θεός της μουσικής∙ της μουσικής με την έννοια των τεχνών που δεν έχουνε μία απεικόνιση. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει απεικόνιση, περιγράφει κάτι για το οποίο δεν έχεις εικόνα, ενώ η ζωγραφική, η γλυπτική, οι πλαστικές τέχνες κ.τ.λ., έχουν μία μορφή. Αυτή ήταν ακριβώς η πρόσληψη του Σοπενχάουερ και του Νίτσε για την έννοια της βούλησης κι ότι η μουσική, ουσιαστικά, είν’ ο εκφραστής της βούλησης γιατί δεν υπάρχει αναπαραστατικότητα. Δεν λες: μ’ αυτή τη μουσική αναπαριστώ κάτι, αλλά μ’ αυτή τη μουσική εκφράζω κάτι. Δεν υπάρχει όμως κάτι να δείξεις και να πεις: να, αυτό είναι. Οπότε, κατά τον ίδιο τρόπο, ο Απόλλωνας έχει κι αυτή τη θετική πλευρά, γιατί κι ο αναρχισμός έχει την έννοια της δημιουργίας, δομών. Μην φοβηθούμε να πούμε τη λέξη «δομές». Δομές δεν είναι μόνο κάτι το οποίο καταδυναστεύει, είναι και το θέμα της οργάνωσης το οποίο είναι και πολυσυζητημένο. Είναι ένα μεγάλο θέμα και στους κύκλους των αναρχικών παραδοσιακά. Ο Απόλλωνας, λοιπόν, είναι ο κατεξοχήν επ’ αυτού. Θα λέγαμε ότι ο Διόνυσος είναι όλη η ζωτικότητα και η ορμή, είναι αυτός ο λεονταρισμός και με τα θετικά και με τα αρνητικά του.

Άξιες Αλήθειες, Αληθινές Αξίες

Όταν πρωτάρχισα να ασχολούμαι με τον Νίτσε, αναρωτιόμουν: είναι φτερό στον άνεμο; Δηλαδή, καταστρέφω, καταστρέφω, καταστρέφω − εικονοκλάστης πραγματικά – και μετά; Υπάρχει μια παρεξήγηση λοιπόν για τον Νίτσε, είναι σαφώς εικονοκλάστης, αλλά είναι αυτό που είπαμε στην αρχή, ο Νίτσε έχει αλήθειες, πιστεύει σε αλήθειες. Η μόνη διαφορά είναι ότι αναγνωρίζει ότι οι αλήθειες, είναι οι αλήθειες τ ο υ. Δηλαδή, το πρόβλημα της αλήθειας ως φορτισμένος όρος, είναι ότι συνήθως όταν λέμε: «μα αυτό είναι αλήθεια», είτε έμμεσα είτε άμεσα, θέλουμε να επιβάλουμε την οποιαδήποτε ορθότητα αυτής της άποψης που έχουμε, καθολικά. Η mainstream πρόσληψη του όρου αλήθεια, είναι, οτιδήποτε είναι αντικειμενικό: «θες δεν θες, αυτή είναι η αλήθεια», «αντιμετώπισε την αλήθεια», «ξεκόλλα, η αλήθεια είν’ αυτή σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει». Αυτό τι συνεπάγεται, ότι πέρα από εμένα και πέρα από εσένα, τα πράγματα αυτά έχουνε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δηλαδή, πάμε σε μία καντιανή προσέγγιση, τον κόσμο καθεαυτό. Έχουμε εμείς τον κόσμο όπως τον προσλαμβάνουμε αλλά υπάρχει και ο κόσμος όπως είναι. Για τον Νίτσε, λοιπόν, δεν υπάρχει αυτό, για τον Νίτσε υπάρχει η φαινομενικότητα γι’ αυτό και αποστρέφεται τον Πλάτωνα κι αγαπά πολύ τον Ηράκλειτο. Του αρέσει το γίγνεσθαι κι όχι το είναι. Δεν του αρέσει κάτι φιξαρισμένο, του αρέσει κάτι που είναι σε εξέλιξη. Πιστεύει λοιπόν, έχει τις αλήθειές του, έχει τις αξίες του. Αλλά, σου λέει ότι: εμένα οι αξίες μου είν’ αυτές κι αυτές, που εγώ θεωρώ ότι τα ελεύθερα πνεύματα θα ‘πρεπε να έχουν. Δεν πιστεύω ότι είναι «Η Αλήθεια».

Θέλω να πιστεύω, νομίζω ότι έτσι είναι, ότι κι ο αναρχισμός έχει την ίδια άποψη. Δηλαδή, δεν έχει μία μαρξιστική αυτοδικαίωση, ότι τα πράγματα ακολουθούν μια ιστορική πορεία  ντετερμινιστικά, αιτιοκρατικά, ότι υπάρχει ένα πλάνο δικαίωσης κι ότι εκεί θα καταλήξουμε κι εκεί πρέπει να καταλήξουμε. Για τον αναρχισμό νομίζω δεν είναι έτσι. Όταν διαβάζεις στοχαστές, πάλι πολύ σημαντικούς – θα ‘λεγα τον Μαλατέστα – δεν είναι τυχαίο ότι όταν ρωτάς: «Πώς θα είναι ο κόσμος; Πως θα είναι η αναρχική κοινωνία;»  και σου λέει: «Δεν ξέρω πως θα είναι. Ξέρω ότι θα πρέπει να βασιστούμε σ’ αυτές τις αξίες αλλά δεν μπορώ να σου πω πως ακριβώς θα είναι αυτή η κοινωνία». Άρα, σημαίνει ότι αποφεύγει να δώσει έτοιμες συνταγές. Όταν αποφεύγεις να δώσεις έτοιμες συνταγές, σημαίνει ότι δεν έχεις και έτοιμες αλήθειες, δεν έχεις δόγμα, άρα δεν έχεις αλήθειες με την αυστηρή έννοια του όρου. Αξίες έχεις, αλίμονο αν δεν είχες κι ο Νίτσε έχει αξίες. Δεν έχει αξίες ή δεν έχει αλήθειες με την έννοια της καθολικότητας, της καταδυνάστευσης του πνεύματος, της ρουσσωικής έννοιας ότι:
Η ελευθερία, η αλήθεια, είναι αυτή. Πρέπει να είστε ελεύθεροι κι αν δεν είστε θα σας κάνουμε εμείς να είστε. Ο Νίτσε λέει: Αν δεν είσαι ελεύθερος είσαι δούλος, είσαι κατάπτυστος, είσαι σκουλήκι αλλά δικαίωμά σου, εγώ διαχωρίζω τον εαυτό μου από ‘σένα, καταφάσκω στον εαυτό μου. Εσύ στη μιζέρια σου, αλλά είναι η αλήθεια σου αυτή, είναι οι αξίες σου, τις αναγνωρίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι για τους χριστιανούς, που φαινομενικά τους μισούσε τόσο πολύ, τον χριστιανισμό δηλαδή, βρίσκει στο πρόσωπο του Χριστού και αναγνωρίζει έναν μεγάλο φορέα αξιών. Σχεδόν μιλάει με θαυμασμό για ‘κείνον. Όχι τόσο συμφωνώντας με το περιεχόμενο των αξιών του, κάθε άλλο, αλλά του αναγνωρίζει ότι: ναι, είναι ένας δημιουργός αξιών. Όχι των αξιών που θα θέλαμε, όχι των ευγενών αξιών, αλλά είναι Δημιουργός. Δηλαδή, ο Νίτσε αναγνωρίζει μία άλλη αλήθεια απέναντί του και τη σέβεται.

«Πρέπει να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι»

Στον μεν Νίτσε, υπάρχει η λογική ότι για να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι, δεν είναι μόνο η προφανής ερμηνεία: Γίνε αυτό που θα μπορούσες να είσαι αλλά δεν έχεις γίνει. Δηλαδή, πραγμάτωσε τις δυνατότητές σου. Δεν είναι μόνο αυτό, έχει να κάνει με κάτι πιο βαθύ, πολύ πιο σημαντικό. Για να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι, σημαίνει ότι όλο σου το παρελθόν, ό,τι σου έχει συμβεί, κάθε μικρή στιγμή που θα μπορούσες να την κρίνεις ως αποτυχία ή ως επιτυχία, την αποδέχεσαι. Την αποφορτίζεις αξιολογικά και δέχεσαι ότι αυτό ακριβώς είναι αυτό που σε έχει φέρει εδώ που είσαι. Δηλαδή, ό,τι είσαι αυτή τη στιγμή, είναι ό,τι σου έχει συμβεί. Εάν αποκλείσεις πράγματα, είτε τους βάλεις την ταμπέλα: αμαρτία, είτε αστοχία είτε κατακριτέο, σημαίνει ότι κόβεις ένα κομμάτι και ουσιαστικά ακυρώνεις τον εαυτό σου. Τώρα, δεν είναι μόνο αυτό πάλι. Σημαίνει ότι τις αντικρουόμενες τάσεις μας, τις αντιφάσεις μας ως άνθρωποι, τις αυτοκαταστροφές που έχουμε, το ότι πολλές φορές οι πράξεις μας δεν συνάγουν με τη σκέψη μας, με τα πιστεύω μας, ότι οι ίδιες πράξεις, οι ίδιες καταστάσεις μπορεί να ‘ναι αλληλοαναιρούμενες κ.τ.λ., ο Νίτσε λέει ότι πρέπει να προσπαθήσουμε όλα αυτά να τα γεφυρώσουμε, να τα κάνουμε ένα. Να υπερβούμε τις αντιφάσεις μας. Οι αντιφάσεις καλώς υπάρχουνε αλλά πρέπει να μπορέσουμε να τις υπερβούμε και να ενοποιήσουμε τον εαυτό μας. Να τα κάνουμε όλα μια ολότητα προς υπηρέτηση του ανώτερου εαυτού μας, τότε θα γίνουμε οι άνθρωποι που είμαστε. Δηλαδή, όλα είναι μπροστά μας κι εμείς πρέπει να τα αποδεχθούμε, να τα ενώσουμε και να τα καλλιεργήσουμε.

Τώρα, στον αναρχισμό υπάρχει μια συζήτηση για το κατά πόσο θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο ακριβώς βαθύ σχήμα της έννοιας, του: Πρέπει να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι. Σίγουρα, φαινομενικά είναι αυτό, πρέπει να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι. Δηλαδή, ποιος; Ένας άνθρωπος ελεύθερος, ένας άνθρωπος συντροφικός, δημιουργικός, δίκαιος, αληθινός − με την έννοια του να μην είσαι κάτι άλλο από αυτό που θέλεις να είσαι. Έχω κάποιες δεύτερες σκέψεις για το πως η αναρχική σκέψη θα μπορούσε να επεξεργαστεί όλο αυτό το background το νιτσεϊκό. Δηλαδή, τι σημαίνει καταφάσκω σε όλα όσα έχουνε συμβεί; Σε καταστάσεις υποδούλωσης, σε καθεστώτα ολοκληρωτικά, αυτό το δέχομαι; Δεν το απορρίπτω; Ο Νίτσε θα σου έλεγε: «όχι, δεν το απορρίπτεις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι το επιδοκιμάζεις. Εγώ θα ‘λεγα ότι το κλειδί, ίσως, για να ξεκλειδώσει την οποιαδήποτε σχέση θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ Νίτσε και αναρχικών σε αυτό το θέμα, είναι η πρόσληψη του Μπένγιαμιν για την ιστορία. Δηλαδή, όταν ο Μπένγιαμιν λέει: «Η νίκη στο παρόν θα σημαίνει και τη νίκη όλων των γενεών που χάσανε, όλων των νεκρών». Ή, όταν λέει: «Αν χάσουμε τον αγώνα σήμερα, ούτε οι νεκροί μας στους τάφους δεν θα είναι ασφαλείς», αυτό σημαίνει ότι το παρελθόν με το παρόν, άρα και με το μέλλον, έχει μία αλληλένδετη σχέση. Δεν μπορείς, δηλαδή, να ξεχάσεις τους νεκρούς του παρελθόντος και τους αγώνες που χάθηκαν∙ και τους θυμάσαι σαν ήττες, που όμως δεν έχει κλείσει το κεφάλαιό τους. Εάν κερδίσεις σήμερα δικαιώνεις και τους αγώνες του παρελθόντος. Αυτό είναι πιο κοντά στην αναρχική σκέψη, ίσως μ’ αυτήν την έννοια οι αναρχικοί προσεγγίζουν περισσότερο τη νιτσεϊκή ερμηνεία, του: Πρέπει να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι. Ακούμε στη συνθηματολογία για την Κροστάνδη, για την Κομμούνα, για την Βαρκελώνη, την Καταλονία, αγώνες οι οποίοι σε επίπεδο συγκρουσιακό, σε επίπεδο  στρατιωτικό ηττηθήκαν. Οι σπόροι τους φυσικά επέζησαν, αυτό σημαίνει ότι αν αυτοί οι αγώνες σε οδηγούνε και αν τους αποδέχεσαι ακόμα και με την έννοια της ήττας, σημαίνει ότι αυτή η νίκη η κοινωνική σήμερα-αύριο, θα σημάνει και τη λύτρωση και δικαίωση των γενεών που χάσανε. Οπότε, νομίζω, το μπενγιαμινικό σχήμα ίσως είναι το κλειδί που θα μπορέσει να μας δώσει αυτή τη γεφύρωση.

1    2 


Προτάσεις