Ολόκληρη η Ελληνική Μυθολογία

 

Ολόκληρη η Ελληνική Μυθολογία

[κλικ στα ακουστικά 🎧 για να ακούσεις το άρθρο]

(μετάφραση/επιμέλεια: Κωνσταντίνος Σύρμος)

  • Ποιος ήταν ο Δίας και γιατί έκανε πόλεμο εναντίον του πατέρα του και έστειλε έναν μεγάλο κατακλυσμό για να εξαφανίσει την ανθρωπότητα;
  • Πώς δημιουργήθηκε η ανθρωπότητα από τον Προμηθέα και γιατί απελευθερώθηκαν οι δυστυχίες του κόσμου από το κουτί της Πανδώρας;
  • Τι περίμενε τις ψυχές των νεκρών στο βασίλειο του Άδη και πώς, τέρατα όπως η Ύδρα, ο Κύκλωπας και η Μέδουσα, σκοτώθηκαν από διάσημους ήρωες;


Η δημιουργία του κόσμου

Πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια πριν στην αρχαία Ελλάδα, ένας τυφλός ποιητής, γνωστός ως Όμηρος, μαζί με τους πιο διάσημους θεατρικούς συγγραφείς και ιστορικούς της εποχής του κατέγραφε ιστορίες γνωστές σε εμάς ως «Ελληνική Μυθολογία». Μιλούσαν για τους μεγάλους ήρωες της χώρας, τους πανίσχυρους Θεούς του Ολύμπου και τους θνητούς άνδρες και γυναίκες, που είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο τους.

Από τους 12 άθλους του Ηρακλή μέχρι τον Τρωικό Πόλεμο, αυτή είναι ολόκληρη η ιστορία της ελληνικής μυθολογίας.


Εκ του χάους

Στην αρχή υπήρχε μόνο το χάος, ένα μεγάλο κενό. Αλλά από το χάος ξεπήδησε η Γαία, η γη, καθώς και ο Έρωτας. Στη συνέχεια, ενώθηκαν με τη Νύχτα και την Ημέρα, οι οποίες θα έβαζαν τέλος στη βασιλεία του Έρεβους, του Σκότους, με τον αιώνιο κύκλο του σούρουπου και της αυγής να αναδύεται. Τέλος, θα έρθουν τα Τάρταρα, τα βαθύτερα βάθη του κόσμου, όπου οι καταδικασμένες ψυχές θα σταλούν για τιμωρία. Αυτά δε θα ήταν τα μόνα αρχέγονα όντα που θα αναδύονταν, γιατί η Γαία θα γεννούσε ένα ακόμη, τον Ουρανό. Οι δύο τους θα ενωθούν και θα γεννήσουν 12 παιδιά, 6 γιους και 6 κόρες, τα οποία θα γίνουν γνωστά ως οι Τιτάνες/ισσες. Ανάμεσά τους ήταν ο Ωκεανός, ο μεγάλος ποταμός που περιβάλλει τον κόσμο. Μαζί του ήταν κι ο αδελφός του, ο Υπερίωνας, ο Ήλιος ο οποίος θα διέσχιζε με το μεγάλο του άρμα τον ουρανό, ρίχνοντας φως στη Γη. Αλλά όταν η μέρα έγινε νύχτα, η κόρη του η Σελήνη, θα εμφανιζόταν, φωτίζοντας με το φως της το σκοτάδι.

Ο Ουρανός ήταν σκληρός πατέρας για τους Τιτάνες, κλειδώνοντας τα παιδιά του βαθιά μέσα στη Γη. Για να δραπετεύσουν, απευθύνθηκαν στη μητέρα τους, τη Γαία, η οποία έφτιαξε ένα άφθαρτο δρεπάνι, το οποίο και χάρισε στον μικρότερο και ισχυρότερο γιο της, τον Κρόνο. Ο Κρόνος περίμενε υπομονετικά και όταν ο Ουρανός ήρθε την επόμενη φορά να ξαπλώσει με τη μητέρα του, εμφανίστηκε ξαφνικά και έκοψε τα γεννητικά όργανα του πατέρα του, τα οποία και έπεσαν στη θάλασσα. Από αυτά θα γεννιόταν η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς και η πρώτη της νέας γενιάς.

Έχοντας νικήσει τον πατέρα του Ουρανό με το δρεπάνι, ο Κρόνος θα έπαιρνε τη θέση του ως κυβερνήτης του κόσμου, αλλά η βασιλεία του δεν επρόκειτο να διαρκέσει, καθώς ο Κρόνος θα αποκτούσε τρεις γιους και τρεις κόρες με την αδελφή του Ρέα, με αυτά τα παιδιά να γίνονται γνωστά ως Θεοί. Ο Κρόνος, ωστόσο, ήταν εξίσου σκληρός με τον πατέρα του και έχοντας πρόσφατα πληροφορηθεί ότι ένα από τα παιδιά του ήταν προφητευμένο να τον ανατρέψει, θα καταβρόχθιζε το καθένα από αυτά, ολόκληρα, καθώς γεννιόντουσαν. Μόνο ένας θα γλίτωνε από αυτή τη φρικτή μοίρα, ο Δίας, ο μικρότερος από τα παιδιά του τόν οποίο έσωσε η μητέρα του Ρέα.  Μη θέλοντας να χάσει το τελευταίο της παιδί, η Ρέα έκρυψε τον Δία στο όρος Ίδα στην Κρήτη και αντ' αυτού τάισε τον σύζυγό της μια πέτρα ντυμένη με βρεφικά ρούχα, με τον Τιτάνα να μην καταλαβαίνει τη διαφορά.

Ο Δίας θα ανατραφεί από τη γιαγιά του τη Γαία στο νησί, κρυμμένος μέχρι να ενηλικιωθεί και να γίνει αρκετά δυνατός για να αντιμετωπίσει τον πατέρα του. Όταν ερχόταν η ώρα, ο Δίας θα επέστρεφε, χτυπώντας τον Κρόνο και απελευθερώνοντας τα αδέλφια του από το στομάχι του πατέρα του. Με τα αδέλφια του τώρα στο πλευρό του, ο Δίας θα διεξάγει πόλεμο για δέκα ολόκληρα χρόνια εναντίον των Τιτάνων, απελευθερώνοντας από τα βάθη της γης τους εκατόχειρες γίγαντες, καθώς και τους Κύκλωπες τούς θρυλικούς τεχνίτες, που θα σφυρηλατούσαν στον Δία έναν πανίσχυρο κεραυνό, στον Ποσειδώνα μια τρίαινα και στον Άδη ένα καπέλο αορατότητας, αλλάζοντας έτσι την πορεία του πολέμου.

Νικώντας τους Τιτάνες, ο Δίας τους φυλακίζει στα Τάρταρα, βαθιά μέσα στη γη, όπου θα παρέμεναν σε αιώνιο μαρτύριο. Έχοντας οδηγήσει τους Τιτάνες στη μάχη, μια ειδική τιμωρία επιφυλάχθηκε για τον Άτλαντα, ο οποίος καταδικάστηκε να κρατάει τον ουρανό στους ώμους του για πάντα. Μόνο λίγοι Τιτάνες θα γλίτωναν από την τιμωρία, όπως η Θέμις, η Τιτάνισσα του νόμου και της τάξης και ο γιος της ο Προμηθέας, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον Δία στην αρχή της σύγκρουσης. Έλαβαν χάρη και τους επιτράπηκε να ζήσουν τη ζωή τους ανάμεσα στους Θεούς. Με τον κόσμο πλέον ελεύθερο από την κυριαρχία των Τιτάνων, τα τρία αδέλφια: Δίας, Ποσειδώνας και Άδης, θα αποφάσιζαν ποιο βασίλειο θα έπαιρνε ο καθένας. Ο Δίας πήρε τον ουρανό, ο Ποσειδώνας τη θάλασσα και ο Άδης τον κάτω κόσμο, εκεί όπου θα κατοικούσαν τα πνεύματα των νεκρών. Παίρνοντας ως σπίτι τους τον Όλυμπο, ο Δίας και οι άλλοι θεοί θα γίνονταν γνωστοί ως οι 12 Ολύμπιοι Θεοί, κυβερνώντας τόσο τους θνητούς όσο και τα τέρατα.


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ενώ οι Θεοί κυβερνούσαν πλέον τη Γη, ο Προμηθέας, ένας από τους μοναδικούς τιτάνες που γλίτωσαν, δεν ήταν ικανοποιημένος με τους κατοίκους της. Έβλεπε μόνο θηρία, άβουλα πλάσματα που μόλις και μετά βίας άξιζαν προσοχής. Και έτσι, ο Προμηθέας θα έφτιαχνε από πηλό τον άνθρωπο, σμιλεύοντας το νέο του δημιούργημα κατ' εικόνα των Θεών. Αλλά ο Προμηθέας δεν έμεινε ικανοποιημένος με το νέο του δημιούργημα, καθώς οι άνθρωποι κατοικούσαν στις σπηλιές σαν τα άλλα θηρία. Και έτσι τους έδωσε τη φωτιά, μια μεγάλη αρχέγονη φλόγα που θα τους επέτρεπε να βγουν από τη σπηλιά, να φτιάξουν εργαλεία και να αναδυθούν από το σκοτάδι. Ο άνθρωπος σύντομα θα ερχόταν να κυριαρχήσει πάνω σε όλα τα άλλα πλάσματα, αλλά ο Δίας δεν ήταν ευχαριστημένος με την εξέλιξη αυτή.  Ήθελε οι άνθρωποι να δείξουν ευγνωμοσύνη στους θεούς και έτσι απαίτησε να γίνεται μια θυσία ζώου σε κάθε γεύμα, αφήνοντας τον Προμηθέα να αποφασίσει ποιο μέρος του ζώου θα προσφερόταν. Η πίστη του Προμηθέα ήταν προς τον άνθρωπο και όχι προς τους θεούς.

Θέλοντας να τους δώσει ένα πλεονέκτημα, σκότωσε έναν ταύρο και τον χώρισε σε δύο μέρη, παρουσιάζοντας και τα δύο στον Δία. Στη μία πλευρά βρισκόταν το τρυφερό και ζουμερό κρέας κρυμμένο κάτω από το αντιαισθητικό στομάχι του ζώου. Ενώ από την άλλη πλευρά, τα γυμνά κόκαλα του ζώου κρύβονταν από ένα παχύ στρώμα νόστιμου λίπους. Ο Δίας επέλεγε το κομμάτι που ήταν καλυμμένο με λίπος για να το προσφέρει στους θεούς, αλλά όταν έγδερνε το ανώτερο στρώμα και ανακάλυπτε ότι απέμεναν μόνο τα κόκαλα, εξοργιζόταν, έτσι αποφάσισε να τιμωρήσει τους ανθρώπους, παίρνοντας τη φωτιά που τους είχε χαρίσει ο Προμηθέας. Χωρίς φωτιά ο άνθρωπος επέστρεψε στο σκοτάδι, αποσυρόμενος στις σπηλιές. Θέλοντας να σώσει το δημιούργημά του, ο Προμηθέας ανέβηκε στον Όλυμπο για να κλέψει τη φωτιά των θεών. Με τον μεγάλο του πυρσό στο χέρι, ο Προμηθέας θα επέστρεφε στη γη, χαρίζοντας στο δημιούργημά του τη φωτιά και επιτρέποντας στον πολιτισμό να ξεκινήσει και πάλι.

Όταν ο Δίας, βλέποντας κάτω, είδε τη φωτιά στη γη για άλλη μια φορά, έγινε έξαλλος. Πήρε τον Προμηθέα και τον αλυσόδεσε στην πλαγιά ενός βουνού.  Κάθε μέρα ο Προμηθέας βρισκόταν σε συνεχές μαρτύριο, καθώς ο Δίας έστελνε έναν αετό να τρώει το συκώτι του. Αλλά, καθώς ο Προμηθέας ήταν αθάνατος, κάθε βράδυ το συκώτι του αναγεννιόταν, για να καταναλωθεί ξανά την επόμενη μέρα. Η τιμωρία συνεχιζόταν, με τα βάσανά του να κρατούν για χιλιετίες.


Το κουτί της Πανδώρας

Ο Δίας, όμως, δεν είχε τελειώσει με τους ανθρώπους και θέλησε να τιμωρήσει περαιτέρω την ανθρωπότητα, ζητώντας από τον Ήφαιστο να κατασκευάσει ένα ον ικανό να προκαλέσει μεγάλο πόνο στον άνθρωπο. Και έτσι, παίρνοντας πηλό από τη γη, ο Ήφαιστος θα πλάσει την πρώτη γυναίκα. Από την Αφροδίτη απέκτησε τα συναισθήματα και την ομορφιά της και από τον Δία μια ακόρεστη περιέργεια. Ο Ερμής θα της έδινε το χάρισμα της ομιλίας και θα της χάριζε το όνομά της, λέγοντάς τη Πανδώρα, που σημαίνει «όλα τα δώρα», μιας και εκείνη είχε λάβει ένα δώρο από καθέναν από τους Θεούς. Στη συνέχεια, η Πανδώρα έλαβε ένα τελευταίο δώρο από τους θεούς, ένα σφραγισμένο κουτί που της είπαν ότι περιείχε ξεχωριστά δώρα, όμως της απαγορεύτηκε να το ανοίξει.  Ο Δίας έδωσε εντολή στον Ερμή να παραδώσει την Πανδώρα στη Γη, όπου σύντομα θα παντρευόταν τον Τιτάνα Επιμηθέα, αδελφό του Προμηθέα.

Ο Προμηθέας είχε συμβουλέψει τον αδελφό του να μην παίρνει τίποτα από τους Θεούς, αλλά εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της Πανδώρας, που τη δέχτηκε χωρίς σκέψη. Για ένα διάστημα οι δυο τους θα ζούσαν ευτυχισμένοι μαζί, εξερευνώντας τη φύση και αποκτώντας μια κόρη, την Πύρρα, που τους έδινε μεγάλη χαρά, αλλά με όλη την περιέργειά της, το μυαλό της Πανδώρας πήγαινε πάντα πίσω στο κουτί. Καθώς οι μέρες γίνονταν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες, η περιέργειά της μετατράπηκε σε διακαή πόθο. Τελικά, δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο, κρυφοκοιτάζοντας μέσα στο κουτί για να δει τι υπήρχε μέσα, ένα μεγάλο σύννεφο γέμισε τον αέρα. Βγήκαν όλα τα κακά που ο Προμηθέας είχε κρατήσει μακριά από τον άνθρωπο. Η απληστία, ο  φθόνος, καθώς και τα γηρατειά και οι ασθένειες, απλώθηκαν στον κόσμο.

Όταν η Πανδώρα κατάφερε να κλείσει το καπάκι, μόνο ένα πράγμα είχε απομείνει μέσα, η ελπίδα. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία του Δία, γιατί με την ελπίδα οι άνθρωποι θα άντεχαν τη ζωή τους παρά τις τρομερές αντιξοότητες, εξασφαλίζοντας ότι θα υπέμεναν τις κακουχίες που τώρα τους βάραιναν για το υπόλοιπο του χρόνου.


Η μεγάλη πλημμύρα

Και έτσι τελείωσε η Χρυσή Εποχή του Ανθρώπου, μια τέλεια εποχή, όπου η ανθρωπότητα ζούσε χωρίς έγνοιες και ανησυχίες. Δε γερνούσαν ποτέ, ζούσαν από τους άγριους καρπούς της γης και απολάμβαναν όλα όσα είχε η φύση να προσφέρει. Αλλά με τα γηρατειά να ξεφεύγουν από το κουτί της Πανδώρας, ο χρόνος τους στη γη είχε φτάσει στο τέλος του.

Θα ακολουθούσε η Εποχή του Αργύρου και στη συνέχεια η Εποχή του Χαλκού, όπου ο άνθρωπος θα γινόταν αλαζόνας, αποτυγχάνοντας να λατρεύει τους θεούς και σφυρηλατώντας όπλα για να πολεμήσει ο ένας τον άλλον. Μοχθηρός και σκληρός ο άνθρωπος, θα προκαλέσει την οργή του Δία, ο οποίος θα τρομάξει τόσο πολύ από την επιθυμία του ανθρώπου για πόλεμο, που θα αποφασίσει ότι η ανθρωπότητα δεν άξιζε τίποτα περισσότερο, από το να εξαφανιστεί εντελώς από τη γη. Η μόνη εφικτή επιλογή που είδε για να το κάνει αυτό, ήταν να εξαπολύσει μια μεγάλη πλημμύρα στον κόσμο. Ζήτησε από τον αδελφό του, τον Ποσειδώνα, να συγκεντρώσει όλη του τη δύναμη και να χτυπήσει την τρίαινά του στα βάθη του ωκεανού. Το κύμα που δημιουργήθηκε ήταν τόσο ισχυρό που έκρυψε τα ψηλότερα βουνά, πέφτοντας πάνω στις πόλεις των ανθρώπων από κάτω.  Βροχές έπεφταν από τους ουρανούς και άνεμοι θα χτυπούσαν το νερό, μέχρι να αλώσει ό,τι μπορούσε να δει το μάτι. Όσοι επέζησαν σύντομα θα υπέκυπταν στην πείνα, ώσπου, τελικά, όλη η ξηρά θα εξαφανιζόταν. Μόνο δύο θα επιζούσαν, η Πύρρα, η κόρη της Πανδώρας, και ο Δευκαλίωνας, ο γιος του Προμηθέα. Είχαν προειδοποιηθεί από τον Προμηθέα ότι θα ερχόταν μεγάλη πλημμύρα και έτσι είχαν κατασκευάσει ένα πλοίο για να επιβιώσουν από την επερχόμενη καταστροφή. Το καραβάκι τους θα επιβίωνε από τη λαίλαπα της μεγάλης καταιγίδας του Ποσειδώνα, παρασυρόμενο μόνο του στους απέραντους ωκεανούς, καθώς εκείνοι θρηνούσαν τους πεσόντες συγγενείς τους.

Σύντομα θα παρασύρονταν προς τον Παρνασσό, η κορυφή του οποίου παρέμενε το μόνο μέρος που δεν είχαν καταβροχθίσει οι ωκεανοί. Πιστεύοντας ότι η δουλειά του είχε τελειώσει, ο Δίας διέταξε να σταματήσουν οι βροχές και τα νερά να υποχωρήσουν, με τη Γη να γίνεται και πάλι ήρεμη. Αλλά, παρόλο που η γη ήταν πλέον ήρεμη, στερούνταν ανθρώπινης ζωής. Ο Δευκαλίων και η Πύρρα θα ρωτούσαν τους Θεούς πώς θα μπορούσαν να ξαναχτίσουν την ανθρωπότητα, με την Τιτάνισσα Θέμις να είναι εκείνη που στάλθηκε για να απαντήσει στις προσευχές τους. Για να φέρουν πίσω τους συνανθρώπους τους, η Θέμις έδωσε εντολή ο καθένας τους να ταξιδέψει κατά μήκος του βουνού, ρίχνοντας πέτρες πίσω από την πλάτη τους καθώς προχωρούσαν.  Μέρα με τη μέρα και νύχτα με τη νύχτα ο καθένας τους έριχνε πέτρες πίσω του, με εκείνες που έριχνε ο Δευκαλίων να γίνονται άντρες και εκείνες που έριχνε η Πύρρα γυναίκες. Έτσι γεννήθηκε για άλλη μια φορά η ανθρωπότητα.  Με τα εγκλήματα των προγόνων τους να «ξεπλένονται», δόθηκε στους ανθρώπους μια δεύτερη ευκαιρία για να επιλέξουν το μονοπάτι της δικής τους δημιουργίας. Μόνο ο χρόνος  θα έδειχνε αν θα ήταν τόσο βίαιοι και καταστροφικοί όσο εκείνοι που είχαν προηγηθεί.

Αυτή τη φορά η ανθρωπότητα θα προστατευόταν, γιατί στο όρος Παρνασσός, ο Δευκαλίων είχε βρει ένα δώρο, ένα εργαλείο τόσο ασφαλές που ούτε οι Θεοί του Ολύμπου δε μπορούσαν να το παραβιάσουν, κάτι που θα κρατούσε την ανθρωπότητα ασφαλή για το υπόλοιπο του χρόνου.


ΔΙΑΣ

Ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, κυβερνούσε από το θρόνο του στον Όλυμπο, με τα σύμβολά του, τον κεραυνό και τον αετό, να γίνονται οιωνοί για την ανθρωπότητα. Ο Δίας ήταν υπεύθυνος για όλες τις μεταβολές του καιρού, από καταιγίδες μέχρι μανιασμένες χιονοθύελλες ανάλογα με τις διαθέσεις του. Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Δία τον μεγαλύτερο από τους θεούς και υποκλίνονταν μπροστά του. Όσοι τολμούσαν να τον αψηφήσουν υποβάλλονταν σε τρομερές τιμωρίες. Έχοντας πλέον αναλάβει τον έλεγχο του κόσμου, ο Δίας αναζητούσε μια σύζυγο για να κυβερνήσει στο πλευρό του. Αλλά ο βασιλιάς των θεών ήταν διάσημος για τις απιστίες του, με τον ίδιο να έχει όχι λιγότερες από επτά συζύγους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Η πρώτη που θα παντρευόταν τον Δία θα ήταν η νύμφη Μήτις, η θεά της σοφίας, η οποία σύντομα έμεινε έγκυος στο παιδί του. Όμως ο Δίας είχε προειδοποιηθεί από τους παππούδες του, τη Γαία και τον Ουρανό, ότι η Μήτις προοριζόταν να γεννήσει έναν ύπουλο γιο, ο οποίος μια μέρα θα έπαιρνε το θρόνο του. Μη βλέποντας άλλη επιλογή, ο Δίας κατάπιε τη Μήτις πριν γεννήσει, με την ελπίδα να αποφύγει την προφητεία. Μετά από αυτό, ο Δίας άρχισε να υποφέρει από τρομερό πονοκέφαλο, με τον πόνο να γίνεται τόσο μεγάλος που ζητούσε να του ανοίξουν το κεφάλι με ένα τσεκούρι. Από το κενό στο μέτωπό του θα ξεπηδούσε το παιδί που η Μήτις κυοφορούσε μέσα της, μια κόρη που ονομαζόταν Αθηνά, η θεά του πολέμου και της σοφίας, πλήρως ανεπτυγμένη και έτοιμη να πάρει τη θέση της ως μία από τους Ολύμπιους Θεούς.

Η δεύτερη σύζυγος του Δία θα ήταν η θεία του, η Θέμις, η Τιτάνισσα της δικαιοσύνης και του νόμου, η οποία είχε προδώσει το είδος της για να πάρει το μέρος των θεών κατά τη διάρκεια του πολέμου τους με τους Τιτάνες. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρεις κόρες οι οποίες θα συγκεντρώσουν μεγάλη δύναμη στον κόσμο των θνητών, γνωστές ως οι Τρεις Μοίρες. Αυτές οι αδελφές θα γίνονταν οι Θεές του πεπρωμένου, κλώθοντας ένα νήμα ζωής που θα καθόριζε το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε ψυχή. Η νεότερη αδελφή θα γινόταν γνωστή ως Κλωθώ «η κλώστρια», καθώς ήταν υπεύθυνη για το κλώσιμα του νήματος κάθε ανθρώπινης ζωής καθώς γεννιόνταν.  Έλεγχε αν και πότε θα δημιουργούνταν μια ψυχή και ήταν μόνο μέσω της μεγάλης δύναμης της Κλωθούς, που μια νέα ζωή θα γεννιόταν. Η μεγαλύτερη αδελφή της, η Λάχεσις, θα καθόριζε τη μοίρα κάθε ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας τη ράβδο της, η Λάχεσις «η κατανεμίτρια», θα μετρούσε το μήκος και τη φύση κάθε νήματος που έπλεκε στον αργαλειό της η Κλωθώ και με αυτόν τον τρόπο θα καθόριζε τη διάρκεια, καθώς και κάθε σημαντικό γεγονός της κάθε ανθρώπινης ζωής. Και, τέλος, η μεγαλύτερη και πιο επίφοβη αδελφή θα ήταν γνωστή ως Άτροπος, «η απερίστροφη». Όταν έφτανε στο τέλος του ο προβλεπόμενος χρόνος ενός θνητού στη γη, η Άτροπος έπαιρνε το μεγάλο της ψαλίδι και έβαζε τέλος στη ζωή του, κόβοντας το νήμα.

Ο Δίας θα αποκτούσε πολλές ακόμη γυναίκες, γεννώντας πολλούς θεούς και θεές, αλλά για έβδομη και τελευταία σύζυγό του θα έπαιρνε τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Ήρα, τη Θεά των γυναικών και του γάμου, με τον Δία να έχει βρει επιτέλους μια βασίλισσα για να κυβερνήσει στο πλευρό του.


Ευρώπη

Αλλά ακόμη και μετά το γάμο του με την Ήρα, το λάγνο βλέμμα του Δία θα επεκτεινόταν πέρα από τους ουρανούς, με τον βασιλιά των θεών να συνεχίζει να κυνηγάει άλλες γυναίκες. Γονιμοποιώντας αμέτρητα παιδιά, ο Δίας συγγενεύει σχεδόν με όλους τους θεούς και τους ήρωες, ενώ συχνά μεταμφιέζεται για να κερδίσει την αγάπη των γυναικών που του τράβηξαν το βλέμμα. Μια τέτοια γυναίκα, η Ευρώπη, ήταν η πριγκίπισσα της πόλης της Τύρου και αδελφή του διάσημου ήρωα Κάδμου.

Μια μέρα, καθώς μάζευε λουλούδια στην ακτή, η Ευρώπη τράβηξε την προσοχή του Δία, με τον βασιλιά των θεών να αποφασίζει να την κάνει δική του. Για να κρύψει την απιστία του από την Ήρα, ο Δίας αποφάσισε να μεταμορφωθεί σε έναν υπέροχο λευκό ταύρο πριν ταξιδέψει στη γη. Βλέποντας τον ταύρο, η Ευρώπη θα μαγευόταν από την ομορφιά του και έτσι θα αποφάσιζε να ανέβει στην πλάτη του. Τη στιγμή όμως που ανέβηκε πάνω του, ο Δίας ξεκίνησε με πλήρη ταχύτητα, τρέχοντας κατευθείαν στη θάλασσα. Ουρλιάζοντας από τρόμο, η Ευρώπη θα γαντζωνόταν απελπισμένα από τα κέρατα του ταύρου, καθώς έτρεχε στον απέραντο ωκεανό. Για να καθησυχάσει την τρομοκρατημένη πριγκίπισσα, ο Δίας αποφάσισε να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, λέγοντάς της ότι δεν ήταν απλώς ένα θηρίο αλλά ο βασιλιάς των θεών. Οι δύο τους τελικά θα φτάσουν στην Κρήτη, το νησί στο οποίο ο Δίας είχε κρυφτεί όταν ήταν παιδί. Εκεί, εκείνη θα του γεννούσε πολλά παιδιά. Οι απόγονοί τους θα γίνονταν τελικά μερικοί από τους πιο διάσημους άνδρες της Ελλάδας, με τον Μίνωα, τον βασιλιά της Κρήτης και ιδιοκτήτη του θρυλικού Μινώταυρου, να είναι ανάμεσά τους.

Σε ανάμνηση της αγάπης του για την Ευρώπη, ο Δίας θα ονόμαζε προς τιμήν της την ήπειρο όπου βρίσκονταν «Ευρώπη» και θα αναδημιουργούσε την εικόνα του λευκού ταύρου στα αστέρια, που θα γινόταν γνωστός ως αστερισμός του Ταύρου.


ΗΡΑ

Η Ήρα, σύζυγος του Δία και βασίλισσα των θεών, ήταν η προστάτιδα του γάμου και των γυναικών και έτρεφε βαθύτατο σεβασμό στην ελληνική κοινωνία. Παρόλο που ήταν σεβαστή, ήταν επίσης ένας από τους πιο εκδικητικούς και μοχθηρούς θεούς στον Όλυμπο, γεγονός που την έκανε να μην ταιριάζει με τον σύζυγό της Δία, του οποίου οι πολυάριθμες σχέσεις τραβούσαν συνεχώς την οργή της. Παρά το γεγονός ότι ήταν η βασίλισσά του, η Ήρα θα του γεννούσε μόνο δύο από τους δώδεκα θεούς, τον Άρη και τον Ήφαιστο, με τους άλλους θεούς να προέρχονται από τις πολυάριθμες σχέσεις του Δία.


Μια από τις πιο προσβλητικές πράξεις απιστίας του Δία θα ήταν με την πριγκίπισσα Ιώ, μια από τις πιο αφοσιωμένες ιέρειες της Ήρας. Όταν η Ήρα ήρθε να το ερευνήσει, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει την Ιώ από τη γυναίκα του, ο Δίας τη μεταμόρφωσε σε μια όμορφη λευκή αγελάδα. Αλλά η βασίλισσα των Θεών δεν ξεγελάστηκε από την απάτη και γνωρίζοντας ότι είχε πιάσει τον Δία στα πράσα, απαίτησε να της δώσει τη λευκή αγελάδα ως δώρο. Η άρνηση του αιτήματος θα επιβεβαίωνε τις υποψίες της Ήρας, ο Δίας δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχτεί, με την Ήρα να κλειδώνει την Ιώ σε μια σπηλιά, όπου θα φυλασσόταν από το τέρας με τα εκατό μάτια, γνωστό ως Άργος. Ο Άργος μπορούσε να κάθεται με τα μισά του μάτια κοιμισμένα και τα άλλα μισά ξύπνια, χωρίς ποτέ να διακόπτει τη βάρδια του.

Ο Δίας φοβόταν πολύ την Ήρα για να επέμβει ο ίδιος, αλλά τελικά θα έστελνε τον αγγελιοφόρο Θεό Ερμή για να ελευθερώσει τη δυστυχισμένη Ιώ. Ο Ερμής, αριστοτέχνης μουσικός, αποφάσισε να νικήσει τον Άργο όχι με τη δύναμη, αλλά με την εξυπνάδα. Προσεγγίζοντας το τέρας ως φίλο, άρχισε να παίζει τον αυλό και να τραγουδάει γλυκά νανουρίσματα, μέχρι που ο Άργος άρχισε να αποκοιμιέται. Καθώς το εκατοστό μάτι επιτέλους έκλεινε, ο Ερμής έβγαζε το σπαθί του και σκότωνε το τέρας, πριν απελευθερώσει την Ιώ από τη φυλακή της.

Για να ευχαριστήσει τον Άργο για τις υπηρεσίες του, η Ήρα πήρε τα μάτια του και τα έβαλε στην ουρά του παγωνιού, στο αγαπημένο της πουλί, το οποίο θα γινόταν σύμβολο της δύναμής της. Δεν είχε τελειώσει, όμως, ακόμα με την Ιώ, θα στείλει μια μύγα να την βασανίζει καθώς θα δραπετεύει, οδηγώντας τη γυναίκα σχεδόν στην τρέλα. Η Ιώ περιπλανήθηκε πολύ και μακριά, ενώ η θάλασσα κατά μήκος της οποίας έτρεχε, ονομάστηκε προς τιμήν ως Ιόνιο Πέλαγος. Ο Βόσπορος, που σημαίνει: Πόρος της αγελάδας,  θα έπαιρνε την ονομασία του, εις ανάμνηση της στιγμής από την οποία πέρασε κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής της. Η Ιώ θα έφτανε τελικά στον Νείλο στην Αίγυπτο, μακριά από την Ήρα, όπου ο Δίας θα μπορούσε τελικά να αποκαταστήσει την ανθρώπινη μορφή της. Οι δυο τους θα αποκτήσουν ένα παιδί, τον Έπαφο, με την Ιώ να γίνεται πρόγονος πολλών από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας, όπως ο Περσέας και ο Ηρακλής.


Λητώ

Η Λητώ, άλλη μία από τις ερωμένες του Δία, θα βιώσει την πλήρη έκταση της ζήλειας της Ήρας. Αφού έμαθε ότι η Λητώ είχε έρθει σε ερωτική επαφή με τον Δία και έμεινε έγκυος σε δίδυμα, η Ήρα έστειλε το μεγάλο φίδι Πύθωνα, να τη βασανίσει, αναγκάζοντας τη Λητώ να διαφύγει, διασχίζοντας την Ελλάδα σε μια απελπισμένη αναζήτηση να βρει καταφύγιο και ένα μέρος για να γεννήσει τα παιδιά της. Αλλά η Ήρα θα απαγόρευε σε οποιαδήποτε πόλη να της προσφέρει καταφύγιο, με τη Λητώ να ταξιδεύει από την Αθήνα στην Κρήτη, από τη Λήμνο στη Σάμο, και καμία πόλη δεν ήταν πρόθυμη να την φιλοξενήσει από φόβο μήπως αναστατώσει τη βασίλισσα των θεών.

Μόνο το νησί της Δήλου ήταν πρόθυμο να προσφέρει καταφύγιο στη Λητώ, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να γεννήσει τα παιδιά της καθώς η Ήρα, που εξακολουθούσε να μηχανορραφεί εναντίον της, είχε παγιδεύσει την Ειλείθυια, τη θεά του τοκετού, στον Όλυμπο, εμποδίζοντας κάθε γέννα. Μετά από εννέα ημέρες και νύχτες αγωνιώδους τοκετού, οι άλλες Θεές λυπήθηκαν τη Λητώ, ανασύροντας την Ειλείθυια από τον Όλυμπο και επιτρέποντάς της τελικά να γεννήσει. Η Λητώ ονόμασε το ένα παιδί Απόλλωνα και το άλλο Άρτεμη, τη Θεά της Τοξοβολίας και Θεά του Κυνηγιού, τα παιδιά θα μεγάλωναν και θα γίνονταν ολοκληρωμένοι Θεοί του Ολύμπου.


Νιόβη

Με τη γέννηση των διδύμων, πόλεις και κωμοπόλεις σε όλο τον γνωστό κόσμο θα κανόνιζαν μεγάλες γιορτές προς τιμήν τους, με την πόλη της Θήβας να φιλοξενεί τους μεγαλύτερους εορτασμούς από όλες. Ωστόσο, από όλους τους κατοίκους της πόλης, μία δεν θα συμμετείχε στις γιορτές, ήταν η βασίλισσα Νιόβη, της οποίας η ομορφιά συνδυαζόταν μόνο με την αλαζονεία της. Καυχιζόμενη σε όλους όσους την άκουγαν, η Νιόβη κορόιδευε τη Λητώ που είχε μόνο δύο παιδιά, υποστηρίζοντας ότι − καθώς είχε πολλά περισσότερα, επτά γιους και επτά κόρες − θα έπρεπε να λάβει εκείνη τις τιμές. Στο άκουσμα της προσβολής η Λητώ εξοργίστηκε, που μια θνητή βασίλισσα θα τολμούσε να μην την σέβεται και έτσι έστειλε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στην πόλη της Θήβας για να την εκδικηθούν. Με βροχή βελών από ψηλά, ο Απόλλωνας θα σκότωνε κάθε γιο της και η Άρτεμις κάθε κόρη της, ενώ η Νιόβη θα έμενε μόνη της σε απόγνωση.

Η Νιόβη, συντετριμμένη από την απώλεια των παιδιών της, κατέφυγε στην πατρίδα της, τη Σίπυλο, κλαίγοντας ανεξέλεγκτα και ικετεύοντας τους θεούς να δώσουν ένα τέλος στον πόνο της.  Ο Δίας λυπήθηκε τη βασίλισσα και τη μεταμόρφωσε σε μια μεγάλη πέτρα, δίνοντας για πάντα τέλος στον πόνο της. Η πέτρα βρίσκεται στη δυτική Τουρκία και είναι γνωστή ως ο βράχος που κλαίει. Τη Νιόβη μπορεί ακόμα να τη δει κανείς να θρηνεί μέχρι σήμερα, με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της όποτε βρέχει, καθώς το νερό ρέει μέσα από τον πορώδη βράχο.


ΑΠΟΛΛΩΝ

Ο Απόλλωνας, ο νεότερος δίδυμος, ήταν ο Θεός της Τοξοβολίας, του Φωτός και της Μουσικής. Ήταν επίσης στενά συνδεδεμένος με την προφητεία, με τον ίδιο να ταξιδεύει στον Παρνασσό όπου το μεγάλο φίδι Πύθωνας, που είχε κυνηγήσει τη μητέρα του σε όλη τη γη, είχε κάνει το σπίτι του. Παίρνοντας την εκδίκησή του, θα σκότωνε το θηρίο με αμέτρητες βολές από το χρυσό τόξο του. Κατασκεύασε ένα μεγάλο ναό εκεί όπου έπεσε το σώμα του, μια τοποθεσία που θα γινόταν το σπίτι του περίφημου Μαντείου των Δελφών.


Το Μαντείο των Δελφών

Γνωστή ως Πυθία, θα γινόταν μια από τις πιο σημαίνουσες προσωπικότητες στην αρχαία Ελλάδα, όπου πήγαινε για συμβουλές ο καθένας, από μεγάλους βασιλείς μέχρι απλούς αγρότες. Λέγεται ότι ήταν το φερέφωνο του Απόλλωνα. Εισέπνεε τους ατμούς που ανέβαιναν από το δωμάτιό της και έπεφτε σε έξαλλη κατάσταση, μεταφέροντας τις προφητείες του θεού μέσα από την ψυχωτική και παράλογη ψαλμωδία της.


Δάφνη

Μετά τη μεγάλη του νίκη επί του Πύθωνα, ενός θηρίου που είχε σκοτώσει με πάνω από χίλια βέλη, ο Απόλλωνας γέμισε περηφάνια δηλώνοντας ότι ήταν ο μεγαλύτερος τοξότης που έζησε ποτέ. Τόσο περήφανος ήταν ο Απόλλωνας, που όταν είδε τον Έρωτα, τον νεαρό Θεό, να κρατάει το δικό του τόξο και ένα σετ βέλη, γελούσε με το παιδί, δηλώνοντας ότι ήταν ακατάλληλος ακόμα και για να χειρίζεται ένα τέτοιο όπλο. Γεμάτος οργή, ο Έρωτας ορκίστηκε εκδίκηση εναντίον του Απόλλωνα, υποσχόμενος να του δείξει την πλήρη έκταση και την πραγματική δύναμη του τόξου του.  Ακολουθώντας τον Απόλλωνα στον ποταμό Πηνειό, ο Έρως σύντομα θα εντοπίσει την κόρη του ποταμού, την όμορφη Δάφνη, να κάθεται στην όχθη. Σημαδεύοντας με το τόξο του, ο Έρωτας έριξε ένα βέλος με χρυσή αιχμή στον Απόλλωνα, κάνοντάς τον να την ερωτευτεί παράφορα.  Ωστόσο, θα έριχνε ένα δεύτερο βέλος στη Δάφνη, ένα με μόλυβδο, που θα την έκανε να νιώθει μόνο αηδία στη θέα του Απόλλωνα. Και έτσι, καθώς ο Θεός της Τοξοβολίας πλησίαζε τη Δάφνη κυριευμένος από πόθο, εκείνη θα έφευγε στη θέα του, τρέχοντας μέσα στο δάσος σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει. Κατακυριευμένος από τα μάγια του Έρωτα και λαχταρώντας να εξομολογηθεί την αγάπη του, ο Απόλλωνας θα την κυνηγούσε μέσα στο δάσος, χρησιμοποιώντας τις θεϊκές του δυνάμεις για να την προλάβει και να τη φτάσει γρήγορα.

Τρομοκρατημένη η Δάφνη φώναζε τον πατέρα της, τον ποταμό Θεό Πηνειό, για βοήθεια. Εκείνος θα απαντούσε στο κάλεσμά της, ενώ σύντομα θα άρχιζε να νιώθει ένα μεγάλο βάρος να κυριεύει τα άκρα της. Επιβραδύνοντας, το δέρμα της θα μετατρεπόταν σε φλοιό και τα μαλλιά της σε φύλλα, μέχρι που τελικά η μεταμόρφωση της Δάφνης θα ολοκληρωνόταν. Εκεί που κάποτε στεκόταν μια νεαρή και όμορφη γυναίκα, ήταν τώρα η πρώτη δάφνη, με τον Απόλλωνα να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της αιώνιας νεότητας και αθανασίας του για να κάνει τα φύλλα της δάφνης αειθαλή, εξασφαλίζοντας ότι θα διατηρούσαν το χρώμα τους όλο το χρόνο.  Πενθώντας την χαμένη του αγάπη, ο Απόλλωνας θα κουβαλούσε ένα δάφνινο στεφάνι όπου κι αν πήγαινε, φροντίζοντας η Δάφνη να είναι πάντα κοντά στην καρδιά του.


Ασκληπιός

Το πιο σημαντικό παιδί του Απόλλωνα θα ήταν ο Ασκληπιός, ένας διάσημος γιατρός ο οποίος ήταν τόσο ικανός που ήταν σε θέση να επαναφέρει τους νεκρούς στη ζωή. Αλλά αυτό θα επισύρει την οργή του Άδη, καθώς αυτές οι αναστάσεις κατέστρεφαν την ισορροπία της φύσης και στερούσαν τον Κάτω Κόσμο από νέες ψυχές. Για να αποκαταστήσει τη φυσική τάξη, ο Δίας θα σκότωνε τον Ασκληπιό με έναν κεραυνό, αλλά μετά από παράκληση του Απόλλωνα ο Δίας θα τον αναστήσει αργότερα, με τον Ασκληπιό να γίνεται ο θεός της θεραπείας και της ιατρικής. Ο Ασκληπιός θα γίνει αργότερα πατέρας της Υγείας, της Θεάς της Καθαριότητας, από την οποία προέρχεται η λέξη Υγιεινή.


ΑΡΤΕΜΙΣ

Θεά του Κυνηγιού και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, η Άρτεμις ήταν θανάσιμη τοξότρια, παρακολουθούσε τους κυνηγούς και εξασφάλιζε τον έλεγχο της φύσης. Θεά του Φεγγαριού και μία από τις τρεις παρθένες θεές, μαζί με την Αθηνά και την Εστία, η Άρτεμις ήταν οξύθυμη και προστάτευε την αγνότητά της με κάθε μέσο. Όταν ο κυνηγός Ακταίωνας, εγγονός του Κάδμου, έπεσε τυχαία πάνω της καθώς έκανε μπάνιο στο δάσος, η θεά έσπευσε να τον τιμωρήσει. Μετατρέποντας τον Ακταίωνα σε ελάφι, προτού βάλει τα 50 κυνηγετικά σκυλιά της να στραφούν εναντίον του, με τον κυνηγό να υφίσταται φρικτό και οδυνηρό θάνατο για το λάθος του.


ΠΟΣΕΙΔΩΝ

Ο Ποσειδώνας, αδελφός του Δία, κυβερνούσε τις θάλασσες από το υπέροχο παλάτι του κάτω από τα κύματα. Γνωστός και ως ο Σεισμός της Γης, ο Ποσειδώνας δημιουργούσε όλους τους σεισμούς, ταξιδεύοντας στους ωκεανούς με το χρυσό άρμα του, με τον ίδιο να αναδεύει και να ηρεμεί τα νερά με την περίφημη τρίαινά του. Μια από τις σκληρότερες τιμωρίες του Θεού θα επιβληθεί στον Μίνωα, τον βασιλιά της Κρήτης. Αφού ο Μίνωας αρνήθηκε να θυσιάσει τον καλύτερο ταύρο του στον Ποσειδώνα, ο θεός καταράστηκε τη γυναίκα του Μίνωα να ερωτευτεί το ζώο, γεγονός το οποίο τελικά οδήγησε στη γέννηση του πλάσματος που ήταν μισός άνθρωπος, μισός ταύρος, γνωστού ως Μινώταυρος. Αλλά, ενώ συνήθως παρέμενε στην περιοχή του, στις θάλασσες, ο Ποσειδώνας κουράστηκε από την κυριαρχία του Δία στον Όλυμπο. Μαζί με την Αθηνά, την Ήρα και τον Απόλλωνα, ο Ποσειδώνας θα προσπαθήσει να εκθρονίσει τον Δία, η εξέγερση τελικά θα αποτύχει.

Ο Δίας θα τιμωρήσει τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα, στέλνοντάς τους να υπηρετήσουν τον βασιλιά Λαομέδοντα της Τροίας, όπου θα περάσουν ένα ολόκληρο χρόνο χτίζοντας τα γιγάντια και διάσημα τείχη της πόλης, τείχη που αργότερα θα έπρεπε να αντέξουν τη δύναμη των ισχυρότερων στρατών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου.


ΑΘΗΝΑ

Η Αθηνά, η θεά του πολέμου και της σοφίας και παιδί του Δία και της Μήτιδας, ήταν γνωστή για την αγάπη της για τους στρατηγούς και τους πανούργους ήρωες, βοηθώντας πολλούς από αυτούς στις μεγάλες τους αποστολές. Ήταν όμως και μια περήφανη θεά και για να διεκδικήσει τον κόσμο, αποφάσισε να διαγωνιστεί για την αιγίδα μιας μεγάλης πόλης στην ανατολική Ελλάδα, η οποία δεν είχε ακόμη ονομαστεί. Ανταγωνιζόμενη τον θείο της Ποσειδώνα, οι δύο τους θα προσπαθούσαν να δώσουν στην πόλη το καλύτερο δώρο. Ο Ποσειδώνας θα χτυπούσε το έδαφος με την τρίαινά του, κάνοντας μια ροή νερού να αναδυθεί για να τη δουν όλοι, αλλά, καθώς το νερό ήταν αλμυρό, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την καλλιέργεια της γης, με τους κατοίκους της πόλης να μην εντυπωσιάζονται. Όμως η Αθηνά, θέλοντας να χαρίσει στην πόλη κάτι που δεν είχαν ξαναδεί, θα τοποθετούσε την παλάμη του χεριού της στη γη, με συνέπεια να αναδυθεί η πρώτη ελιά. Όχι μόνο θα τροφοδοτούσε την πόλη και τους κατοίκους της χώρας, αλλά θα είχε και πολλές χρήσεις, με το λάδι που παρήγαγε να χρησιμοποιείται στη μαγειρική, στα φάρμακα, στα αρώματα, στα κεριά και στον αθλητισμό, προσφέροντας πολλά οφέλη στον αρχαίο κόσμο. Με τον Ποσειδώνα να σκύβει το κεφάλι του ντροπιασμένος, οι θεοί έκριναν νικήτρια την Αθηνά, με την πόλη να παίρνει το όνομά της και να γίνεται γνωστή ως Αθήνα, πρωτεύουσα της Ελλάδας και μια από τις σημαντικότερες πόλεις της εποχής της.


Αράχνη

Εφευρέτρια των μαθηματικών, η Αθηνά είχε επίσης αδυναμία στη μουσική, εφευρίσκοντας την τρομπέτα και τον αυλό, ορίστηκε ως προστάτιδα των καλλιτεχνών και των τεχνιτών. Ήταν ιδιαίτερα περήφανη για την ικανότητά της στην υφαντική, αν και αυτό θα την έφερνε σε σύγκρουση με μια νεαρή κοπέλα από τη Λιβύη, την Αράχνη. Η Αράχνη ήταν πολύ ικανή στην τέχνη και καυχιόταν ότι ήταν η μεγαλύτερη υφάντρα που έζησε ποτέ, προκαλώντας την Αθηνά σε διαγωνισμό. Η καθεμιά θα έφτιαχνε ένα ταπισερί με τους θεούς, με το πρόσωπο που επέδειξε την μεγαλύτερη ικανότητα από τις δύο, να στέφεται νικήτρια.

Οι δύο τους ύφαιναν μανιωδώς για ώρες μέχρι τελικά να ολοκληρωθούν και τα δύο κομμάτια. Προς έκπληξη της Αθηνάς, το έργο της Αράχνης ήταν πολύ καλύτερο από το δικό της. Έξαλλη, χτύπησε την Αράχνη στο κεφάλι ξανά και ξανά μέχρι που έπεσε στο πάτωμα. Αλλά, αντί να τη σκοτώσει, η Αθηνά μεταμόρφωσε το κορίτσι στην πρώτη αράχνη, όπου θα χρησιμοποιούσε τα ταλέντα της για να πλέκει όμορφους ιστούς, με τα πλάσματα που είναι γνωστά ως αραχνοειδή να παίρνουν το όνομά της.


ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Η Αφροδίτη, η Θεά του Έρωτα και της Ομορφιάς, γεννήθηκε από τα γεννητικά όργανα του Ουρανού, καθιστώντας την αρχαιότερη από τις Ολυμπιάδες. Πρόκειται για μία σκανταλιάρα θεά, που χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις της για τη δική της διασκέδαση, κάνοντας τον Δία να κοιμάται με θνητές γυναίκες, ώστε να αντιμετωπίσει την οργή της Ήρας. Υπεύθυνη για τη σεξουαλική έλξη τόσο στους θνητούς όσο και στους θεούς, συχνά συνοδευόταν από τον Έρωτα, του οποίου τα βέλη μπορούσαν να γοητεύσουν κάθε πλάσμα, με τους δύο να χτυπούν τον έρωτα στις καρδιές των ανυποψίαστων θνητών σε όλο τον κόσμο.


Νάρκισσος

Για έναν άνδρα συγκεκριμένα, ο Έρωτας έριξε πολλά βέλη στις καρδιές των πιθανών εραστριών, οι οποίες βρέθηκαν να έλκονται από έναν όμορφο νεαρό άνδρα που άκουγε στο όνομα Νάρκισσος. Ενώ ήταν ευλογημένος με μεγάλη ομορφιά, τον βάραινε επίσης η ματαιοδοξία και η αλαζονεία, απολαμβάνοντας να απορρίπτει σκληρά τις προτάσεις των πολλών γυναικών που τον κυνηγούσαν. Σύντομα, όμως, θα συναντούσε τη νύμφη Ηχώ. Καταραμένη από την Ήρα αφού έγινε το αντικείμενο της αγάπης του Δία, η Ηχώ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φωνή της παρά μόνο για να αντιγράψει τα λόγια των άλλων. Η Ηχώ ήταν ερωτευμένη με τον Νάρκισσο για αρκετό καιρό, αλλά όταν τελικά βρήκε το θάρρος να τον πλησιάσει, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να επαναλαμβάνει όσα έλεγε. Ο Νάρκισσος, αμήχανος, την απέρριπτε και αυτή με σκληρό τρόπο και συνέτριβε το πνεύμα της. Με αυτήν τη θλίψη της, σιγά σιγά θα μαραζώσει μέχρι που θα μείνει μόνο η φωνή της, μια φωνή που ακούγεται ακόμα και σήμερα, καθώς η Ηχώ επαναλαμβάνει τα λόγια μας. Αλλά αυτό που έκανε στην Ηχώ δε θα έμενε ατιμώρητο, καθώς η Νέμεσις, η θεά της εκδίκησης, παρακολουθούσε. Όταν ο Νάρκισσος την επόμενη φορά έσκυψε να πιει από μια λίμνη, θα έβρισκε επιτέλους αυτή που θα αγαπούσε, αλλά αυτή δε θα ήταν μια γυναίκα, αλλά το είδωλό του.

Μαγεμένος, κοίταξε βαθιά στα μάτια του, χωρίς να μπορεί να γυρίσει την πλάτη του. Για εβδομάδες έμεινε δίπλα στη λίμνη, κοιτάζοντας το είδωλό του, μέχρι που τελικά δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο. Συνειδητοποιώντας ότι δε θα  μπορούσε να βρεθεί ποτέ με κάποια τόσο όμορφη όσο ο ίδιος, πήρε ένα στιλέτο και το έμπηξε στην καρδιά του. Εκεί που το αίμα του άγγιζε τη γη θα άνθιζε ένα όμορφο λουλούδι, ο πρώτος Νάρκισσος, με τη λέξη ναρκισσιστής να πηγάζει από την ιστορία του.


Άγαλμα του Πυγμαλίωνα

Ενώ κάποιοι, όπως ο Νάρκισσος, θα χάνονταν στα βάθη της αγάπης, άλλοι θα αναζητούσαν ακατάπαυστα να τη βρουν. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ο Πυγμαλίων, ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης από το νησί της Κύπρου. Μετά από πολλά χρόνια άτυχου έρωτα, είχε εγκαταλείψει εντελώς τις γυναίκες, παραιτήθηκε από μια ζωή μοναξιάς και αντ' αυτού επικέντρωσε όλη του την προσοχή στην τέχνη του.

Ξεκινώντας τις εργασίες για ένα νέο άγαλμα, ο Πυγμαλίων μοχθούσε μέρα με τη μέρα, μέχρι που η μορφή μιας γυναίκας θα άρχιζε να εμφανίζεται μπροστά του. Δουλεύοντας πιο σκληρά από ποτέ, ο Πυγμαλίων περνούσε ώρες σμιλεύοντας τις πιο περίπλοκες λεπτομέρειες στην πέτρινη γυναίκα του. Διαμόρφωνε ένα λεπτό πρόσωπο και σμίλευε κάθε τούφα μαλλιών, μέχρι που τελικά το αριστούργημά του ολοκληρώθηκε. Καθώς απομακρυνόταν για να θαυμάσει το έργο του, ο Πυγμαλίων εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του δημιουργήματός του. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί ένα πιο τέλειο άγαλμα, ούτε καν μια πραγματική γυναίκα, που να μπορεί να συγκριθεί με αυτό που έβλεπε μπροστά του.  Πέρασε ώρες κρατώντας τα πέτρινα χέρια του αγάλματος και φιλώντας τα κρύα και άψυχα χείλη του. Ο Πυγμαλίων γινόταν όλο πιο θλιμμένος και μοναχικός, καθώς συνειδητοποιούσε ότι δεν θα έβρισκε ποτέ μια γυναίκα που θα αγαπούσε περισσότερο από αυτήν που είχε σμιλέψει από πέτρα. Περνώντας τη μια νύχτα μετά την άλλη στο εργαστήριο, ο Πυγμαλίων προσευχόταν στους θεούς να τον ευλογήσουν με μια γυναίκα τόσο τέλεια όσο το άγαλμά του. Καθώς όμως προσευχόταν, η πέτρινη φιγούρα πίσω του άρχισε να μεταμορφώνεται.

Τα κρύα και άψυχα μαλλιά της θα μετατραπούν σε μακριές και ρέουσες μπούκλες, ενώ το γκρίζο και ραγισμένο δέρμα της θα μαλακώσει και θα γίνει ζεστό στην αφή. Κοιτάζοντάς τη, έκπληκτος ο Πυγμαλίων, θα έβλεπε ένα πρόσωπο να του χαμογελάει, όχι από πέτρα, αλλά από σάρκα και αίμα. Η Αφροδίτη, πάντα χαρούμενη να βοηθά όσους αναζητούν την αγάπη, είχε απαντήσει στις προσευχές του, με το κάποτε άψυχο άγαλμα να συστήνεται ως Γαλάτεια, πριν κατέβει από το βάθρο της και αγκαλιάσει τον Πυγμαλίωνα με ανοιχτές αγκάλες. Τα χρόνια της μοναξιάς και της απομόνωσής του επιτέλους τελείωσαν.


Έρως και Ψυχή

Η Αφροδίτη ένιωθε χαρά να βοηθά νεαρά ζευγάρια να βρουν την αγάπη, αλλά ήταν επίσης και μια ματαιόδοξη και ζηλιάρα θεά, η οποία θα έπαιρνε εκδίκηση από εκείνους που της έκλεβαν τα φώτα της δημοσιότητας. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Ελληνίδας πριγκίπισσας Ψυχής, μιας θνητής γυναίκας που ήταν τόσο όμορφη που λέγεται ότι ξεπερνούσε την ίδια τη Θεά του Έρωτα. Με τους άνδρες από κάθε γωνιά της γης να έρχονται να θαυμάσουν την Ψυχή, σύντομα θα ξεχνούσαν εντελώς την Αφροδίτη, με τους βωμούς της να παραμελούνται και τους ναούς της να ρημάζουν.

Εξοργισμένη που κανείς δεν της έδινε σημασία, η Αφροδίτη καλούσε τον σύντροφό της Έρωτα, απαιτώντας από αυτόν να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για να κάνει την Ψυχή να ερωτευτεί τον πιο άθλιο και ποταπό άνδρα στο πρόσωπο της γης. Όταν όμως ο Έρωτας πήγε να εκτελέσει τις οδηγίες της, θα εντυπωσιαζόταν κι αυτός από την ομορφιά της Ψυχής, την ερωτεύτηκε βαθιά και για πρώτη φορά αρνήθηκε να ακολουθήσει τις εντολές της Αφροδίτης. Ωστόσο, καθώς ο Έρωτας θα αρνιόταν πλέον να χτυπήσει οποιονδήποτε άνδρα με έρωτα για την Ψυχή, εκείνη θα γινόταν όλο και πιο θλιμμένη και πιο μοναχική όσο περνούσαν τα χρόνια, πριν τελικά απευθυνθεί στο Μαντείο των Δελφών για βοήθεια.

Ακολουθώντας τις οδηγίες του Μαντείου, η Ψυχή θα ταξιδέψει σε ένα υπέροχο παλάτι όπου λέγεται ότι ο σύζυγός της θα ερχόταν να τη διεκδικήσει. Αλλά όταν έφτασε, οι υπηρέτες του παλατιού θα προειδοποιούσαν την Ψυχή ότι ο νέος της σύζυγος ήταν μυστικοπαθής και θα την επισκεπτόταν μόνο στο σκοτάδι της νύχτας, χωρίς να της επιτραπεί ποτέ να ρωτήσει για την ταυτότητά του ούτε να επιδιώξει να δει το πρόσωπό του. Ευτυχισμένη με τη νέα της ζωή, η Ψυχή περνούσε κάθε μέρα στους όμορφους κήπους του παλατιού. Μια μέρα, η Ψυχή κυριεύτηκε από την περιέργειά της, πήρε μια λάμπα πετρελαίου και την άναψε τις πρώτες πρωινές ώρες.  Κοιτάζοντας προς τα κάτω, θα κυριευτεί από χαρά, καθώς ο σύζυγός της δεν ήταν άλλος από τον Έρωτα, τον νεαρό και όμορφο θεό. Ωστόσο, μέσα στον ενθουσιασμό της, η Ψυχή θα ταρακουνούσε τη λάμπα και το καυτό της λάδι θα έπεφτε στον ώμο του Έρωτα, προκαλώντας τον θεό να ξυπνήσει έντρομος.

Απογοητευμένος που η Ψυχή απέτυχε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη της σε αυτόν, ο Έρωτας θα της πει ότι ο γάμος τελείωσε, πριν πετάξει πίσω στον Όλυμπο. Αναστατωμένη από την απώλεια του συζύγου της, η Ψυχή θα επισκεφτεί την Αφροδίτη, παρακαλώντας τη θεά για μια ευκαιρία να ξαναδεί τον Έρωτα. Αλλά η Αφροδίτη δεν είχε ξεχάσει το μίσος της για το κορίτσι που της είχε κλέψει την προσοχή του κόσμου. Κι έτσι, όταν η Ψυχή έφτασε να ικετεύει στους πρόποδες του θρόνου της, η Αφροδίτη γελούσε με ευχαρίστηση, θέτοντας στο κορίτσι μια αδύνατη αποστολή. Αν ήθελε να ξαναδεί τον άντρα της, η Ψυχή θα έπρεπε να ταξιδέψει στον κάτω κόσμο και να ζητήσει από την Περσεφόνη, τη βασίλισσα των νεκρών, να τοποθετήσει ένα κομμάτι της ομορφιάς της μέσα σε ένα χρυσό κουτί.

Ταξιδεύοντας στον Κάτω Κόσμο, η Ψυχή θα έφτανε στον ποταμό Στύγα και αφού πλήρωνε τα τέλη στον Χάροντα, θα περνούσε με πλοίο τα σκοτεινά και στοιχειωμένα νερά του. Φτάνοντας στην αίθουσα του θρόνου του Άδη και της Περσεφόνης, η Ψυχή πλησίασε τη βασίλισσα των νεκρών, η οποία με χαρά της έδινε τη βοήθειά της, τοποθετώντας ένα κομμάτι της ομορφιάς της μέσα στο χρυσό κουτί. Καθώς όμως η Ψυχή ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής στον Όλυμπο, η περιέργεια θα την κατέκλυζε και πάλι, σήκωσε το καπάκι του χρυσού κουτιού και έριξε μια ματιά στο κομμάτι της ομορφιάς της Περσεφόνης. Αλλά τέτοια πράγματα δεν προορίζονταν για τα μάτια των θνητών, με την Ψυχή να πέφτει στο έδαφος και να τυλίγεται από έναν σκοτεινό και ατελείωτο ύπνο.

Ήταν εκείνη τη στιγμή που ο Έρωτας, συγκινημένος από το πόσο μακριά είχε φτάσει η Ψυχή για να τον βρει, θα κατέβαινε στη γη και θα χρησιμοποιούσε ένα από τα βέλη του για να τη σώσει από τη μέγγενη του αιώνιου ύπνου. Επιστρέφοντας στον Όλυμπο, ο Δίας θα διοργάνωνε γι' αυτούς μια μεγάλη γαμήλια γιορτή, όπου θα χάριζε στην Ψυχή το δώρο της αθανασίας. Και έτσι η Ψυχή, της οποίας το όνομα σημαίνει αυτό που αποκαλούμε ψυχή, θα γινόταν θεά. Την ένωσή της με τον Έρωτα, θα σφράγιζε για πάντα το παιδί τους, η Ηδονή, η Θεά της Ηδονής, που θα έφερνε χαρά στους θνητούς σε όλη τη γη.


ΗΦΑΙΣΤΟΣ

Ο Θεός της Σιδηρουργίας και γιος του Δία και της Ήρας, ο Ήφαιστος, θα είχε ένα δύσκολο ξεκίνημα στη ζωή. Γεννήθηκε κουτσός και έτσι η μητέρα του η Ήρα, αφού είδε τη δυσμορφία, αποφάσισε να τον πετάξει από τον Όλυμπο στη θάλασσα για να πνιγεί. Επιβιώνοντας από την πτώση, ο Ήφαιστος θα επιστρέψει αργότερα στο σπίτι των θεών και θα πάρει εκδίκηση, κατασκευάζοντας έναν χρυσό θρόνο για την Ήρα που δε θα της επέτρεπε να σηκωθεί ξανά μόλις καθόταν πάνω του. Μόνο με την παρέμβαση του Δία η Ήρα θα δραπετεύσει, με τον βασιλιά των θεών να εξασφαλίζει την απελευθέρωσή της με αντάλλαγμα να χαρίσει στον Ήφαιστο τη θεά Αφροδίτη, την πιο όμορφη Ολυμπιάδα, ως σύζυγό του.

Ο Ήφαιστος θα γίνει μεγάλος εφευρέτης και θα κατασκευάσει πολλά από τα παλάτια του Ολύμπου, καθώς και τον εξοπλισμό των θεών, με τον θώρακα της Αθηνάς, το φτερωτό κράνος του Ερμή και τα σανδάλια, καθώς και το άρμα του Ήλιου, να είναι κατασκευάσματα του θρυλικού σιδηρουργείου του. Μερικά από τα πιο διάσημα έργα του είναι το τόξο και το βέλος του Έρωτα, καθώς και η υπέροχη πανοπλία και η ασπίδα του Αχιλλέα, με τις δημιουργίες του Ήφαιστου να βοηθούν τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας.

Στους Ρωμαίους ήταν γνωστός ως Βούλκαν, ο Θεός της Φωτιάς, ο οποίος σφυρηλατούσε τις δημιουργίες του σε ένα εργαστήριο κάτω από το όρος Αίτνα της Σικελίας, ενώ λέγεται ότι ο καπνός του και η λάβα που εκπέμπει το ηφαίστειο προέρχονταν από το μεγάλο σιδηρουργείο του Βούλκαν κάτω από την επιφάνεια.


ΑΡΗΣ

Ο Άρης, ο Θεός του Πολέμου, απολάμβανε τη μάχη και απολάμβανε τη σφαγή των ανθρώπων και τη λεηλασία των πόλεων. Τον μισούσαν οι θνητοί και οι θεοί, καθώς εκπροσωπούσε την αχαλίνωτη οργή, τη σκληρότητα και την αιματοχυσία, με τους θεούς να του παίζουν παιχνίδια για τη δική τους διασκέδαση. Ο Άρης είχε μακροχρόνια σχέση με την Αφροδίτη, τη σύζυγο του Ήφαιστου, με τους δύο να κοιμούνται μαζί όποτε ο σύζυγός της έλειπε. Όταν ο Ήφαιστος το ανακάλυψε έγινε έξαλλος και αποφάσισε να σφυρηλατήσει ένα αόρατο δίχτυ για να το κρεμάσει πάνω από το κρεβάτι του. Όταν ο Άρης ήρθε να ξανακοιμηθεί με την Αφροδίτη, οι δυο τους θα παγιδεύονταν γυμνοί κάτω από το δίχτυ, χωρίς να μπορούν να κινηθούν και με όλους τους θεούς του Ολύμπου να καλούνται να δουν.  Τα γέλια θα ηχούσαν σε όλους τους ουρανούς και τον εξευτελισμό να τελειώνει μόνο όταν ο Ποσειδώνας τους λυπήθηκε και αποφάσισε να τους ελευθερώσει.


Ηώς και Τιθωνός

Αλλά η Αφροδίτη δεν ήταν η μόνη ερωμένη του Άρη, με τον ίδιο να έχει επίσης σχέση με την Ηώς, τη θεά της αυγής, η οποία ανέβαινε στον ουρανό κάθε πρωί για να ανοίξει το δρόμο για τον αδελφό της Ήλιο, ώστε να μπορεί να κάνει το καθημερινό του ταξίδι στη γη. Όταν έμαθε για τη σχέση, η Αφροδίτη ζήλεψε και καταράστηκε την Ηώς, προκαλώντας της ανεξέλεγκτη επιθυμία για τους νεαρούς θνητούς άνδρες του κόσμου. Και έτσι μια μέρα, καθώς οι πρωινές ώρες έφταναν στο τέλος τους, η Ηώς κοίταξε προς τα κάτω, στη γη, με το βλέμμα της να πέφτει στη μεγάλη πόλη της Τροίας. Γιατί στην πόλη υπήρχε ένας νεαρός Τρώας πρίγκιπας ονόματι Τιθωνός, τόσο όμορφος που η Ηώς δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού.

Κατεβαίνοντας στη γη, η Ηώς θα συστηθεί στον πρίγκιπα, με τους δυο τους να ερωτεύονται σύντομα. Στο τέλος κάθε πρωινού, όταν τελείωναν τα καθήκοντά της, η Ηώς κατέβαινε στην Τροία και συναντούσε τον αγαπημένο της πρίγκιπα, αλλά όσο περισσότερο τον αγαπούσε, τόσο περισσότερο δεν μπορούσε να αντέξει τη σκέψη ότι θα τον έχανε από γηρατειά ή πόλεμο, από πείνα ή αρρώστια ή από οποιονδήποτε άλλο τρομερό τρόπο που οι ζωές των θνητών τελειώνουν απότομα.

Και έτσι, επιστρέφοντας στον Όλυμπο, η Ηώς επισκέφθηκε τον Δία, παρακαλώντας τον να κάνει τον Τιθωνό αθάνατο, αίτημα που εκείνος ευχαρίστως ικανοποίησε. Αλλά η Ηώς είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος, καθώς δεν είχε ζητήσει να δοθεί στον Τιθωνό αιώνια νεότητα. Οι δυο τους θα ζούσαν ευτυχισμένοι στην αρχή, αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν και τα γκρίζα μαλλιά άρχισαν να  εμφανίζονται στο κεφάλι του πρίγκιπα, θα άρχιζε να συνειδητοποιεί τη φοβερή μοίρα που τον περίμενε. Μέχρι να περάσει ένας αιώνας, ο Τιθωνός θα βρισκόταν συντριμμένος κάτω από το αβάσταχτο βάρος της ηλικίας, τα άκρα του δε θα λειτουργούσαν πλέον και το μυαλό του θα είχε υποβαθμιστεί και όσο κι αν επιθυμούσε τον θάνατο, ήξερε ότι δεν θα ερχόταν ποτέ. Με θλίψη στην καρδιά της, η Ηώς θα έπαιρνε το εύθραυστο σώμα του Τιθωνού και θα το κλείδωνε σε έναν μεγάλο θάλαμο όπου θα ήταν ασφαλής από τον έξω κόσμο. Αφού πέρασαν χρόνια και ο πρίγκιπας είχε μαραθεί μέχρι που ήταν κάτι περισσότερο από οστά, η Ηώς θα μεταμόρφωνε τον Τιθωνό στον πρώτο τζίτζικα, ένα έντομο γνωστό για τη μεγάλη διάρκεια ζωής του, που κάνει θόρυβο τις πρώτες πρωινές ώρες της αυγής, όταν η Ηώς εκτελεί τα καθήκοντά της στον ουρανό.


ΕΡΜΗΣ

Ο Ερμής, ο Θεός-αγγελιοφόρος και προστάτης των κλεφτών, ήταν γνωστός ως ο απατεώνας μεταξύ των Θεών, συχνά πείραζε και ενοχλούσε τους άλλους Θεούς. Όταν ενηλικιώθηκε, ανέλαβε το ρόλο του αγγελιοφόρου, ταξιδεύοντας με μια χρυσή ράβδο ως ένδειξη της εξουσίας του. Με τη βοήθεια του φτερωτού κράνους και των σανδαλιών του, τα οποία χρησιμοποιούσε για να πετάει και να παραδίδει μηνύματα, ταξίδευε συχνά μεταξύ του Ολύμπου και του Κάτω Κόσμου. Βοηθούσε τον Άδη, ενεργώντας ως βοσκός για τις ψυχές των νεκρών, καθοδηγώντας τες στο δρόμο τους προς τη μετά θάνατον ζωή.


Πάνας

Όπως και οι άλλοι θεοί, ο Ερμής ήταν γνωστό ότι ήταν πατέρας πολλών παιδιών με διάφορες γυναίκες, αλλά ένας από τους γιους του, ο Πάνας, ο θεός της φύσης και της γονιμότητας, γεννήθηκε με τα χαρακτηριστικά ενός σάτυρου, πλάσμα που ήταν εν μέρει άνθρωπος και εν μέρει κατσίκα. Όταν όμως γεννήθηκε, η μητέρα του Πάνα, μια νύμφη που ονομαζόταν Δρυόπη, τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ όταν είδε το νεογέννητο μωρό με ένα ζευγάρι κέρατα, μια πλήρη γενειάδα και οπλές, που θα έτρεχε μακριά ουρλιάζοντας από τρόμο στη θέα του. Ωστόσο, ο Ερμής πήρε το παιδί του στον Όλυμπο και το σύστησε στους υπόλοιπους Θεούς, οι οποίοι ήταν τόσο γοητευμένοι από το αγόρι του,  γοητεύτηκαν από την παιχνιδιάρικη συμπεριφορά του, ώστε σύντομα άρχισαν να το λατρεύουν.
 
Κανείς δεν θα τον αγαπούσε περισσότερο από τον Διόνυσο, τον Θεό του Κρασιού και των Γιορτών, ο οποίος θα του έδινε το όνομα Παν, που σημαίνει «όλοι», καθώς ήταν αγαπητός σε όλους τους Θεούς του Ολύμπου. Αλλά όπως και ο πατέρας του, ο Παν ήταν γνωστός για τις πολλές σχέσεις του με τις Νύμφες, τις θεότητες της φύσης που κατοικούσαν σε ρυάκια και δάση σε όλο τον κόσμο. Μια νύμφη με το όνομα Συριγξ, θα γινόταν το αντικείμενο της αγάπης του Πάνα, με τον ίδιο να την κυνηγάει στους βάλτους όπου ζούσε.

Τρομοκρατημένη από τον θεό, η Σύριγξ προσπαθούσε απεγνωσμένα να του ξεφύγει, μεταμορφώνοντας τον εαυτό της σε μια κοίτη από καλάμια, όταν πλησίασε στην άκρη του ποταμού. Όταν ο Παν έφτασε τελικά στο ποτάμι, διέσχισε τον βάλτο προσπαθώντας να ξεσκεπάσει την τρομοκρατημένη νύμφη. Αλλά καθώς το έκανε αυτό, ένα δυνατό αεράκι θα φυσούσε μέσα από τα καλάμια, παράγοντας μια όμορφη μελωδία που δεν είχε ξανακούσει. Εμπνευσμένος από τον ήχο, ο Παν ξερίζωσε τα καλάμια και τα έδεσε με κερί, δημιουργώντας μια σειρά από αυλούς. Καθισμένος κάτω, έπαιζε μια μελωδία στη μνήμη της χαμένης του αγάπης, της Σύρινξ. Το όργανο, ο θεός το μετέφερε όπου κι αν πήγαινε.

1    2    3    4

 

Προτάσεις